Του Gideon Rachman
Εδώ και αρκετό καιρό, Αμερικανοί αξιωματούχοι μιλούν για την ανάγκη να μπει όριο στην απότομη επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας. Όμως η διαμάχη γύρω από το κινεζικό κατασκοπευτικό αερόστατο (το οποίο το Πεκίνο επιμένει ότι ήταν ένα «πολιτικό» σκάφος που βρέθηκε κατά λάθος στον αμερικανικό εναέριο χώρο) έχει συντρίψει τις προσπάθειες για σταδιακή βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Μια επίσκεψη στο Πεκίνο του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, έχει πλέον ακυρωθεί.
Ακόμη και πριν από την τρέχουσα κρίση, είχε απομείνει πολύ λίγη εμπιστοσύνη ή θέρμη μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Και οι δύο πλευρές κατανοούν ότι οι εντάσεις είναι επικίνδυνα υψηλές. Ο στρατηγός Μάικ Μίνιχαν, επικεφαλής της Διοίκησης Αεροπορικής Κινητικότητας των ΗΠΑ, προέβλεψε πρόσφατα σε εσωτερικό υπόμνημα που διέρρευσε ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα «θα πολεμήσουν το 2025»- ως αποτέλεσμα μιας κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν.
Ενώ οι απόψεις του Μίνιχαν δεν αντιπροσωπεύουν μια σταθερή πλειοψηφούσα γνώμη εντός της κυβέρνησης των ΗΠΑ, αντικατοπτρίζουν τον πυρετώδη χαρακτήρα της συζήτησης μεταξύ των δυτικών αξιωματούχων σχετικά με τις προθέσεις της Κίνας έναντι της Ταϊβάν.
Η αύξηση των στρατιωτικών εντάσεων έχει επίσης οδηγήσει σε μια πολύ πιο αποφασιστική αμερικανική προσπάθεια να περιοριστεί η προμήθεια τεχνολογίας αιχμής στην Κίνα. Ανακοινώθηκαν νέοι περιορισμοί στις εξαγωγές ημιαγωγών και συναφούς εξοπλισμού προς τη χώρα, απειλώντας τον τομέα υψηλής τεχνολογίας της και ορισμένες κορυφαίες κινεζικές και δυτικές επιχειρήσεις. Η συζήτηση για την «αποσύνδεση» των δύο οικονομιών αποτελεί πλέον ρουτίνα – αν και η τρέχουσα πραγματικότητα είναι ότι ο όγκος του εμπορίου μεταξύ των χωρών συνεχίζει να αυξάνεται.
Δεν αποτελεί «αποκάλυψη» ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ κατασκοπεύουν η μία την άλλη. Όμως η πορεία του κατασκοπευτικού αερόστατου από την Αλάσκα μέσω του Καναδά και στη συνέχεια κάτω από τη Μοντάνα έχει κάποια χολιγουντιανή ποιότητα που έχει συναρπάσει το τηλεοπτικό κοινό και τους πολιτικούς σε όλες τις ΗΠΑ – αυξάνοντας την πίεση στην κυβέρνηση Μπάιντεν να αντιδράσει.
Με βάση τα ιστορικά δεδομένα, το τωρινό επεισόδιο μοιάζει με μια σχετικά μικρή παράβαση. Μεταξύ 2010 και 2012, η Κίνα πιστεύεται ότι διέλυσε επιχειρήσεις της CIA εντός των συνόρων της – εκτελώντας τουλάχιστον δώδεκα αμερικανικές πηγές. Το 2015, ανακοινώθηκε ότι η Κίνα είχε παραβιάσει με επιτυχία το Γραφείο Διαχείρισης Προσωπικού της Αμερικής, αποκτώντας πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα πάνω από 4 εκατ. νυν και πρώην υπαλλήλων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Οι ΗΠΑ έχουν εντείνει τις δικές τους προσπάθειες συλλογής πληροφοριών με στόχο την Κίνα. Το 2021, η CIA ανακοίνωσε τον σχηματισμό ενός νέου κέντρου αποστολής για την Κίνα με σκοπό την «αντιμετώπιση της παγκόσμιας πρόκλησης που θέτει η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας».
Οι αυξημένες δυνατότητες επιτήρησης του κινεζικού κράτους, που συνδέονται με την άνοδο του smartphone, έχουν καταστήσει όλο και πιο δύσκολο για τις δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών να έχουν πράκτορες εντός της Κίνας. Αλλά οι τεχνολογικές δυνατότητες επιτήρησης τόσο της Ουάσινγκτον όσο και του Πεκίνου συνεχίζουν να επεκτείνονται. Μια παραδοξότητα σχετικά με το κινεζικό κατασκοπευτικό αερόστατο είναι ότι, στην εποχή των κατασκοπευτικών δορυφόρων, ακούγεται σαν μια τεχνολογική λύση από μια προηγούμενη εποχή. Κατασκοπευτικά αερόστατα χρησιμοποιούνταν από την εποχή των πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης.
Το σημερινό περιστατικό είναι, ωστόσο, ιδιαίτερα «εμπρηστικό» δεδομένης της ήδη έντονης πολιτικής συζήτησης της Αμερικής για την Κίνα. Κορυφαίοι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί χρησιμοποίησαν το ταξίδι του αερόστατου σε όλες τις ΗΠΑ για να κατηγορήσουν την κυβέρνηση Μπάιντεν για αδυναμία απέναντι στο Πεκίνο. Η απόφαση του Λευκού Οίκου να καταρρίψει το αερόστατο λίγο έξω από τις αμερικανικές ακτές μπορεί να αντανακλούσε εσωτερικές πολιτικές επιταγές, όσο και ανάγκες εθνικής ασφάλειας.
Η Κίνα έχει να ικανοποιήσει τους δικούς της εθνικιστές και γεράκια. Και αυτοί μπορεί να απαιτήσουν μια απάντηση στην επίθεση της Αμερικής στο αερόστατο, την οποία η κινεζική κυβέρνηση έχει χαρακτηρίσει σοβαρή παραβίαση των διεθνών συμβάσεων.
Τις τελευταίες εβδομάδες, πιο μετριοπαθείς φωνές τόσο στο Πεκίνο όσο και στην Ουάσινγκτον προσπαθούσαν προσεκτικά να επανεκκινήσουν τον διάλογο μεταξύ των δύο χωρών. Οι προσπάθειες αυτές έχουν τελειώσει – προς το παρόν. Αλλά μακροπρόθεσμα, το διακύβευμα είναι πολύ υψηλό για να πέσει η διπλωματία μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ θύμα ενός… μπαλονιού.