Η Ελλάδα βυθίζεται στην ακρίβεια ενώ η κυβέρνηση επιλέγει να προστατεύει τους λίγους και να εξαντλεί τους πολλούς – Πως ο Μητσοτάκης φτωχοποιεί τον ελληνικό λαό από επιλογή!
Periodista
Η Ελλάδα του 2025 δεν υποφέρει απλώς από ακρίβεια· υποφέρει από μια κυβέρνηση που έχει αποδεχθεί την ακρίβεια ως κανονικότητα.
Κάθε επίσημη δήλωση, κάθε αναφορά σε «διεθνείς πιέσεις» ή «παγκόσμιες ανατιμήσεις» μοιάζει πλέον με άλλοθι ενός συστήματος που έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα.
Οι πολίτες πληρώνουν φόρο πάνω στον φόρο στα καύσιμα, βλέπουν τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος να εκτοξεύονται, και στα ράφια των σούπερ μάρκετ τα προϊόντα έχουν αποκτήσει τιμές πολυτελείας. Κι όμως, η κυβέρνηση συνεχίζει να χαμογελά στις κάμερες, μιλώντας για “ανθεκτική οικονομία” και “σταθερότητα”.
Πίσω από τις βιτρίνες των στατιστικών, η αλήθεια είναι απλή και σκληρή:
η πολιτική που εφαρμόζεται δεν είναι αδυναμία — είναι επιλογή.
Είναι επιλογή να μην μειώνεις τον ειδικό φόρο στα καύσιμα, γνωρίζοντας ότι το 60% της τιμής το εισπράττει το κράτος.
Είναι επιλογή να διατηρείς τον ΦΠΑ στα βασικά αγαθά στα ύψη, την ώρα που η μεσαία τάξη έχει γίνει στα χαρτιά «εύπορη» αλλά στην πράξη παλεύει για να επιβιώσει.
Είναι επιλογή να επιτρέπεις στην αισχροκέρδεια να λειτουργεί ανενόχλητη, να βλέπεις τα κέρδη των εταιρειών ενέργειας να εκτοξεύονται και να σιωπάς.
Η κυβέρνηση και το σύστημα που τη στηρίζει μιλούν για “επενδύσεις” την ώρα που τα νοικοκυριά βυθίζονται στα χρέη, για “ανάπτυξη” την ώρα που οι νέοι φεύγουν στο εξωτερικό, για “ανταγωνιστικότητα” την ώρα που η χώρα μετατρέπεται σε εργασιακή έρημο χαμηλών μισθών.
Το μεγαλύτερο ψέμα του σημερινού συστήματος κεντρικής εξουσίας δεν είναι ότι «φταίει η διεθνής συγκυρία».
Είναι ότι νοιάζεται για τον πολίτη.
Διότι αν πράγματι νοιαζόταν, θα είχε ήδη κάνει ό,τι χρειάζεται για να περιορίσει το κύμα της ακρίβειας:
θα είχε ελέγξει τα καρτέλ, θα είχε μειώσει τη φορολογία στα βασικά, θα είχε προστατεύσει τον μισθό από τη διάβρωση της αγοράς.
Αντίθετα, προτιμά να συλλέγει φόρους και πλεονάσματα, να μιλά για “δημοσιονομική πειθαρχία” και να μετατρέπει την κοινωνική κόπωση σε σιωπή.
Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν η κυβέρνηση καταλαβαίνει την οργή των πολιτών — είναι αν τη φοβάται.
Και ίσως εκεί να βρίσκεται η αρχή του τέλους της: στην αλαζονεία της εξουσίας που πιστεύει ότι μπορεί να κυβερνά επ’ αόριστον μια χώρα που δεν αντέχει άλλο να πληρώνει άδικα.