Ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Μπιστόριους (SPD) είναι φανερά ανήσυχος. Δεν του αρέσει καθόλου το γεγονός ότι στη γερμανική τηλεόραση θα γίνονται συζητήσεις περί ευρωπαϊκών πυρηνικών όπλων. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μιλάμε για μία πυρηνική προστατευτική ομπρέλα», δηλώνει ο υπουργός.
Προ ολίγων ημερών ο Ντόναλντ Τραμπ απείλησε πως σε περίπτωση που κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών και ακολούθως τις προεδρικές εκλογές, δεν θα υποστηρίζει στρατιωτικά τα κράτη του ΝΑΤΟ που δεν θα επενδύουν αρκετά χρήματα στην άμυνά τους. Αντιθέτως, όπως δήλωσε, «θα ενθάρρυνα τη Ρωσία να κάνει ό,τι στον διάολο θέλει».
Με αυτόν τον τρόπο ο Τραμπ υποσκάπτει τη δέσμευση των μελών της Συμμαχίας που θεσπίζεται με το άρθρο 5 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με αυτό, όταν ένας εκ των Συμμάχων δέχεται επίθεση, αυτή θεωρείται de facto επίθεση ενάντια σε ολόκληρη τη Συμμαχία. Τότε τα υπόλοιπα μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα άμυνας «συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ένοπλης βίας», όπως αναφέρεται στη συνθήκη.
Θα αποκτήσει δικά της πυρηνικά όπλα η ΕΕ;
Εξαιτίας των δηλώσεων του Τραμπ η αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Καταρίνα Μπάρλεϊ (SPD), εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί να βασιστεί στην αμερικανική πυρηνική ομπρέλα. Κατά την Μπάρλεϊ η Ε.Ε. θα πρέπει ήδη να σκέφτεται την ανάπτυξη δικών της πυρηνικών όπλων.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) τάχθηκε από την πλευρά του υπέρ μίας στενότερης συνεργασίας με τις μεγάλες ευρωπαϊκές πυρηνικές δυνάμεις, δηλαδή με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Οι δύο αυτές χώρες είναι και οι μοναδικές – πέραν των Η.Π.Α. – χώρες του ΝΑΤΟ που διαθέτουν πυρηνικά όπλα.
Θα γίνει η Ε.Ε. μία πυρηνική δύναμη; Ένα τέτοιο σενάριο μοιάζει εντελώς απίθανο σύμφωνα με τον Καρλ-Χάιντς Καμπ από το Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. Όπως εξηγεί στην DW, «η Ε.Ε. δεν έχει γίνει ποτέ έως τώρα μία στρατιωτική υπερδύναμη. Δεν έχουμε κοινές ένοπλες δυνάμεις, ούτε και κοινή κυβέρνηση. Όλα αυτά ωστόσο αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για να γίνει η Ευρώπη μία πυρηνική δύναμη. Θα έπρεπε να είχαμε έναν πρόεδρο, έναν επικεφαλής, ο οποίος και θα λάμβανε τις αποφάσεις για τα πυρηνικά αυτά όπλα. Όσο δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, οι σκέψεις αυτές απέχουν πάρα πολύ από την πραγματικότητα».
Η συζήτηση γύρω από το ενδεχόμενο ανάπτυξης ευρωπαϊκών πυρηνικών όπλων είναι μία «πολύ γερμανική συζήτηση, η οποία δεν διεξάγεται σε καμία άλλη χώρα», προσθέτει ο Καμπ. Ούτε και στην Ανατολική Ευρώπη, όπου η απειλή του Πούτιν και της Ρωσίας μοιάζει μεγαλύτερη – και συνεπώς αυξημένος είναι και ο κίνδυνος ενός πυρηνικού πολέμου. Ο Καμπ εκτιμά πως «τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης δεν επιθυμούν τη διαμόρφωση μίας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Τα κράτη αυτά λένε: Πού θα ήμασταν χωρίς τη βοήθεια των Αμερικανών στον πόλεμο της Ουκρανίας με τη Ρωσία;».
Πάντως ο Μαξιμίλιαν Τέρχαλε, καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Ασφαλείας του Πανεπιστημίου του Κιέλου, τονίζει στο Tagesspiegel πως «σε περίπτωση που ο Τραμπ επανεκλεγεί πρόεδρος και η Ευρώπη είναι ακόμη απροετοίμαστη, θα είναι και ευάλωτη σε εκβιασμούς λόγω της έλλειψης αξιόπιστων αποτρεπτικών μηχανισμών. Γι’ αυτό και η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί καταλλήλως, ώστε να αναπτύξει μία ισχυρή άμυνα – και με πυρηνικά όπλα».
Ένα γερμανικό πυρηνικό οπλοστάσιο;
Η κατάσταση στη Γερμανία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σύγχρονη ιστορία. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο πρώτος καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, Κόνραντ Αντενάουερ (CDU), είχε δηλώσει ήδη το 1954 πως η Γερμανία δεν θα αποκτήσει δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο.
«Μία χώρα που μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αντιμετωπιζόταν πάντοτε ως εγγενώς επιθετική και είχε ξεκινήσει δύο Παγκοσμίους Πολέμους, δεν θεωρούνταν μία χώρα στην οποία θα μπορούσε να εμπιστευθεί κανείς πυρηνικά όπλα», επισημαίνει ο Καμπ. Γι’ αυτό και στη Γερμανία δεν συζητήθηκε ποτέ το ενδεχόμενο να έχει η χώρα το δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο. «Ακόμη και αυτοί που κάνουν τώρα λόγο για άμυνα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν μιλούν για γερμανική πυρηνικά όπλα, διότι η Γερμανία είναι μέλος της Συνθήκης περί μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων και δεσμεύεται με διάφορους τρόπους βάσει διεθνούς δικαίου ως προς τη μη ανάπτυξη όπλων μαζικής καταστροφής – συμπεριλαμβανομένων και των πυρηνικών όπλων».
Μετά την πτώση του Τείχους το 1989, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την Επανένωση, η θέση της Γερμανίας εδραιώθηκε εκ νέου στη «Συνθήκη 2+4»: Όχι στα πυρηνικά όπλα! Οι τέσσερις νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποφάσισαν πως η Γερμανία επανενώνεται, αλλά δεν θα έχει πυρηνικό οπλοστάσιο. Όπως τονίζει στην DW ο Καμπ, αυτό συνέβη επειδή «μία γερμανική πυρηνική υπερδύναμη θα προκαλούσε τρόμο λόγω των ιστορικών γεγονότων».
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι Η.Π.Α. είχαν εξοπλίσει μεγάλο μέρος της Δυτικής Ευρώπης με πυρηνικά όπλα, προκειμένου να αποτρέψουν μία σοβιετική επίθεση. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης πολλές από αυτές τις πυρηνικές βόμβες αποσύρθηκαν. Ωστόσο εκτιμάται πως περίπου 180 πυρηνικά όπλα βρίσκονται ακόμη στην Ευρώπη: στην Ιταλία, την Τουρκία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Έτσι, βάσει του μοντέλου του πυρηνικού διαμοιρασμού η Γερμανία μπορεί να μοιράζεται τις πυρηνικές βόμβες με τις Η.Π.Α. Σύμφωνα με τους ειδικούς υπάρχουν 20 πυρηνικά όπλα στο Μπίχελ της δυτικής Γερμανίας. «Όμως η διαχείρισή τους υπάγεται αποκλειστικά στον Αμερικανό πρόεδρο», εξηγεί ο Καμπ.
Αναφορικά με τις τελευταίες δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ, ο Καρλ-Χάιντς Καμπ σχολιάζει στην DW εν τέλει πως «ο Τραμπ μπορεί ενδεχομένως να βλάψει σημαντικά το ΝΑΤΟ, ωστόσο δεν μπορεί να καταστρέψει εντελώς τη Συμμαχία. Στο διάστημα μίας θητείας είναι αδύνατον να καταστρέψει κάποιος τις υπερατλαντικές σχέσεις που έχουν χτιστεί σε βάθος δεκαετιών».