Του Τάσου Παππά
Στις μεγάλες συνεντεύξεις Τύπου, όπως είναι αυτές στη ΔΕΘ, οι πολιτικοί αρχηγοί, κυρίως αυτοί που είναι πρωθυπουργοί και εν αναμονή πρωθυπουργοί, έχουν κάποιους τρόπους για να αποφεύγουν τις.. ενοχλητικές ερωτήσεις. Είτε δεν δίνουν τον λόγο στα μέσα ενημέρωσης που θεωρούν εχθρικά, είτε υπεκφεύγουν… νομίμως. Τον πρώτο τρόπο υιοθέτησε ο πρωθυπουργός, τον δεύτερο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο συντονιστής της συνέντευξης του Κυριάκου Μητσοτάκη για να προστατεύσει τον προϊστάμενό του απέκλεισε δημοσιογράφους και έτσι δεν ακούσαμε ερωτήσεις για τα μνημόνια συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία (πότε θα τα φέρει για ψήφιση στη Βουλή), τι θα πράξει αν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, Καραμανλής και Σαμαράς, αρνηθούν να συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις του, για τη Novartis (γιατί το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει καταθέσει ακόμη αγωγή αποζημίωσης εναντίον της εταιρείας), το προβληματικό «πόθεν έσχες», για τις πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν σε φιλικά δίκτυα ενημέρωσης ότι επιχειρηματίες συμμετείχαν στον πρόσφατο ανασχηματισμό (με γνώμη, με συμβουλές, με πιέσεις;). Και όταν το πράγμα πήγε να στραβώσει με την ερώτηση «με ποια κριτήρια απομακρύνατε τον Μιχ. Χρυσοχοΐδη;», η αντίδραση του πρωθυπουργού ήταν αλαζονική: «Δεν σας απαντώ γιατί δεν θέλω να σας απαντήσω».
Από την άλλη πλευρά, τον Αλέξη Τσίπρα ρώτησαν οι πάντες. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις. Σε άλλες πειστικά, σε άλλες λιγότερο πειστικά. Πάντως δεν δίστασε να αναμετρηθεί με τις προκλήσεις. Και έκανε καλά. Αυτό πρέπει να του πιστωθεί. Υπήρξαν και δύο ερωτήσεις προβοκατόρικες με την καλή έννοια του όρου -κάποιες φορές οι προβοκάτσιες είναι χρήσιμες. Για παράδειγμα (τις μεταφέρω από μνήμης): «Τι θα κάνετε αν χάσετε τις εκλογές;», «Θα δεχόσασταν να μην είστε εσείς πρωθυπουργός στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές και μπορεί να σχηματιστεί συμμαχική κυβέρνηση με άλλον επικεφαλής;». Τι θα έπρεπε να απαντήσει ο κ. Τσίπρας; Στην πρώτη ερώτηση θα μπορούσε να πει ότι «αν χάσω στις εκλογές, θα παραιτηθώ και θα ιδιωτεύσω» ή «στην περίπτωση ήττας θα ανοίξω τη διαδικασία εκλογής ηγεσίας και προτίθεμαι να διεκδικήσω ξανά τη θέση του προέδρου».
Στη δεύτερη ερώτηση θα μπορούσε να πει «αν προταθεί άλλο πρόσωπο για την πρωθυπουργία από τους υποψήφιους εταίρους μου, θα το συζητήσω». Αν απαντούσε έτσι όλοι θα επικεντρώνονταν στα συγκεκριμένα ζητήματα, θα κυκλοφορούσαν διάφορα σενάρια για την επόμενη μέρα στον ΣΥΡΙΖΑ και για το ποιοι πολιτικοί ή τεχνοκράτες θα είναι υποψήφιοι για τη θέση του πρωθυπουργού, οι αντίπαλοί του θα υποστήριζαν ότι «ο Τσίπρας είναι σε αποδρομή», τα στελέχη, τα μέλη και οι ψηφοφόροι του κόμματος θα έμπαιναν σε έναν κύκλο νοσηρής εσωστρέφειας και το μέγαρο Μαξίμου θα πανηγύριζε επειδή αυτό που θα έμενε από τη συνέντευξη θα ήταν η ηττοπαθής προσέγγιση Τσίπρα και όχι η κριτική του στην κυβέρνηση, οι επιθέσεις του στον πρωθυπουργό και το κοστολογημένο πρόγραμμα που κατέθεσε. Μόνο ένας ανόητος θα συμπεριφερόταν έτσι ή ένας ηγέτης που φλερτάρει με την έξοδό του από την πολιτική.
Ο κ. Τσίπρας δεν είναι αφελής, ήθελε να στείλει μήνυμα νίκης, να συσπειρώσει τους οπαδούς του, να περάσει την εντύπωση στην κοινωνία ότι το κόμμα του έχει μάθει από τα λάθη του την περίοδο που ήταν στην κυβέρνηση και είναι έτοιμο να αναλάβει τη διαχείριση μόνο του ή παρέα με άλλα σχήματα της προοδευτικής παράταξης. Είπε, δηλαδή, τα αυτονόητα. Και άφησε τις… λεπτομέρειες για μετά τις κάλπες. Στοιχειώδες.