Του Μιχάλη Ψύλου
«Σάλος» προκλήθηκε χθες σε όλον τον πλανήτη, όταν ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μάικ Τέρνερ, έκανε λόγο για μια «σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια» των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Ρεπουμπλικάνος βουλευτής δεν μπήκε καν στον κόπο να διευκρινίσει για τι είδους απειλή πρόκειται.
Αλλά τα αδηφάγα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης οργίασαν, δημοσιεύοντας διάφορα ψυχροπολεμικά σενάρια. «Η Ρωσία βρίσκεται στη διαδικασία ανάπτυξης πυρηνικών όπλων στο διάστημα με στόχο τους αμερικανικούς δορυφόρους, ώστε να εξαλείψει τις αμερικανικές στρατιωτικές επικοινωνίες», μετέδωσε το Fox News.
Η δήλωση του Τέρνερ προκάλεσε έκπληξη στον Λευκό Οίκο. Ακόμη και ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον είπε ότι «δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας».
Άλλοι βουλευτές και από τα δύο στρατόπεδα, επέκριναν δριμύτατα την ασυνήθιστη δήλωση του Τέρνερ και αμφισβήτησαν την καταλληλότητά του ως επικεφαλής της Επιτροπής Πληροφοριών.
Πρέπει όμως να συνηθίσουμε σε τέτοιες «αποκαλύψεις». Ειδικά όσο προχωράμε προς τις εκλογές του Νοεμβρίου στην Αμερική. Πολύ περισσότερο που ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ταράξει τα νερά στη δυτική Συμμαχία, καθώς κατηγορείται ανοικτά πώς θέλει να παραδώσει την Ευρώπη… στη Ρωσία.
Το θέμα είναι όμως πολύ βαθύτερο και αποκαλύπτεται από τη νέα έκθεση του Ινστιτούτου RAND: «The Day After», που αναφέρεται στη μεταπολεμική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών προς τη Ρωσία.
Οι συγγραφείς της έκθεσης λένε ότι η σύγκρουση με τη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία, θα κρατήσει τουλάχιστον μία δεκαετία. Άρα να μην ελπίζουμε για ένα γρήγορο τέλος στον πόλεμο.
Αλλά η Ουάσιγκτον χρειάζεται επειγόντως να μεταφέρει δυνάμεις και πόρους από την Ευρώπη στην περιοχή της Κίνας, και ο πόλεμος στην Ουκρανία, δρα ανασταλτικά σε αυτό.
Η RAND πιστεύει ότι είτε κερδίσει είτε χάσει η Ρωσία στην Ουκρανία, θα ακολουθήσει μια νέα κούρσα πυρηνικών και συμβατικών εξοπλισμών. Οι αναλυτές τρομάζουν ιδιαίτερα με την προοπτική η Ρωσία και η Κίνα θα συμμετάσχουν από κοινού σε αυτή την «κούρσα», ανταλλάσσοντας τεχνολογίες, ειδικούς και πόρους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να συγκρουστούν όμως με την Κίνα, αν ο «Δράκος» υποστηρίζεται από τη ρωσική «αρκούδα».
Επιπλέον, μια σκληρή Αμερικανική πολιτική, μπορεί να τρομάξει τη Γαλλία και τη Γερμανία, και χωρίς αυτές τις δύο μεγάλες χώρες, η συμμαχία του ΝΑΤΟ δεν θα έχει νόημα.
Τα γεωπολιτικά σενάρια γίνονται όλο και πιο ασταθή και ανησυχητικά. Ο κόσμος κινείται προς ένα «μεταπολεμικό» σενάριο, συνεχών πολέμων και μόνιμης κρίσης. Το ομολόγησε και ο απερχόμενος Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ: Οδεύουμε προς «μια δεκαετία αντιπαράθεσης με τη Ρωσία». Με τις αμυντικές δαπάνες να αυξάνονται δραματικά, σε βάρος του κοινωνικού κράτους και της ανάπτυξης.
Στα τέλη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ μπόρεσε να ξοδέψει 26 δισεκατομμύρια δολάρια -σε σημερινές τιμές- για την παραγωγή της πρώτης ατομικής βόμβας. Ψίχουλα, θα πείτε, μπροστά στο κόστος της Ουάσιγκτον στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που υπολογίζεται σε πάνω από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινές τιμές, για να κερδίσει τον πόλεμο με τους Ναζί. Φανταστείτε λοιπόν πόσο μπορεί να κοστίσει σήμερα σε όλους μας η προετοιμασία για έναν νέο μεγάλο πόλεμο! Ακόμη κι αν πρυτανεύσει τελικά η λογική και σιγήσουν τα όπλα την τελευταία στιγμή…