Πριν αλέκτωρ φωνήσαι, ο ναύαρχος Αποστολάκης ανέκρουσε πρύμναν, κατά τη ναυτική διάλεκτο, και κατόπιν εορτής αλλά και ανασχηματισμού δεν αποδέχθηκε την τοποθέτησή του στη θέση του υπουργού Πολιτικής Προστασίας, την οποία θέση είχε ήδη αποδεχθεί νωρίς το πρωί της Τρίτης.
Πρόκειται για πρωτοφανές πολιτικό επεισόδιο στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, αφού ο ναύαρχος Αποστολάκης, πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην αρχηγός ΓΕΕΘΑ, αλλά και εκλεκτός της αμερικανικής πρεσβείας ως προς τις συνομιλίες με τον αμερικανικό παράγοντα για τη στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας-ΗΠΑ, κατάφερε να ανακατέψει δύο φορές σε ένα 24ωρο την πολιτική τράπουλα εκθέτοντας τον πρωθυπουργό και καταδεικνύοντας τη ρευστότητα που επικρατεί στο πολιτικό τοπίο.
Η έντονη κριτική που ασκήθηκε εξ αριστερών προς τον ναύαρχο Αποστολάκη ήταν αρκετή ως φαίνεται για να τον εξαναγκάσει σε αυτή την πρωτοφανή «κωλοτούμπα», πολιτικός όρος άλλωστε ο οποίος έχει υιοθετηθεί παγκοσμίως την τελευταία 10ετία από τις πολιτικές ελίτ οι οποίες διαχειρίζονται την οικονομική και υγειονομική κρίση ταυτόχρονα.
Ωστόσο είναι απορίας άξιο πώς ένας πρωθυπουργός συμφωνεί με ένα πολιτικό στέλεχος, τον ανακοινώνει ως μέλος της κυβέρνησης του αποδίδοντάς του έτσι πολιτικά εύσημα και στη συνέχεια αυτό το πολιτικό στέλεχος το οποίο αναδείχθηκε από έναν άλλον αντίπαλο πολιτικό χώρο αλλάζει γνώμη και αρνείται την τοποθέτησή του. Αυτό λέγεται «πολιτικός κόλαφος» με όλη τη σημασία της λέξης και της έννοιας που εμπεριέχει η φράση. Ταυτόχρονα καταδεικνύει τη ρηχότητα βάσει της οποίας συντελέστηκε ο ανασχηματισμός αυτός, ο οποίος προφανώς αποσκοπούσε αποκλειστικά στη διαχείριση επικοινωνιακού τύπου της πολιτικής κατάστασης. Η άρνηση του ναύαρχου Αποστολάκη όχι μόνο θάμπωσε τον ανασχηματισμό αλλά αφαίρεσε και από τον πρωθυπουργό το όποιο πλεονέκτημα θα μπορούσε να του προσφέρει η πολιτική αυτή ενέργεια, δηλαδή η αναδόμηση της κυβέρνησής του.
Λαβωμένος βαθιά πολιτικά και επικοινωνιακά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει τώρα να αναλογιστεί τι ακριβώς συνέβη. Πρόκειται για μοναδική περίπτωση τέτοιου βεληνεκούς στη μεταπολιτευτική Ελλάδα αλλά και πρωτοφανή διασυρμό για τη Νέα Δημοκρατία και την ηγεσία της.