Μετά τις αναταράξεις της πανδημίας και παρά τις πληθωριστικές πιέσεις το 2022, η Γερμανία ενίσχυσε τη θέση της ως ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς και επενδυτικούς εταίρους της Ελλάδας. Οι ελληνικές εξαγωγές διατήρησαν τη δυναμική τους στη Γερμανία και τα κέρδη στον ελληνικό τουρισμό από τις αφίξεις Γερμανών επισκεπτών επανήλθαν στα προ της πανδημίας επίπεδα.
«Οι Γερμανοί επενδυτές αισθάνονται ασφάλεια και εμπιστοσύνη στην Ελλάδα και βλέπουν ευκαιρίες ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών και των τεχνολογιών αιχμής όπως η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες αλλά και η εξυπηρέτηση πελατών», επισημαίνει μιλώντας στη Deutsche Welle, ο Γενικός Διευθυντής του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης.
Βιώσιμες επενδύσεις
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ για λογαριασμό του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου τα συνολικά κεφάλαια από άμεσες επενδύσεις νομικών και φυσικών προσώπων, κατοίκων της Γερμανίας στην Ελλάδα, αυξήθηκαν στα €6,8 δισ. το 2021 από €5,6 δισ. το 2020 με την καθαρή ροή επενδύσεων για το 2022 να αυξάνεται στα €743 εκ. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ιδιαίτερη δυναμική καταγράφουν οι καθαρές επενδύσεις σε ακίνητα στην Ελλάδα από τη Γερμανία, με περίπου €125 εκατ. καθαρή επένδυση το 2021. Έτσι, η Γερμανία βρίσκεται στην πρώτη θέση στην κατάταξη χωρών προέλευσης άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα με μερίδιο 18,3%.
«Οι γερμανικές εταιρίες βρίσκουν στην Ελλάδα πολύ καλά καταρτισμένο προσωπικό, μεγάλο μέρος του οποίου γνωρίζει το DNA της γερμανικής οικονομίας και του γερμανικού management και αυτό αποτελεί ποιοτικό χαρακτηριστικό», τονίζει ο κ. Κελέμης βλέποντας ότι οι γερμανικές επενδύσεις έχουν το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης βιωσιμότητας. «Οι επενδύσεις γίνονται σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας και πέρα από τα ποσοτικά μεγέθη, δίνουν τεχνολογική υπεραξία, ενισχύουν την παραγωγικότητα της χώρας και τη διασφάλιση σταθερών θέσεων εργασίας», λέει χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ σε διευρυμένο δείγμα επιχειρήσεων – μελών του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου σε κάθε ευρώ άμεσης συνεισφοράς των εταιρειών-μελών αντιστοιχεί 1,5 ευρώ συνολικής συνεισφοράς στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας.
Εξαγωγές και Τουρισμός
Οι εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων στη Γερμανία ανήλθαν στα 2,8 δισ. ευρώ το 2021, καταγράφοντας άνοδο κατά 21% σε σχέση με το 2020, ενώ το 2022 αυξήθηκαν περαιτέρω στα 3,4 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, οι κλάδοι των τροφίμων, βασικών μετάλλων και φαρμάκων κατέχουν τα υψηλότερα μερίδια αγγίζοντας το 50% των συνολικών εξαγωγών της Ελλάδας στη Γερμανία.
Από την άλλη πλευρά, η αξία των εισαγόμενων προϊόντων από τη Γερμανία προς την Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 6,9 δισ. ευρώ το 2021, με αύξηση 18,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και στα 8,0 δισ. ευρώ το 2022. Τα χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα είναι στις πρώτες θέσεις των εισαγωγών από τη Γερμανία ενώ υπήρξε αύξηση μεριδίων στα οχήματα, στα τρόφιμα και στα μηχανήματα το 2022. Έτσι το εμπορικό έλλειμμα αγαθών στο διμερές εμπόριο Ελλάδας – Γερμανίας ενισχύθηκε στα 4,1 δισ. ευρώ το 2021 και στα 4,9 δισ. ευρώ το 2022.
«Παρά τη συστηματική αύξηση στις εξαγωγές προϊόντων προς τη Γερμανία το εμπορικό ισοζύγιο είναι βαριά ελλειμματικό. Αυτό οφείλεται στο ό,τι η Γερμανία εξάγει πολλά προϊόντα την Ελλάδα και υπήρξε και μια αύξηση της κατανάλωσης μετά την περίοδο της πανδημίας. Από την άλλη πλευρά, στο κύριο εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας, τον τουρισμό, τα έσοδα από τη Γερμανία έφτασαν στο προηγούμενο μέγιστο», λέει μιλώντας στη Deutsche Welle o Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Νίκος Βέττας. Σύμφωνα με τα πορίσματα της μελέτης του ΙΟΒΕ, στις ταξιδιωτικές εισπράξεις της ελληνικής οικονομίας, η Γερμανία κατέχει το υψηλότερο μερίδιο και το 2021 με 22,1%. H μέση δαπάνη ανά ταξίδι από Γερμανούς επισκέπτες είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο του συνόλου των ταξιδιωτών της χώρας διαχρονικά, φτάνοντας τα 772 ευρώ ανά ταξίδι, έναντι 689 ευρώ στο μέσο όρο. Κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2022, οι τουριστικές εισπράξεις από τη Γερμανία ανήλθαν στο 17,6% του συνόλου των εισπράξεων, έναντι 15,9% στο αντίστοιχο διάστημα του 2019, φτάνοντας τα 3,3 δισεκ. ευρώ.
Ζητούμενο η ανθεκτικότητα
«Η επίδραση του γερμανικού επιχειρείν στην Ελλάδα έχει υψηλούς πολλαπλασιαστές. Οι γερμανικές επενδύσεις είναι περισσότερο κοντά στην αιχμή του κλάδου τους και πιο μεσομακροπρόθεσμες. Γι’αυτό και δε μειώθηκαν πολύ στην πανδημία. Η εισαγωγή νέας τεχνολογίας και σύγχρονων μεθόδων διοίκησης και διασύνδεσης είναι κάτι πολύ χρήσιμο», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Βέττας.
Η συνέχιση των πληθωριστικών τάσεων σε συνδυασμό με την άνοδο του ενεργειακού κόστους και τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία προκαλούν προβληματισμό στον επιχειρηματικό κόσμο. «Δε θα βαδίσουμε ένα λιβάδι με μαργαρίτες. Οι εξαγωγές θα γίνουν πιο δύσκολες και οι επενδύσεις θα πιεστούν λόγω της συνεχιζόμενης ανόδου των επιτοκίων και της αβεβαιότητας. Η πίεση αυτή αναδεικνύει και κάποιες προβληματικές περιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα», επισημαίνει o Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, χωρίς να χάνει την αισιοδοξία του. «Η ελληνική οικονομία μπορεί να κολυμπήσει κόντρα στο κύμα και έχει πατήματα να φύγει προς τα μπρος εστιάζοντας σε στοχευμένα προϊόντα, στη δημοσιονομική σταθερότητα και τις μεταρρυθμίσεις. Σε μία τέτοια συγκυρία οι οικονομικές σχέσεις με βάθος όπως αυτή με τη Γερμανία βοηθούν πολύ», λέει ο κ. Βέττας.