Του Γιώργου Καρελιά
Σε μερικούς μήνες, έξι έως δώδεκα, η χώρα θα έχει νέα κυβέρνηση. Είτε θα συνεχίσει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη είτε θα παραδώσει στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα. Οι ψηφοφόροι θα αποφασίσουν αν θα χρειαστούν συνεταίρο και ποιον.
Όμως, δεν είναι αυτό αντικείμενο του σημερινού μας θέματος. Με αφορμή απανωτές δηλώσεις-στα όρια του ενθουσιασμού- του πρωθυπουργού και υπουργών του, αλλά και την τελευταία Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα επιχειρήσουμε να δούμε τι θα παραλάβει η επόμενη κυβέρνηση. Δηλαδή, τι θα παραδώσει ο κ. Μητσοτάκης στον εαυτό του ή στον διάδοχό του.
Την περασμένη Δευτέρα ο πρωθυπουργός δέχτηκε στο Μέγαρο Μαξίμου νέους, στο πλαίσιο του 12ου Πανοράματος Επιχειρηματικότητας και Σταδιοδρομίας. Εκεί είπε την «σκανδαλώδη» φράση «ο σκοπός πλέον δεν είναι απλά πόσα λεφτά θα βγάλω αλλά να βλέπουμε τη ζωή μας λίγο πιο σφαιρικά, λίγο πιο ολιστικά». Αλλά δεν είπε μόνο αυτό. Είπε ότι «η χώρα αλλάζει προς το καλύτερο» και ότι «υπάρχει πάλι ένας αέρας αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης» και «οι πρώτοι που θα πρέπει να καβαλήσουν αυτό το κύμα είναι οι νέοι». Και, επιπλέον, διαβεβαίωσε ότι «η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει συνολικά καλές δουλειές, καλές απολαβές και ένα εξαιρετικό περιβάλλον στο οποίο να εργάζεται κανείς αλλά και να ζει».
Μια μέρα μετά δόθηκε στη δημοσιότητα η τελευταία Έκθεση της Κομισιόν, την οποία ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών υποδέχτηκαν(ξανά) με πανηγυρικές δηλώσεις.
Δικαιολογούνται; Αν ως κριτήριο πάρουμε την έξοδο της χώρας από το καθεστώς της Ενισχυμένης Εποπτείας, η απάντηση είναι θετική. Όμως, η Έκθεση αυτή περιέχει και ορισμένες διαπιστώσεις καθόλου ενθαρρυντικές.
Πρώτον, το δημόσιο χρέος της χώρας εξακολουθεί να παραμένει πολύ υψηλό, το υψηλότερο στην Ευρώπη και ένα από τα υψηλότερα παγκοσμίως. Κάτι που, μέσα στο «κύμα αισιοδοξίας», τείνει να ξεχνιέται.
Δεύτερον, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων («κόκκινα»), παρά τη μείωσή του, είναι το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό εμποδίζει τις τράπεζες να διαθέσουν πιστώσεις σε επιχειρήσεις και καταναλωτές.
Τρίτον, το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών εξακολουθεί να είναι αρνητικό (και δεν θα βελτιωθεί φέτος λόγω της ενεργειακής κρίσης), γεγονός που εμποδίζει τη χώρα να βελτιώσει τη διεθνή θέση της.
Τέταρτο, οι ξένες επενδύσεις, παρά τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς, είναι στο μισό του μέσου ευρωπαϊκού όρου (13% στην Ελλάδα, 27% στην Ε.Ε). Μεγάλο μέρος αυτών των επενδύσεων είναι σε ακίνητα, δηλαδή μη παραγωγικές.
Πέμπτον, η ανεργία είναι στο 14,7%, η δεύτερη υψηλότερη στην Ε.Ε(μας περνάει μόνο η Ισπανία).
Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί δεν βασίζονται ούτε καν σε καλούς δείκτες. Ο «αέρας αισιοδοξίας» είναι μια προπαγανδιστική εφεύρεση. Και τα στοιχεία για την ανεργία των νέων είναι απογοητευτικά. Ξεπερνάει το 30% και είναι στην πρώτη θέση στην Ευρώπη. Και η προσπάθεια του πρωθυπουργού να εμφανίσει εικόνα αισιοδοξίας για τους νέους δεν σκοντάφτει μόνο στην υψηλή ανεργία, αλλά και στις χαμηλές αμοιβές όσων εργάζονται. Δεν είναι μόνο ο χαμηλός κατώτατος μισθός, αλλά και το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες νέοι δεν αμείβονται καν με τον κατώτατο μισθό, αλλά με έως 400 ευρώ το μήνα. Η διαβεβαίωση του κ. Μητσοτάκη για «περισσότερες και καλύτερες δουλειές» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Συμπέρασμα: Η Ελλάδα που θα παραλάβει η νέα κυβέρνηση, όποια κι αν είναι αυτή, δεν προκαλεί κανένα αίσθημα αισιοδοξίας. Μάλιστα, αν η ενεργειακή κρίση δεν υποχωρήσει, η κατάσταση θα χειροτερέψει. Και αυτό δεν θα μπορεί να το κρύψει το αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι, ακόμα κι αν τα νησιά μας πλημμυρίσουν από ξένους τουρίστες. Διότι αυτοί θα φύγουν, ενώ οι Έλληνες εργαζόμενοι και άνεργοι θα μείνουν εδώ, με χαμηλές αμοιβές οι μεν και χωρίς εισόδημα οι δε.
Η σημερινή κατάσταση μπορεί να αποδοθεί με τη γνωστή ατάκα του παλιού Αμερικανού ηθοποιού Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ: «Τα πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο άσχημα ώστε να μην μπορούν να χειροτερέψουν»…