Πώς τα ΜΜΕ του Μητσοτάκη δολοφονούν την Εκπαίδευση – Αμόρφωτοι με μικρόφωνα: Οι εκτελεστές της δημόσιας Παιδείας

Μια συστηματική επιχείρηση απαξίωσης, με στόχο τη διάλυση του Δημόσιου Σχολείου, την εξόντωση των εκπαιδευτικών και τη νομιμοποίηση της άρσης της μονιμότητας – με εκτελεστές τα μικρόφωνα των καναλιών

Periodista

Η περίοδος διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη (2019-2025) συνοδεύτηκε από την επικοινωνιακή εκστρατεία υπέρ των κυβερνητικών επιλογών, στην οποία τα φιλοκυβερνητικά μέσα μαζικής ενημέρωσης διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο. Ένα βασικό πεδίο αυτής της εκστρατείας υπήρξε η στοχοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων – ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών – και του φοιτητικού κινήματος, με σκοπό την προώθηση του κυβερνητικού αφηγήματος υπέρ της άρσης της μονιμότητας στο Δημόσιο. Στο παρόν άρθρο, διερευνούμε πώς τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ υποστήριξαν το αφήγημα κατά των δημοσίων υπαλλήλων, μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα ρεπορτάζ και δηλώσεων, αναλύουμε τη ρητορική και τις τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν, σκιαγραφούμε το προφίλ ορισμένων από τους δημοσιογράφους που πρωτοστάτησαν σε αυτή την προπαγάνδα, και εξετάζουμε τη σύνδεση του μιντιακού λόγου με τις κυβερνητικές εξαγγελίες για την αναθεώρηση της μονιμότητας.

Στοχοποίηση δημοσίων υπαλλήλων από φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ

Ήδη από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησης ΝΔ το 2019, μέρος του φιλικού προς την κυβέρνηση Τύπου έθεσε το Δημόσιο στο στόχαστρο, παρουσιάζοντας τους δημοσίους υπαλλήλους συλλήβδην ως εμπόδιο στον “εκσυγχρονισμό” της χώρας. Η κριτική αυτή πήρε συχνά τη μορφή γενικευμένων απαξιωτικών χαρακτηρισμών και κοινωνικού αυτοματισμού – δηλαδή υποδαύλισης αντιπαλότητας ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες. Για παράδειγμα, προβεβλημένοι αρθρογράφοι και σχολιαστές υπενθύμιζαν διαρκώς ότι στον ιδιωτικό τομέα οι εργαζόμενοι απολύονται εύκολα, ενώ οι “βολεμένοι” δημόσιοι υπάλληλοι υποτίθεται πως απολαμβάνουν αδικαιολόγητη μονιμότητα. Συχνά οι δημόσιοι λειτουργοί παρουσιάζονταν συλλογικά ως “αντιπαραγωγικοί” ή “υπεράριθμοι”, καλλιεργώντας μια εικόνα ότι το Δημόσιο είναι εξ ορισμού αναποτελεσματικό και χρειάζεται “κάθαρση”. Χαρακτηριστικό είναι πως τέτοιοι ισχυρισμοί συνοδεύονταν σπάνια από συγκεκριμένα στοιχεία, αλλά λειτουργούσαν περισσότερο ως μοχλός πίεσης της κοινής γνώμης υπέρ σκληρών μεταρρυθμίσεων.

σχολεία κορωνοϊός

Παραδείγματα στοχοποίησης δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους: η ομοβροντία δημοσιευμάτων για “τεμπέληδες” και “ανίκανους” υπαλλήλους έγινε κοινός τόπος. Σε άρθρο γνώμης στο Βήμα ήδη από προηγούμενα χρόνια (επί κυβέρνησης Σαμαρά), ο δημοσιογράφος Γιάννης Πρετεντέρης είχε υιοθετήσει το αφήγημα ότι το ελληνικό σχολείο “ειδικεύεται στο να παράγει αγανακτισμένους και απογοητευμένους” νέους, ρίχνοντας ευθύνες στους εκπαιδευτικούς. Τα ίδια “ρεφρέν” επανεμφανίστηκαν και επί Μητσοτάκη, μερίδα του Τύπου να μιλά ξανά για «τεμπέληδες καθηγητές που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους» και «μαθητές που είναι όλο συνθήματα και καταλήψεις». Τέτοιου είδους γενικευτικές κατηγορίες – χωρίς αποδείξεις – δυσφημούν συλλήβδην ολόκληρες επαγγελματικές ομάδες, στρώνοντας το έδαφος για τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες.

Στοχοποίηση εκπαιδευτικών και φοιτητικού κινήματος

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στους εκπαιδευτικούς και στους φοιτητές, ομάδες που βρέθηκαν στο επίκεντρο των κυβερνητικών αλλαγών (αξιολόγηση σχολείων, πανεπιστημιακή αστυνομία, κατάργηση πανεπιστημιακού ασύλου κ.ά.). Τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ συχνά υιοθέτησαν πολεμική ρητορική εναντίον τους, παρουσιάζοντάς τους περίπου ως “εχθρούς” της μεταρρύθμισης. Όταν το καλοκαίρι του 2019 η νέα κυβέρνηση κατάργησε άμεσα το πανεπιστημιακό άσυλο, τηλεοπτικά ρεπορτάζ και άρθρα ευθυγραμμισμένα με το δόγμα “νόμος και τάξη” έδειχναν τα πανεπιστήμια ως άντρα ανομίας. Με αφορμή μεμονωμένα περιστατικά βίας, επιστρατεύτηκε μια καταστροφολογική ρητορική: φοιτητές χαρακτηρίστηκαν υποτιμητικά ως «θρασίμια» και «ανάγωγοι ταραχοποιοί», ενώ γενικά το δημόσιο πανεπιστήμιο συκοφαντήθηκε ως χαώδης χώρος εγκληματικότητας. Αυτή η συκοφάντηση και δαιμονοποίηση κατασκεύασε μια εικόνα του ασύλου ως προβλήματος συνδεδεμένου με βαριά εγκληματικότητα, δικαιολογώντας έτσι την κατάργησή του. Όπως παρατηρούσαν αναλυτές, στα ΜΜΕ – ιδιαίτερα σε όσα είχαν αναλάβει εργολαβικά την προώθηση της “σκληρής γραμμής” – εμφανίστηκαν σωρεία ρεπορτάζ για “τα επικίνδυνα πανεπιστήμια”, εδραιώνοντας στο κοινό την πεποίθηση ότι η τάξη είχε διαρραγεί και μόνο δραστικά μέτρα (αστυνομία στα ΑΕΙ, πειθαρχικά, διαγραφές “αιώνιων” φοιτητών) θα έφερναν λύση.

πανεπιστήμιο

Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έγιναν στόχος μιας συστηματικής υποβάθμισης. Οι συνδικαλιστικές αντιδράσεις των δασκάλων και καθηγητών σε μέτρα όπως η ατομική αξιολόγηση παρουσιάζονταν από φιλοκυβερνητικούς δημοσιογράφους περίπου ως σκοταδιστική άρνηση για κάθε αλλαγή. Ενδεικτικό είναι το πώς σχολιάστηκε από τον δημοσιογράφο Άρη Πορτοσάλτε (ΣΚΑΪ) η απεργιακή αποχή που κήρυξαν οι εκπαιδευτικοί στις δοκιμαστικές εξετάσεις τύπου PISA: την χαρακτήρισε ως «απόλυτο σκότος», υπονοώντας ότι οι δάσκαλοι ενδιαφέρονται μόνο να “μπλοκάρουν την αξιολόγηση” και να διαιωνίζουν τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος. Ο ίδιος σχολιαστής, μάλιστα, συνέδεσε τα χαμηλά επιτεύγματα των μαθητών στην κατανόηση κειμένου με την αντίσταση των εκπαιδευτικών, ισχυριζόμενος ότι έτσι “οποιοσδήποτε τσαρλατάνος πολιτικός μπορεί να τους σερβίρει παραμύθια και να μην καταλαβαίνουν” – μια ρητορική που ουσιαστικά ενοχοποιεί τους εκπαιδευτικούς για κάθε μορφή πολιτικής ή κοινωνικής παθογένειας.

Ρητορικές τακτικές και προπαγάνδα στα ΜΜΕ

Τα μέσα που στήριξαν την κυβερνητική γραμμή αξιοποίησαν ένα ευρύ οπλοστάσιο προπαγανδιστικών τακτικών: από την κινδυνολογία και την ηθική απαξίωση, έως τις γενικεύσεις και τη στοχευμένη δυσφήμιση προσώπων (character assassination).

  • Κινδυνολογία και καταστροφολογία: Όπως φάνηκε στην περίπτωση του πανεπιστημιακού ασύλου, μεμονωμένα γεγονότα μεγαλοποιήθηκαν ώστε να παρουσιαστεί μια εικόνα επερχόμενου χάους. Η ρητορική “νόμος και τάξη” συνοδεύτηκε από συνεχή προβολή σκηνών έντασης, δημιουργώντας κλίμα φόβου. Παράλληλα, οποιαδήποτε αντίσταση εκπαιδευτικών σε νέες πολιτικές βαφτίστηκε συλλήβδην ως «συντεχνιακή» και επιζήμια για την κοινωνία, καλλιεργώντας την αντίληψη ότι αν δεν “σπάσει” η μονιμότητα, θα καταρρεύσει η Παιδεία και το κράτος.
  • Συλλήβδην δυσφήμιση και γενικεύσεις: Πολλοί φιλοκυβερνητικοί σχολιαστές δεν δίστασαν να βάλουν όλους τους δημόσιους λειτουργούς στο ίδιο τσουβάλι, αγνοώντας τις αποχρώσεις. Επαναλήφθηκε συχνά το στερεότυπο ότι «αν ένας μαθητής δεν μαθαίνει γράμματα ή αν χρειάζεται φροντιστήριο, φταίει ο δάσκαλος». Όπως περιγράφεται σε ένα καυστικό άρθρο εκπαιδευτικών, έχει εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι «για όλα φταίει ο εκπαιδευτικός, ο οποίος είναι “αναποτελεσματικός ή άπειρος ή τεμπέλης ή ανίκανος”, όσο ακριβώς κι ένας υδραυλικός που δεν μπορεί να φτιάξει μια βρύση ή ένας γιατρός που δεν μπορεί να θεραπεύσει μια γρίπη». Αυτή η γενίκευση ουσιαστικά μηδενίζει το έργο χιλιάδων ικανών λειτουργών, δημιουργώντας ένα βολικό εξιλαστήριο θύμα.
  • Στοχοποίηση προσώπων – δολοφονία χαρακτήρων: Όταν μεμονωμένοι πανεπιστημιακοί ή συνδικαλιστές ύψωσαν φωνή αντίστασης, βρέθηκαν αντιμέτωποι με προσωπικές επιθέσεις από μερίδα του Τύπου. Πανεπιστημιακοί πρυτάνεις που αντιτάχθηκαν στις κυβερνητικές αλλαγές δυσφημίστηκαν ως “υποκριτές” ή “οπισθοδρομικοί”. Ο πρώην πρύτανης Γιάννης Μυλόπουλος περιγράφει πως, την εποχή που η πανεπιστημιακή κοινότητα αντιδρούσε ομόφωνα στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, φιλοκυβερνητικά μέσα επιδόθηκαν στο “ευγενές άθλημα” της δολοφονίας χαρακτήρων εναντίον των πρυτάνεων που εκπροσωπούσαν τα πανεπιστήμια τους στην αντιπαράθεση. Σημειώνει μάλιστα ότι συγκεκριμένος δημοσιογράφος (Άρης Πορτοσάλτε) τον κατηγόρησε δημόσια και προσωπικά, χωρίς να του δοθεί βήμα για ανταπάντηση, αναπαράγοντας αστήρικτες και συκοφαντικές κατηγορίες που αργότερα διαψεύστηκαν. Πρόκειται για κλασική τακτική απαξίωσης του αγγελιοφόρου ώστε να αποδυναμωθεί το μήνυμα της αντίθεσης.
  • “Κοινωνικοί αυτοματισμοί”: Όπως αναφέρθηκε, μια μόνιμη στρατηγική είναι η προσπάθεια επίρριψης ευθυνών στους δημοσίους υπαλλήλους για τα προβλήματα των πολιτών, ώστε οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες (ιδιωτικοί υπάλληλοι, γονείς μαθητών κ.λπ.) να στραφούν εναντίον τους. Στην εκπαίδευση, αυτό χρησιμοποιήθηκε μεθοδικά: όσοι προωθούσαν την αξιολόγηση (συχνά μέσω των ΜΜΕ) “το έκαναν για να νομιμοποιήσουν μετακινήσεις και απολύσεις εκπαιδευτικών, δημιουργώντας κοινωνικούς αυτοματισμούς στους γονείς”. Η κυβέρνηση Σαμαρά το 2013 είχε άλλωστε υιοθετήσει το σλόγκαν «αξιολόγηση για να φύγουν οι περιττοί, οι ανίκανοι και οι αργόμισθοι» – επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε για απολύσεις (και το “μαύρο” στην ΕΡΤ). Αυτή η ρητορική αναβίωσε επί Μητσοτάκη, πάντα με την πρόθυμη συμβολή συγκεκριμένων ΜΜΕ που αναδείκνυαν το “δίκαιο” της σύγκρουσης: γιατί να απολαμβάνει μονιμότητα ένας “κακός” εκπαιδευτικός τη στιγμή που ένας γονιός πληρώνει ακριβά φροντιστήρια; Τέτοια ερωτήματα-παγίδες, που συχνά διατυπώθηκαν από τηλεοπτικούς παρουσιαστές ως “φωνή της λογικής”, στοχεύουν στον διχασμό της κοινωνίας και στην αποδοχή σκληρών μέτρων ως αναγκαίων.

Δημοσιογράφοι του προπαγανδιστικού αφηγήματος και τα προσόντα τους

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της ιστορίας είναι το προφίλ ορισμένων δημοσιογράφων που πρωτοστάτησαν στο αντι-δημοσιοϋπαλληλικό αφήγημα. Πρόκειται συχνά για πρόσωπα με μεγάλη απήχηση, τα οποία όμως δεν διαθέτουν πάντοτε το επιστημονικό υπόβαθρο για να υποστηρίξουν με τεκμήρια τις απόψεις τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Άρης Πορτοσάλτε, επί χρόνια κεντρικός σχολιαστής του ΣΚΑΪ, γνωστός για την αναμετάδοση της κυβερνητικής γραμμής. Ο Πορτοσάλτε έχει επανειλημμένα επιτεθεί φραστικά στους εκπαιδευτικούς και τους δημοσίους υπαλλήλους από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, παρά το γεγονός ότι – όπως ευρέως αναφέρεται – ο ίδιος δεν διαθέτει κανένα πανεπιστημιακό πτυχίο. Η ειρωνεία του να κόπτεται για την αξιολόγηση και την “αριστεία” ένας δημοσιογράφος χωρίς ακαδημαϊκή κατάρτιση δεν πέρασε απαρατήρητη από τους επικριτές του. Σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχολιάστηκε δηκτικά: «Ο “αξιολογημένος” δημοσιογράφος που δεν έχει πτυχίο – ούτε της δημοσιογραφίας, ούτε κανένα». Παρόμοια περίπτωση είναι και η παρουσιάστρια Μ. Κατσίμη, η οποία το 2016 (σε εκπομπή της ΕΡΤ) υιοθέτησε ξαφνικά ρητορική “αυστηρού γονέα”, ζητώντας από τον τότε υπουργό Παιδείας να απολύσει τους ανεπαρκείς εκπαιδευτικούς – «λες και ήταν ένας ακόμα Γιάννης Πρετεντέρης», όπως σχολίασε δηκτικά εκπαιδευτικό έντυπο. Το γεγονός ότι δημοσιογράφοι χωρίς ιδιαίτερη γνώση του αντικειμένου εμφανίζονται ως τιμητές των εκπαιδευτικών και των πανεπιστημιακών, ενισχύει την αίσθηση μιας κατευθυνόμενης προπαγάνδας: οι θέσεις τους δεν πηγάζουν από εμπεριστατωμένη ανάλυση, αλλά από κομματική γραμμή και προσωπικές ιδεοληψίες.

Μητσοτάκης και Πορτοσάλτε
Μητσοτάκης και Πορτοσάλτε

Φυσικά, η έλλειψη ακαδημαϊκής κατάρτισης δεν αναιρεί αυτομάτως την αξία ενός δημοσιογράφου. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρατηρείται ότι όσοι επιδίδονται με ιδιαίτερο ζήλο στην απαξίωση των πανεπιστημιακών και των δασκάλων, συχνά στερούνται οι ίδιοι πανεπιστημιακού μορφωτικού υπόβαθρου. Αυτό αναδεικνύει μια διάσταση υποκρισίας: προβάλλεται η “αριστεία” ως ύψιστη αξία, αλλά οι φορείς του μηνύματος δεν είναι απαραίτητα οι ίδιοι φορείς αυτής της αριστείας. Αντίθετα, η αξιοπιστία τους βασίζεται κυρίως στην προβολή που τους προσφέρουν ισχυρά μιντιακά δίκτυα. Επιπλέον, αρκετοί εξ αυτών των δημοσιογράφων έχουν ανοιχτές διασυνδέσεις με την πολιτική εξουσία ή ακόμη και κομματική στράτευση, γεγονός που εγείρει ζητήματα δεοντολογίας. Το αποτέλεσμα είναι ένα μίγμα “ενημέρωσης” και προπαγάνδας, όπου η δεύτερη κυριαρχεί της πρώτης.

Σύνδεση ρητορικής ΜΜΕ με την κυβερνητική πολιτική για τη μονιμότητα

Η μιντιακή εκστρατεία δυσφήμισης των δημοσίων υπαλλήλων δεν λειτούργησε στο κενό – ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις κυβερνητικές επιδιώξεις για το Δημόσιο. Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης είχε θέσει εξαρχής ως στόχο την αλλαγή του συνταγματικά κατοχυρωμένου καθεστώτος μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Σε δημόσιες δηλώσεις του, τόνισε ότι η ΝΔ θα εισηγηθεί την αναθεώρηση του σχετικού άρθρου, ώστε “να κατοχυρωθεί θεσμικά η αξιολόγηση – αφενός για να επιβραβεύουμε τους συνεπείς, αφετέρου, αν υπάρχουν υπάλληλοι που συστηματικά δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές, να μπορούν να απομακρύνονται”. Η διατύπωση αυτή – αν και μετρημένη – ουσιαστικά περιγράφει την κατάργηση της μονιμότητας για όσους κριθούν ανεπαρκείς, κάτι που μέχρι τώρα το Σύνταγμα δεν επιτρέπει εύκολα.

Τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ ανέλαβαν να στρώσουν το έδαφος για αυτή την αλλαγή, πείθοντας την κοινή γνώμη ότι πράγματι “υπάρχουν πολλοί ανεπαρκείς υπάλληλοι” που “λιμνάζουν” στο Δημόσιο. Πριν ακόμη συγκεκριμενοποιηθεί η μεταρρύθμιση, τηλεοπτικοί σταθμοί και εφημερίδες πρόβαλαν ρεπορτάζ για “φαντάσματα” υπαλλήλους που δεν εργάζονται, για υπηρεσίες με υπεράριθμο προσωπικό, ή για περιπτώσεις διαφθοράς – όλα με έμμεσο μήνυμα ότι η μονιμότητα έχει καταστήσει το Δημόσιο άντρο τεμπέληδων και διεφθαρμένων. Παρότι μεμονωμένα περιστατικά προβληματικών υπαλλήλων υπάρχουν σε κάθε οργανισμό, ο τρόπος παρουσίασης γενίκευσε την ευθύνη σε όλους. Έτσι, εξυπηρετήθηκε επικοινωνιακά η κυβερνητική ατζέντα: όταν ο κ. Μητσοτάκης επανήλθε δημόσια στο θέμα, μεγάλο μέρος του κοινού ήταν ήδη πεπεισμένο ότι “κάτι πρέπει να γίνει” με τους μόνιμους υπαλλήλους. Δεν είναι τυχαίο ότι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες αφιέρωσαν πρωτοσέλιδα στην είδηση, προβάλλοντας το θέμα θετικά: «Άρση μονιμότητας και μπόνους απόδοσης στο Δημόσιο μετά από αξιολόγηση» (Πρώτο Θέμα) κ.ο.κ.. Η διατύπωση αυτή υπογραμμίζει μόνο τη “θετική” πλευρά (επιβράβευση των καλών) ενώ υποβαθμίζει τη δυνητική ανασφάλεια εργασίας για όλους τους υπόλοιπους.

Στο ίδιο πνεύμα, οι δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών αναπαράχθηκαν αφιλτράριστα από τα φιλικά ΜΜΕ. Όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε ότι “η άρση μονιμότητας θα σημάνει επιβράβευση των καλών και κυρώσεις για όσους δεν κάνουν τη δουλειά τους”, τα περισσότερα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια πρόβαλαν τη δήλωση χωρίς κριτική, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι πρόκειται για μια λογική, αυτονόητη μεταρρύθμιση. Αντίστοιχα, οι αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης ή των συνδικάτων είτε απαξιώθηκαν είτε υποβαθμίστηκαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, δημοσιογράφοι έλαβαν ξεκάθαρα θέση υπέρ της κυβέρνησης: «Ήταν λάθος της κυβέρνησης που κάνει πίσω στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών» σχολίαζε ο Άρης Πορτοσάλτε, πιέζοντας ουσιαστικά για πιο σκληρή στάση. Αυτό δείχνει ότι τα σύνορα μεταξύ είδησης, σχολίου και πολιτικής γραμμής θόλωσαν: τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ έγιναν ενεργοί πολλαπλασιαστές της κυβερνητικής προπαγάνδας, αντί για ανεξάρτητοι ελεγκτές της εξουσίας.

Ο λαγός της εξουσίας

Η εικόνα που αναδύεται από τα παραπάνω είναι εκείνη μιας συστηματικής, συντονισμένης προσπάθειας διαμόρφωσης της κοινής γνώμης υπέρ των κυβερνητικών αλλαγών στο Δημόσιο, με μέσα που θυμίζουν εγχειρίδιο προπαγάνδας. Τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ της περιόδου Μητσοτάκη ανέλαβαν τον ρόλο του “λαγού” της εξουσίας: προετοίμαζαν το ακροατήριο με κατάλληλα μηνύματα, δαιμονοποιούσαν όποιους θα μπορούσαν να αντισταθούν (δασκάλους, πανεπιστημιακούς, συνδικαλιστές) και πρόβαλλαν τις κυβερνητικές εξαγγελίες ως τη μόνη λογική λύση. Στη διαδρομή αυτή, η δημοσιογραφική δεοντολογία συχνά παραμερίστηκε. Η στοχοποίηση επαγγελματικών ομάδων – με χαρακτηρισμούς όπως “τεμπέληδες”, “άχρηστοι”, “ταραχοποιοί” – έγινε περίπου κανονικότητα σε ορισμένες εκπομπές και στήλες. Ο κίνδυνος για τη δημοκρατική δημόσια σφαίρα είναι προφανής: όταν τα μέσα ενημέρωσης μετατρέπονται σε μονομερή φερέφωνα της εκτελεστικής εξουσίας, η κριτική συζήτηση ατροφεί και η κοινή γνώμη χειραγωγείται ευκολότερα.

Στην προκειμένη περίπτωση, η πολιτική στόχευση ήταν σαφής. Ο δημόσιος τομέας και ειδικά η Εκπαίδευση βρέθηκαν στο επίκεντρο ενός σχεδίου μεταρρυθμίσεων (ή, κατά τους επικριτές, απορρυθμίσεων). Για να περάσουν χωρίς μεγάλες αντιδράσεις αλλαγές όπως η άρση της μονιμότητας, χρειαζόταν να υπονομευθεί εκ των προτέρων η αξιοπιστία και το κύρος των λειτουργών του χώρου αυτού. Τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ ανέλαβαν αυτή τη δουλειά, άλλοτε φανερά και άλλοτε πιο υπόγεια. Το ύφος τους συχνά προσπαθούσε να πείσει ότι πρόκειται για “αποκαλύψεις” ή “κοινή λογική”, ενώ στην πραγματικότητα αναπαρήγαγαν ένα καλά ενορχηστρωμένο αφήγημα.

Εν τέλει, η περίοδος 2019-2025 στην Ελλάδα κατέδειξε με εύγλωττο τρόπο πώς η πολιτική εξουσία και τα φιλικά προς αυτήν μέσα μπορούν να διαμορφώσουν κλίμα που ευνοεί συγκεκριμένες πολιτικές και φυσικά τα ιδιωτικά συμφέροντα. Η στοχοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων – και ιδιαίτερα του εκπαιδευτικού κόσμου – υπήρξε μια περίπτωση όπου η προπαγάνδα πέτυχε σε μεγάλο βαθμό να δημιουργήσει συναινέσεις ή ανοχές σε αλλαγές που υπό άλλες συνθήκες θα συναντούσαν σφοδρότερες αντιδράσεις.

Διαβάστε οπωσδήποτε

google news svg icon

Ακουλούθησε το Periodista.gr στο Google News για να μαθαίνεις όσα δεν τολμούν ή δεν θέλουν να γράψουν οι άλλοι.

Περισσότερα

Άρθρα
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Πυρηνική βόμβα από κορυφαίο υπουργό του Τσίπρα: «Δεν έπρεπε να ρίξουμε τον Σαμαρά. Δεν έπρεπε να πάρουμε την εξουσία»

Η Πυθία καταγράφειΑναγνώστριες και αναγνώστες μου. Συντρόφισσες και σύντροφοι.Ο...

Κάτω από τα ραντάρ των δημοσκόπων: Τα δύο κόμματα που ετοιμάζονται για την εκλογική έκπληξη

Η Πυθία αποκαλύπτειΑναγνώστριες και αναγνώστες μου. Συντρόφισσες και σύντροφοι.Ενώ...