Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Δικαιωμένος ο Αλέξης Τσίπρας με την εγκυρότητα της Μέρκελ, που (απ)έδειξε ότι το 2015, με τη διαπραγμάτευση και το Δημοψήφισμά που έκανε ο ίδιος, έσωσε την Ελλάδα – και δεν τη χαντάκωσε όπως θέλει έκτοτε μητσοτακική προπαγάνδα – πήγε στο συνέδριο του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» και εντυπωσίασε με τη συγκροτημένη παρουσία του.
Αλλα από όσα είπε, πολλοί κράτησαν τη φράση: «Είμαι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, νοιάζομαι γι’ αυτό τον χώρο και θα κάνω ό,τι μπορώ προκειμένου να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις να υπάρξει εναλλακτική στον τόπο». Το πιάσαμε το υπονοούμενο: ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απλώς ζεσταίνει την καρέκλα μέχρι να του ζητήσει ο πρώην Πρωθυπουργός να «παραμερίσει».
Αυτό είναι λοιπόν ο Σωκράτης Φάμελλος; Παρένθεση, μέχρι να επουλωθούν τα τραύματα του Τσίπρα και να δοκιμάσει για δεύτερη φορά να μετατρέψει ένα περιθωριακό κόμμα – που έγινε χάρη σε αυτόν μέγαρο και στη συνέχεια παράγκα εξ αίτιας του, – σε ισχυρή πολιτική δύναμη;
Τι ισχύει για έναν πολιτικό με την προσωπική σοβαρότητα, την ευπρεπή δημόσια παρουσία και την κοινοβουλευτική επάρκεια – που τον χαρακτήρισαν, όταν ως υποστηρικτής του Κασσελάκη, πήρε τον ρόλο της εκπροσώπησής του στη Βουλή;
Σε ποιο βαθμό διαθέτει την ηγετικότητα που είναι απαραίτητή για να είναι ηγέτης; Μπορεί να «κερδίσει» στα μαρμαρένια αλώνια τον επικοινωνιακό Κασσελάκη και πόσα στελέχη με την επάρκεια του Χαρίτση, της Αχτσιόγλου, της Αναγνωστοπούλου, ή του Σακελλαρίδη, έχει στο κόμμα του για να απορροφήσει όσους τους ακολουθούν;
Από την «πρώτη» μεγάλη συνέντευξη – στο Mega – του Φάμελλου, περισσότερο αναδείχθηκαν τα μειονεκτήματα του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα δικά του πολιτικά προσόντα που θα του προσδώσουν αίγλη και ελκυστικότητα, ως προέδρου. Όχι μόνο στην κατακερματισμένη συριζαίκη «Αριστερά», αλλά κυρίως στο μεγάλο κοινό της ελληνικής Κεντροαριστεράς και της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας που δίνει τις πλειοψηφίες.
Αν δεν μπορεί να επιβληθεί στον Κασσελάκη, τον Χαρίτση, ή την Κωνσταντοπούλου, πώς θα το καταφέρει με τον Ανδρουλάκη και το ΠΑΣΟΚ; Πώς θα πείσει ότι «ζωντανεύουν οι νεκροί»;
Αν πράγματι πιστεύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε γιατί «απαξιώθηκε», πώς του προκύπτει ότι αυτό βαρύνει μόνο τον Κασσελάκη, που πήρε 15% – μετά από διάσπαση και σε ευρωεκλογές – και δεν είχε συμβεί ήδη επί Τσίπρα, με το 18% σε εκλογές για κυβέρνηση;
Αν έφεραν την προεδρία Κασσελάκη τα «ελλείμματα δημοκρατικής λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ» ποιος τα δημιούργησε; Αν «δεν υπάρχουν ψηφοφόροι του Πολάκη ή του Φάμελλου», γιατί ο Πολάκης λέει το αντίθετο; Και αν δεν υπήρξε «θέμα διαφάνειας και συμμετοχής» στο συνέδριο και την εκλογή αρχηγού, τρελοί ήταν όσοι έλεγαν ότι έχουν εκλεγεί σύνεδροι και τους αφήνουν έξω;
Αν δεν αισθάνεται ότι η προεδρία του προέκυψε από την «Τασκενδοποίηση» του κόμματος και αν πιστεύει ότι «δεν υπάρχει θέμα με την καταδίκη του Ν. Παππά από το Ειδικό Δικαστήριο», κινδυνεύει να του προσάψουν άγνοια κινδύνου, σ’ αυτό που ανέλαβε:
Να μείνει με τον μουτζούρη στα χέρια και απλώς να κλείσει την πόρτα, όταν το μαγαζί εκτός από τους πελάτες, θα χάσει και την ορχήστρα.