Του Tony Barber
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ψυχολογικός και πολιτικός όσο και στρατιωτικός στη φύση του, όπως έδειξε ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι όταν προέβλεψε πως «αρπακτικά» στους κυβερνώντες κύκλους της Ρωσίας μια μέρα θα σκοτώσουν τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Αναμφίβολα ο Ουκρανός πρόεδρος δεν θα στεναχωριόταν αν ο Πούτιν είχε μια μοίρα παρόμοια με αυτή του Ιούλιου Καίσαρα, που αποκηρύχθηκε ως δικτάτορας και δολοφονήθηκε την ημέρα των Ειδών του Μαρτίου από μέλη της Ρωμαϊκής Γερουσίας. Ωστόσο, ο Ζελένσκι δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένες αποδείξεις για να υποστηρίξει την πρόβλεψή του, και ο βασικός του σκοπός για τη δήλωση αυτή ήταν κατά τα φαινόμενα να ενισχύσει την πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας σπέρνοντας περισσότερους σπόρους υποψίας στο παρανοϊκό έδαφος της πολιτικής του Κρεμλίνου.
Το ερώτημα του ποιος μπορεί τελικά να αντικαταστήσει τον Πούτιν, και τις πολιτικές που μπορεί να επιδιώξει ένα νέο καθεστώς, είναι ένα θέμα που απασχολεί δυτικές κυβερνήσεις και ειδήμονες σε θέματα Ρωσίας.
Ο Πούτιν έχει επιβεβαιώσει πως οι προεδρικές εκλογές της Ρωσίας θα πραγματοποιηθούν του χρόνου, μια εκλογή στην οποία -αν κατέβει ως υποψήφιος- είναι βέβαιο πως θα κερδίσει. Μια ακόμα εξαετής θητεία θα επέκτεινε την εξουσία του στα 30 χρόνια, θα του έδινε δηλαδή πιο μακροχρόνια εξουσία από αυτήν του Ιωσήφ Στάλιν την περίοδο 1924-1953.
Ωστόσο, ο Πούτιν έγινε 70 ετών τον Οκτώβριο. Όσο περισσότερο παραμένει στη θέση αυτή, τόσο μεγαλύτερο είναι το ζήτημα της διαδοχής του. Για να καταλάβετε πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια Ρωσία μετά τον Πούτιν, σκεφτείτε τη Σερβία μετά την κυριαρχία του ισχυρού άνδρα Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ο Μιλόσεβιτς ανετράπη το 2000, μετά την υποκίνηση των πολέμων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όπως έκανε ο Πούτιν στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, όπως η Γεωργία και η Ουκρανία.
Ο Μιλόσεβιτς και ο Πούτιν είχαν παρόμοια παράπονα: την κατάρρευση ενός πολυεθνικού κράτους στο οποίο μια εθνικότητα – οι Σέρβοι στη Γιουγκοσλαβία και οι Ρώσοι στην ΕΣΣΔ – είχε το πάνω χέρι· το καθεστώς των σερβικών και ρωσικών μειονοτήτων στα νέα ανεξάρτητα κράτη· και την αποφασιστικότητα να ελέγξουν ένα συγκεκριμένο έδαφος – το Κόσοβο στην περίπτωση της Σερβίας και την Κριμαία για τη Ρωσία – που ενσάρκωνε την εθνική ταυτότητα και την ιστορική υπερηφάνεια.
Ο Μιλόσεβιτς πέθανε το 2006 ενώ δικάζονταν για φερόμενα εγκλήματα πολέμου. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον Πούτιν τον περασμένο μήνα σε σχέση με τις αναγκαστικές απομακρύνσεις παιδιών από την Ουκρανία.
Η Σερβία μετά τον Μιλόσεβιτς δεν ήταν πλέον ένα πολεμοκάπηλο, υπερεθνικιστικό κράτος. Αλλά εξελίχθηκε σε μια ελαττωματική δημοκρατία και παρέμεινε σε αντιπαράθεση με τη Δύση, ιδίως όσον αφορά το Κόσοβο και με μια εξωτερική πολιτική που περιλαμβάνει θερμές σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα.
Η δημόσια ζωή υπό τον Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του από το 2014 ως πρωθυπουργός και τώρα ως πρόεδρος, χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση της εξουσίας, της πατρωνίας και της επιρροής των μέσων ενημέρωσης στο Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα του.
Παρόμοιες συνθήκες μπορεί να προκύψουν σε μια Ρωσία μετά τον Πούτιν. Κανένας μελλοντικός ηγέτης του Κρεμλίνου δεν φαίνεται πιθανό να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της Κριμαίας από τη Μόσχα, όποια και αν είναι η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία. Ως πολύ μεγαλύτερη δύναμη από τη Σερβία, η Ρωσία σίγουρα δεν θα προσαρμόσει την εξωτερική της πολιτική στα μέτρα της Δύσης.
Στο εσωτερικό της χώρας, η κυβερνώσα ομάδα θα διασφαλίσει ότι οι εθνικές εκλογές θα την κρατούν πάντα στην εξουσία, ακόμη και αν η ψηφοφορία γίνει λιγότερο ενορχηστρωμένη τελετουργία από ό,τι υπό τον Πούτιν και περισσότερο ένας προσεκτικά διαχειριζόμενος διαγωνισμός, όπως υπό τον προκάτοχό του,Μπόρις Γέλτσιν.
Όπως και στη Σερβία, στη Ρωσία δεν είναι πιθανή στο εγγύς μέλλον η στροφή προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία δυτικού τύπου. Ο μόνος πρωθυπουργός της Σερβίας μετά τον Μιλόσεβιτς που ασπάστηκε αυτές τις αξίες ήταν ο Ζόραν Τζίντζιτς. Δολοφονήθηκε το 2003. Ένας σπάνιος εξέχων πολιτικός που γενικά τις υποστήριζε στη Ρωσία του Πούτιν, ήταν ο Μπόρις Νεμτσόφ. Πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε κοντά στο Κρεμλίνο το 2015.
Στην πραγματικότητα, ένα χαρακτηριστικό της σερβικής πολιτικής μετά τον Μιλόσεβιτς ήταν η ύπαρξη μιας υπερεθνικιστικής αντιπολίτευσης. Αυτή κρατά την άρχουσα ελίτ σε επιφυλακή, καθιστώντας την επίσημη αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου σχεδόν αδιανόητη – ακόμη και αν ο Βούτσιτς αισθανόταν την τάση να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, πράγμα που είναι αμφίβολο.
Ο Βούτσιτς ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία υπό την πτέρυγα του Βόισλαβ Σέσελ, ενός ακραίου εθνικιστή που υποστήριζε την Μεγάλη Σερβία, ο οποίος καταδικάστηκε από διεθνές δικαστήριο το 2018 για εγκλήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Υπάρχει επίσης μια υπερεθνικιστική τάση στη ρωσική πολιτική, που κάποτε ήταν πολύ ατίθαση για τα γούστα του Πούτιν, αλλά τώρα έχει πιο δυνατή φωνή λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Στο βαθμό που στοιχεία στους ισχυρούς κύκλους του στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας συμπαθούν αυτή την προοπτική, φαίνεται βέβαιο ότι θα διαδραματίσει κάποιο ρόλο στον καθορισμό του τόνου της μελλοντικής ρωσικής πολιτικής.
Μόνο να εικάσουμε μπορούμε το ποιος θα διαδεχθεί τον Πούτιν. Όμως, αν κρίνουμε με βάση την εμπειρία της Σερβίας, ακόμα και το τέλος του αυταρχισμού του Πούτιν και του πολέμου στην Ουκρανία δεν θα φέρουν ούτε γνήσια δημοκρατία στη Ρωσία, ούτε ομαλές σχέσεις με τη Δύση.