Με δηκτικό τρόπο σχολίασε ο πρωθυπουργός την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Ευάγγελου Αντώναρου με τον ΣΥΡΙΖΑ, στη διάρκεια συνέντευξής του στο δημοτικό ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στο πλαίσιο της επίσκεψής του στη συμπρωτεύουσα, και σχολιάζοντας τα ψηφοδέλτια του κόμματος της μείζονος αντιπολίτευσης, σύμφωνα με την ΕΡΤ, χωρίς να αναφερθεί ονομαστικά στην υποψηφιότητα Αντώναρου, είπε ότι δεν είναι δική του δουλειά να σχολιάζει, αλλά συμπλήρωσε ότι περισσότερο γέλιο προκάλεσαν πάρά εξέπεμψαν σοβαρότητα κάποιες τέτοιες κινήσεις από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας ότι «παραπέμπουν σε λούμπεν ψηφοδέλτια».
Αναφερόμενος στα περί ιδιωτικοποίησης του νερού, επανέλαβε τα περί fake news του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο και κατηγόρησε για υποκριτική στάση, δήλωσε ότι ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ θα επιστρέψουν υπό άμεσο κρατικό έλεγχο και σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «οι πολίτες πρέπει να δουν ποιον πρέπει να πιστέψουν, εμένα ή τον κ. Τσίπρα για το συγκεκριμένο θέμα».
Όσον αφορά στο μετρό της Θεσσαλονικής, ο πρωθυπουργός είπε ότι πλέον γίνεται πραγματικότητα, ως το τέλος του έτους βασικά έργα θα έχουν παραδοθεί, και θα τεθεί σε λειτουργία τους πρώτους μήνες του 2024, σημειώνοντας ότι θα χρειαστούς δύο χρόνια για να ωριμάσουν οι μελέτες για την επέκταση στα δυτικά, αλλά και τονίζοντας ότι «εμείς θα ξεκινήσουμε το μετρό στα δυτικά». Ο πρωθυπουγός έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη δυτική Θεσσαλονίκη, λέγοντας ότι «οι κάτοικοί της δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού».
Πρώτο σταθμό του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη αποτέλεσε το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), απ’ όπου ο Κ. Μητσοτάκης αναφέρεθηκε εκ νέου στο ζήτημα της αύξησης των μισθών, λέγοντας ότι «έχουμε δώσει μία δέσμευση ότι 1/1/2024, θα υπάρχει νέο μισθολόγιο συνολικά για το Δημόσιο. Αυτό είναι ένα αρκετά σύνθετο έργο, το οποίο όμως θέλουμε να μπορεί να επιβραβεύσει κυρίως εκείνους τους τομείς δραστηριότητας όπου θέλουμε να προσελκύσουμε ανθρώπους που ξέρουμε ότι αν δεν τους πληρώσουμε ικανοποιητικά απλά δε θα είμαστε ανταγωνιστικοί».
Ο πρωθυπουργός συμπλήρωσε ότι «δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες, οι άνθρωποι οι οποίοι έρχονται και δουλεύουν εδώ θα μπορούσαν να δουλέψουν στον ιδιωτικό τομέα με πολύ μεγαλύτερες απολαβές. Κάποιοι επιλέγουν να είναι εδώ γιατί αγαπούν την έρευνα, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε μια τεράστια απόσταση απολαβών μεταξύ της έρευνας που γίνεται σε ένα δημόσιο κέντρο και το τι θα κέρδιζε κάποιος εάν έβγαινε στην ελεύθερη αγορά».