Είναι κοινό μυστικό ότι η εκτεταμένη αποτυχία της κυβέρνησης της ΝΔ σε όλα τα μέτωπα της εσωτερικής πολιτικής έχει δημιουργήσει πολύ μεγάλο υπόστρωμα κοινωνικής δυσαρέσκειας. Επίσης, όμως, κοινό μυστικό είναι ότι η δυσαρέσκεια αυτή δεν λαμβάνει, τουλάχιστον ακόμα, πολιτική διέξοδο στα κόμματα της αντιπολίτευσης – και κυρίως στο κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης, τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Έτσι, δημιουργείται μια εικόνα όπου χάνει η κυβέρνηση, αλλά ουδείς κερδίζει.
Διαβάστε τι γράφει ο Χριστόφορς Βερναρδάκης στο paron.gr:
Για αυτήν την κατάσταση μηδενικού αθροίσματος στην πολιτική σκηνή οι ευθύνες των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι φυσικά τεράστιες. Η αδυναμία να κινητοποιήσουν κοινωνικές δυνάμεις ακόμα και σε πολύ μείζονα για τη χώρα ζητήματα, όπως είναι η σκανδαλώδης διαδικασία ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, είναι χαρακτηριστική. Τη στιγμή δηλαδή που από πλευράς κυβέρνησης εφαρμόζεται μια πολύ συνεκτική πολιτική αναδιάρθρωσης της οικονομίας και της παραγωγής υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, τα κόμματα της προοδευτικής και αριστερής αντιπολίτευσης εμφανίζονται αδύναμα και σε κατάσταση διαρκούς υποχωρητικότητας.
Το κενό, επομένως, μεταξύ μιας αποτυχημένης κυβέρνησης και μιας πολιτικά αδύναμης αντιπολίτευσης διευρύνεται διαρκώς. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ενώ το μπλοκ της Δεξιάς διαθέτει μαξιλαράκια ασφαλείας στον κόσμο της Ακροδεξιάς και του ανορθολογισμού αλλά και σε πολιτικές ομάδες του Κέντρου ή και της Κεντροαριστεράς που έλκονται από τον νεοφιλελευθερισμό, τα κόμματα της προοδευτικής και δημοκρατικής αντιπολίτευσης είναι παραδομένα στην εσωστρέφεια και στη μεταξύ τους πολεμική. Και προς ώρας ακίνδυνα, τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά.
Η αδυναμία να συζητήσουν τι πρέπει να γίνει για την επόμενη μέρα της χώρας και ποιες πολιτικές απαιτούνται για τον κόσμο της εργασίας και της παραγωγής είναι ο κυριότερος λόγος για τη στασιμότητα αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει ιστορική ευθύνη να λάβει πρωτοβουλίες ώστε να αντιστρέψει την κατάσταση. Αποτελεί το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης και εξ αυτού του λόγου οι δικές του πρωτοβουλίες είναι που μπορούν να πυροδοτήσουν σοβαρές δυναμικές στην πολιτική σκηνή με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς.
Για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να κάνει δύο πράγματα, που τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν κάνει: Πρώτον, να αποκτήσει προγραμματική σαφήνεια και συγκεκριμένες αιχμές. Να διατυπώσει μεγάλες κεντρικές ιδέες, οι οποίες να κινούνται στο αντίποδα της σημερινής στρατηγικής των κυρίαρχων τάξεων και μπορούν να γίνουν σημεία αναφοράς για την κοινωνική πλειοψηφία. Να μιλήσει με σαφήνεια, π.χ., για την επανάκτηση από το κράτος και τον πολιτικό έλεγχο εργαλείων άσκησης οικονομικής πολιτικής και ρύθμισης της αγοράς. Να αγγίξει το μέγα ζήτημα της τραπεζικής αυθαιρεσίας, να αποσαφηνίσει συγκεκριμένες πολιτικές αντιστροφής της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ και της ενέργειας, να θέσει με τρόπο μεθοδικό και εφαρμόσιμο επί τάπητος το μέγα ζήτημα του χρέους των νοικοκυριών σε τράπεζες και funds, να εγγυηθεί τα διοικητικά και οικονομικά εργαλεία μιας πραγματικής παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και των περιφερειών της, να μειώσει δραστικά την έμμεση φορολογία. Να μιλήσει χωρίς ενοχές για στήριξη των λαϊκών και μεσαίων τάξεων με αυξήσεις μισθών στον κατώτατο μισθό, για αυξήσεις μισθών στον δημόσιο τομέα, για ενίσχυση των συντάξεων, για ένα σύγχρονο, καθολικό κοινωνικό κράτος. Με άλλα λόγια, να κινηθεί στη λογική μιας ρεαλιστικής μεν, πραγματικής δε αναδιανομής του πλούτου στη χώρα.
Αν δεν γίνει κατανοητό ότι ύστερα από μια δεκαετή και πλέον εξαντλητική λιτότητα σε μισθούς, συντάξεις, με αφαίμαξη των αποταμιεύσεων και των περιουσιακών στοιχείων, απαιτείται να δοθεί στις κατώτερες και μεσαίες τάξεις πραγματική προοπτική μιας καλύτερης ζωής και, αντίθετα, εγκλωβιστεί στα όρια της πολιτικής οικονομίας του συστήματος εξουσίας, τότε δυστυχώς το τρένο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και όλη την Αριστερά και τις προοδευτικές δυνάμεις θα περάσει μπροστά τους με μεγάλη ταχύτητα, αγνοώντας τους.
Δεύτερον, χρειάζεται, επίσης, να προστατέψει τη στρατηγική επιλογή της απλής αναλογικής. Να θέσει σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις της χώρας το καθήκον (αλλά και το δίλημμα) για μια νέα, δημοκρατική κυβέρνηση ειδικού σκοπού, στη βάση συγκεκριμένων μίνιμουμ προγραμματικών δεσμεύσεων. Να εμπλέξει στη διαδικασία αυτή το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών, συνδικάτα, αγροτικούς συλλόγους, επιμελητήρια, δίκτυα πολιτών, πολιτιστικές ομάδες και δημιουργούς, νεολαιίστικες πρωτοβουλίες και οργανώσεις. Να επιδιώξει με ανοιχτές πολιτικές πρωτοβουλίες βάσης να σχηματιστεί κυβέρνηση από την απλή αναλογική και να είναι μια κυβέρνηση μίνιμουμ προοδευτικού αλλά και δεσμευτικού προγράμματος. Με άλλα λόγια, απαιτείται ένα πρόγραμμα κοινωνικής ενεργοποίησης, που θα ανατάξει τους αισθητήρες των ανθρώπων. Αν, αντί γι’ αυτό, επικρατήσει τελικώς η λογική μιας στρατηγικής «μεσαίου χώρου» και πολιτικών στρογγυλεύσεων, τότε η επικράτηση των συστημικών δυνάμεων θα είναι μακροχρόνια. Γιατί αυτοί δεν ταξιδεύουν με τρένο, αλλά με αεροπλάνο.