Η Πυθία αποκαλύπτει
Το παρακάτω άρθρο του καθηγητή Νίκου Μαραντζίδη φιλοξενήθηκε στα «Νέα Σαββατοκύριακο» και επιχειρεί μια συγκριτική ανάλυση της Πλεύσης Ελευθερίας με την Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά. Ωστόσο, η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου ως στρατηγικού συμβούλου από τον Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές του 2023 και, αργότερα, από την Έφη Αχτσιόγλου στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργεί ερωτηματικά για το timing του εν λόγω άρθρου. Δηλαδή, ο αστείος αυτός παραλληλισμός – από όποια σκοπιά και αν τον εξετάσει κανείς – φαίνεται να εξυπηρετεί σκοπιμότητες σε μία συγκυρία που κυριαρχεί η συζήτηση για επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στην Κεντρική πολιτική σκηνή και για πληροφορίες που κάνουν λόγο για παρασκηνιακή επανασύνδεσή του με την Έφη Αχτσιόγλου στο παρασκήνιο, με την επαναφορά της περίπτωσης του Αντώνη Σαμαρά στον δημόσιο διάλογο και τις πληροφορίες για ίδρυση νέου κόμματος, με την άνοδο της Πλεύσης Ελευθερίας και τις συστηματικές επιθέσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο πρόσωπο του πρώην πρωθυπουργού και πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, ο Μαραντζίδης αποτελεί εδώ και χρόνια “κόκκινο πανί” για τον προοδευτικό κόσμο. Αποτελεί ντροπή για την επιστήμη της ιστορίας ο αναθεωρητικός του λόγος σχετικά με τη δεκαετία του 1940 και κυρίως αποτελεί ντροπή η στάση του απέναντι στους ταγματασφαλίτες και τους δωσίλογους της Κατοχής τους οποίους έχει αποπειραθεί να “ξεπλύνει”, χωρίς καμία απολύτως ντροπή. Παράλληλα, κατά καιρούς έχουν υπάρξει δημοσιογραφικά ρεπορτάζ που τον φέρουν να διατηρεί σχέσεις ή επαφές με βρετανικά think tanks και κύκλους που σχετίζονται με τις μυστικές υπηρεσίες, στοιχεία που τροφοδότησαν επιπλέον καχυποψία, μια καψυποψία την οποία έχουν παραβλέψει οι Τσίπρας και Αχτσιόγλου. Επομένως το άρθρο που θα διαβάσετε παρακάτω καλό θα κάνει, παρά κακό στην Ζωή Κωνσταντοπούλου. Διότι μάλλον απευθύνεται στο προοδευτικό ακροατήριο και όχι σε ακροδεξιούς.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο που ακολουθεί:
Η περίπτωση που προσφέρεται ως το πιο αντιπροσωπευτικό ανάλογο της Πλεύσης Ελευθερίας μου μοιάζει πως είναι εκείνη της Πολιτικής Άνοιξης του Αντώνη Σαμαρά.
Αν η ελληνική πολιτική σκηνή ήταν θεατρική παράσταση, η Πλεύση Ελευθερίας θα ήταν εκείνος ο μονόλογος που προκαλεί ποικίλα σχόλια στο φουαγιέ. Το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου αποτελεί ένα παράδοξο του κοινοβουλευτικού μας βίου, όχι όμως επειδή είναι μοναδικό στην ουσία του, αλλά επειδή είναι τόσο τυπικό για τον τρόπο που λειτουργεί η παραγωγή κομμάτων στην Μεταπολίτευση.
Η Πλεύση Ελευθερίας είναι ένα προσωποπαγές κόμμα. Όχι απλώς επειδή η ηγέτιδά του είναι κεντρική φιγούρα, σε ένα κόμμα που έχει χαλαρές οργανωτικές δομές, αλλά επειδή η πολιτική του ύπαρξη εξαρτάται οργανικά από την ίδια. Το πολιτικό αφήγημα αυτού του κόμματος, η δομή του, ακόμη και η ρητορική του συγκρότηση περιστρέφονται γύρω από την προσωπικότητα και την αντίληψη της Ζωής Κωνσταντοπούλου για τη δικαιοσύνη, τη διαφάνεια και την πολιτική ηθική.
Η Πλεύση Ελευθερίας είναι ένα προσωποπαγές και όχι ένα αρχηγικό κόμμα. Η διαφορά είναι ουσιώδης και κρίσιμη, αν και συχνά παραγνωρισμένη. Στα αρχηγικά κόμματα, ο ηγέτης λειτουργεί ως επιτελικό κέντρο: περιβάλλεται από έναν περιορισμένο αλλά σταθερό κύκλο συνεργατών, με τους οποίους χαράζει την πολιτική στρατηγική και ελέγχει τον κομματικό μηχανισμό. Οι οργανωτικές δομές δεν απουσιάζουν, ούτε είναι απαραίτητα καχεκτικές. Η σχέση κομματικής οργάνωσης-ηγέτη είναι ιεραρχική, λειτουργική, ενίοτε ψυχρή και όχι πάντοτε αποδεκτή από όλους στον κομματικό οργανισμό. Το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος διαμορφώνεται μέσα από ένα σύνολο παραγόντων, στους οποίους ο αρχηγός έχει πρωταγωνιστικό αλλά όχι τον αποκλειστικό ρόλο. Γι’ αυτό και το ιδεολογικό φάσμα που τα αρχηγικά κόμματα εκτείνονται είναι ευρύτερο της ιδεολογίας του αρχηγού τους.
Αντίθετα, στα προσωποπαγή κόμματα η ίδια η ύπαρξη του κόμματος είναι οργανικά δεμένη με την προσωπικότητα του αρχηγού. Η δημόσια εικόνα του κόμματος είναι αξεχώριστη από την εικόνα του προσώπου που το ηγείται· η ιδεολογική του φυσιογνωμία καθορίζεται όχι από συλλογικές επεξεργασίες αλλά από τις προσωπικές πεποιθήσεις και εμπειρίες του αρχηγού· η εκλογική του απήχηση εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη δημοφιλία του ίδιου· και η οργανωτική του υπόσταση είναι ατροφική ή διακοσμητική. Με άλλα λόγια, ενώ ο αρχηγός στα αρχηγικά κόμματα είναι στρατηγός, στα προσωποπαγή είναι ο θεμέλιος λίθος.
Όλα τα μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης υπήρξαν αρχηγικά. Η ΝΔ, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μέχρι τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το ΠΑΣΟΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου, αναμφίβολα αλλά και του Κώστα Σημίτη επίσης. Όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα τουλάχιστον από το 2015. Η ελληνική πολιτική παράδοση θέλει τα κόμματα εξουσίας να είναι αρχηγικά κόμματα. Ιδιαιτέρως μάλιστα για την Κεντροαριστερά, η ελληνική πολιτική παράδοση σηματοδοτήθηκε από αρχηγικά κόμματα υπό χαρισματικές ηγεσίες. Τρεις τέτοιες περιπτώσεις, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Αλέξης Τσίπρας άλλαξαν με την παρουσία τους το κομματικό τοπίο και την ελληνική πολιτική ζωή.
Η Μεταπολίτευση έχει παράξει επίσης ουκ ολίγα προσωποπαγή πολιτικά σχήματα, περιορισμένων όμως εκλογικών δυνατοτήτων. Από το ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα, μέχρι το «ΛΑΟΣ» του Καρατζαφέρη ή ίσως και το «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη, διακρίνουμε την ύπαρξη τέτοιων κομμάτων όπου η προσωπικότητα επισκίαζε την πολιτική πλατφόρμα και οι εκλογικές τους επιδόσεις χαρακτηρίστηκαν από καχεξία και προσωρινότητα.
Ωστόσο, η περίπτωση που προσφέρεται ως το πιο αντιπροσωπευτικό ανάλογο της Πλεύσης Ελευθερίας μου μοιάζει πως είναι εκείνη της Πολιτικής Άνοιξης του Αντώνη Σαμαρά. Η Πολιτική Άνοιξη, ιδρύθηκε το 1993 ως απόρροια της σύγκρουσης του Σαμαρά με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για το Μακεδονικό. Ήταν κόμμα μονοθεματικό στην αφετηρία του, χτισμένο γύρω από έναν ηγέτη που κατέβηκε από το άρμα της διακυβέρνησης. Ο Σαμαράς οικοδόμησε το αφήγημα του κόμματος του πάνω στην ίδια του την προσωπικότητα και τη δική του επιλογή να συγκρουσθεί με τον Μητσοτάκη. Και η Κωνσταντοπούλου εγκατέλειψε έναν ευρύτερο πολιτικό σχηματισμό (τον ΣΥΡΙΖΑ), διαφωνώντας θεμελιακά, και οικοδόμησε τον δικό της πολιτικό φορέα με αιχμή ένα μείζον θεσμικό ζήτημα: αυτό που αυτή αποκάλεσε ως «συνταγματική εκτροπή του 2015» μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.
Όπως η Πολιτική Άνοιξη που απευθύνθηκε σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, τους δυσαρεστημένους της ΝΔ, έτσι και η Πλεύση Ελευθερίας απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη δεξαμενή ψηφοφόρων: εκείνους που αισθάνονται απογοητευμένοι από το πολιτικό σύστημα και επιζητούν «κάθαρση» προερχόμενοι κατά βάση από τη δεξαμενή του παλιού ΣΥΡΙΖΑ.
Προμηνύουν όλα αυτά αναλογίες με την εκλογική εξέλιξη της Πολιτικής Άνοιξης; Άγνωστο! Οι καιροί είναι διαφορετικοί. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου αξιοποιεί σήμερα ένα σύνολο νέων παραγόντων (πολιτική χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ στην μετα-Τσίπρα εποχή, κατακερματισμός της κεντροαριστεράς, ηθική απαξίωση της κυβέρνησης, αντι-ελίτ αισθήματα, κυνισμός, αποστασιοποίηση από τα κόμματα). Αρκούν αυτά για μετατρέψουν την Πλεύση Ελευθερίας από ένα μικρό κόμμα σε διεκδικητή της εξουσίας; Δύσκολο!
Δεν χρειάζεται να βιαζόμαστε. Ως τις εκλογές έχουμε πολύ δρόμο, κι η ελληνική πολιτική είναι γεμάτη εκπλήξεις. Ίσως μάλιστα μέχρι τότε να μας περιμένουν κι άλλες.
(Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι Καθηγητής ΠΑΜΑΚ -Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Νέα Σαββατοκύριακο»)