Του Γιώργου Λακόπουλου
Γιατί κανείς από τη ΝΔ δεν ζητάει μια συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της, για να ξεκαθαρίσει η πολιτική του κόμματος στα ελληνοτουρκικά;
Συμπλήρωσε τριάντα χρόνια η κομπανία των πολιτικών που ισχυρίζονται ότι «πρέπει να τα βρούμε με την Τουρκία». Ξεκίνησε από την οικογένεια Μητσοτάκη, μετά η σκυτάλη πέρασε στον άξονα Σημίτη – Γ. Παπανδρέου και επέστρεψε στην ίδια οικογένεια.
Σε κάθε φάση μετείχαν και κάποιοι από το παλιό ΚΚΕ εσωτερικού, με τις μεταμορφώσεις του που φτάνουν ως τα σημερινή τμήματα του κατακερματισμένου ΣΥΡΙΖΑ. Με ορισμένους να διατυπώνουν απόψεις που αγγίζουν τον γραικυλισμό.
Πίσω από αυτήν την επιδίωξη δεν βρίσκεται η Τουρκία, όπως μπορεί να σκεφθεί κάποιος. Πρωτίστως βρίσκονται οι πετρελαϊκές εταιρίες που βιάζονται να «βάλλουν τρυπάνια» στο Αιγαίο, για οριστική γνωμάτευση του εύρους και τους είδους των κοιτασμάτων του, αλλά δεν θα το κάνουν όσο δεν διασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρξει ελληνοτουρκικοκυπριακή ένταση.
Η Τουρκία την αξιοποιεί, με τη συνδρομή Ευρωπαίων και Αμερικανών, γιατί ταυτίζεται με την πολιτική του «στρατηγικού βάθους», που έχει διατυπώσει σε βιβλίο του ο πρώην υπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου και εξελίσσεται στην πράξη με τον, επίσημα διακηρυγμένο, στόχο της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Το ερώτημα είναι: τι ακριβώς να «βρούμε», όταν δεν έχουμε τίποτε να μοιράσουμε τους ανατολικούς γείτονες; Οι δύο χώρες έχουν σύνορα επακριβώς καθορισμένα, από διεθνείς Συνθήκες, πολυμερείς μάλιστα. Και οι σχέσεις τους τελούν υπό το καθεστώς του διεθνούς Δικαίου.
Μένει απλώς να οριοθετήσουν μεταξύ τους την εκατέρωθεν υφαλοκρηπίδα και συνακόλουθα τις ΑΟΖ τους. Αν έχουν αποκλίνουσες προσεγγίσεις, υπάρχουν δικαστές στη Χάγη να το λύσουν. Αν υποκινούνται και άλλα ζητήματα είναι γιατί κάποια από τις δύο έχει βλέψεις επί της άλλης. Και αυτή δεν είναι η Ελλάδα.
Η Τουρκία θέλει να βάλει στην κρίση του Δικαστηρίου και άλλα θέματα, που έχουν διευθετηθεί ήδη και άρα να οδηγήσει σε αναθεώρηση τις Συνθήκες που τα διευθέτησαν και αυτό προωθεί σε κάθε διαπραγμάτευση με τις ελληνικές κυβερνήσεις: την άμυνα των ελληνικών νησιών, τις εναέριες και θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και τη συνεκμετάλλευση των πόρων του, τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, την αναγνώριση του ψευδοκράτους στην Κύπρο, έναν κύκλο ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και τελικά ζητήματα κυριαρχίας, επισήμως σε μικρά νησιά και ανεπίσημα σε μεγαλύτερα.
Ποιος λογικός άνθρωπος θα τα συζητούσε. Και ποια ελληνική κυβέρνηση θα έβαζε την υπογραφή της;
Για να δικαιολογήσουν την υποχωρητικότητα που προπαγανδίζουν οι εκπρόσωποι του «να τα βρούμε», πετάνε μπαρούφες – όχι και τόσο από αφέλεια. Πχ: «Το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη», «Έχει και η Τουρκία δικαιώματα», «Να έχουμε σχέσεις καλής γειτονίας». Ατυχώς για τη χώρα, τη λογική τους έχει υιοθετήσει και ο σημερινός Πρωθυπουργός, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε Σημίτης – παρά τα Ίμια.
Ο πρώην Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής απάντησε σε όλους αυτούς από την Κάρπαθο – και μάλλον δεν αποτελεί σύμπτωση ότι είναι η πατρίδα του υπουργού Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη. Με την πληρέστερη ανάπτυξη του θέματος που έγινε τα τελευταία χρόνια, κονιορτοποίησε – μαζί με την κυβερνητική πολιτική – και αυτούς που περιέγραψε ως «κάποιους που προσπαθούν να βρίσκουν κάποιο δίκιο στην Τουρκία εκεί που δεν υπάρχει, προκειμένου να φανούν δίκαιες και λογικές οι παραχωρήσεις» – της Ελλάδας. Οι απαντήσεις του, ήταν ευκρινείς και τεκμηριωμένες:
-Η Ελλάδα σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί, με πρόσχημα την καλή θέληση και την ανάγκη ειρήνης και συνεργασίας, να κάνει εκπτώσεις που θα διευκολύνουν την Τουρκία στην υλοποίηση της «Γαλάζιας Πατρίδας»…
-Δικαιώματα της Τουρκίας είναι όσα απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και από τις Διεθνείς Συνθήκες και όχι αυτά που ονειρεύεται η ίδια. Εάν τα επετύγχανε η Ελλάδα θα υποβιβαζόταν σε χώρα υποτελή και εξαρτώμενη από αυτήν…
-Ουδείς Έλληνας δεν διανοείται ότι, προκειμένου να ικανοποιηθεί η Τουρκία και να οδηγηθεί σε διαπραγμάτευση, θα κάναμε από μόνοι μας εκπτώσεις στην αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων μας. Η συμφωνία δεν είναι αυτοσκοπός.
-Δεν διασφαλίζεται η ειρήνη και η σταθερότητα με υποχωρήσεις, αλλά αντιθέτως ενθαρρύνεται η επιθετικότητα και η βουλιμία της άλλης πλευράς.
-Η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια είναι μονομερές και αναφαίρετο δικαίωμά μας, κατοχυρωμένο από το Διεθνές Δίκαιο και δεν υπόκειται σε διαπραγμάτευση με την Τουρκία. Οποιαδήποτε διευθέτηση θα πρέπει να διασφαλίζει αυτό το δικαίωμα.
-Αν η Τουρκία αποκτήσει υφαλοκρηπίδα δυτικά των νησιών, τότε τα νησιά μας σταδιακά θα περιέλθουν στον έλεγχό της και θα διασπαστεί η ενότητα και η συνεκτικότητα της Ελληνικής επικράτειας.
-Κανένα κράτος που σέβεται στοιχειωδώς τον εαυτό του δεν διανοείται να θέσει υπό δικαστική κρίση την εθνική του κυριαρχία και την εδαφική του ακεραιότητα.
-Τέλος, αυτό που δεν διανοείται καν η σημερινή κυβέρνηση: η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει το μέγιστο της οριοθέτησης που της επιτρέπει το Διεθνές Δίκαιο, γιατί σε μια διαπραγμάτευση ο στόχος είναι να μεγιστοποιήσεις τα κέρδη σου.
Από την κυβέρνηση δεν πρόκειται να υπάρξει αντίλογος. Ούτε από τον Πρωθυπουργό που γνωρίζει τα θέματα, όπως τα γνωρίζει και η αδελφή του – και ως υπουργός του Καραμανλή δεν έλεγε όσα λέει σήμερα -, ούτε από τον άβουλο υπουργό Εξωτερικών.
Υπάρχει όμως ένα πολιτικό ερώτημα: γιατί κανείς από τη ΝΔ δεν ζητάει μια σχετική συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της, για να ξεκαθαρίσει η πολιτική του κόμματος στα ελληνοτουρκικά; Για να μη διαχειρίζεται η εξωκοινοβουλευτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών και ο Πρωθυπουργός να μην τα αντιμετωπίζει ως ΙΧ υπόθεση.
Χωρίς λαϊκή εντολή για διαπραγμάτευση «συμφωνία» με υποχωρήσεις. Όπως έκανε και Γ. Παπανδρέου στην οικονομία και είδαμε τα αποτελέσματα.