Του Γιώργου Καρελιά
Μια φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά τη χτεσινή ομιλία του στη Βουλή, μπορεί να κέντρισε το ενδιαφέρον όσων γνωρίζουν τις εξελίξεις στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. «Δεν είσθε Ανδρέας Παπανδρέου», είπε ο πρωθυπουργός απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος νωρίτερα είχε αναφερθεί στην περίοδο 1990-1993 και επιχείρησε να τη… συνδέσει με τα σημερινά, δηλαδή με τη(δική του)προσδοκία για συγκρότηση «προοδευτικής κυβέρνησης» μετά τις επόμενες εκλογές.
Για να καταλάβουν οι μη γνωρίζοντες τα ιστορικά γεγονότα, στα οποία αναφέρθηκαν οι δυο αρχηγοί, τα υπενθυμίζουμε εν τάχει. Στις εκλογές του Ιουνίου 1989, υπό το βάρος του σκανδάλου Κοσκωτά, των επιθέσεων σχεδόν του συνόλου του Τύπου και της επιδείνωσης της υγείας του Ανδρέα Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε στις εκλογές. Ακολούθησαν ακόμα δύο ήττες(Νοέμβριος 1989 κι Απρίλιος 1990), μέχρι η ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Στις τάξεις της ΝΔ και των συντηρητικών κύκλων εξουσίας της εποχής επικρατούσε ευφορία. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, τριπλά ηττημένος και με επιβαρυμένη υγεία, θεωρείτο ξεγραμμένος και οι προβλέψεις για το κόμμα του δυσοίωνες. Διαψεύστηκαν οικτρά. Μέσα σε τρία χρόνια όλα ανετράπησαν και τον Οκτώβριο του 1993 επανήλθε στην εξουσία με 46%. Ιδού ένα πρωτοσέλιδο της εποχής:
Και τώρα επιστροφή στα σημερινά. Τι δείχνει η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τον Αλέξη Τσίπρα «δεν είσθε Ανδρέας Παπανδρέου»; Δύο πράγματα μπορεί να δείχνει. Πρώτον, τη βεβαιότητά του ότι δεν μπορεί να επαναληφθεί το 1993, αφού ο Τσίπρας «δεν είναι Ανδρέας». Και, δεύτερον, ίσως φανερώνει κάποιο(ιστορικό) άγχος, καθώς γνωρίζει από πρώτο χέρι αυτό που έπαθε το 1993 ο πατέρας του, ο οποίος τρία χρόνια πριν(1990) είχε πάρει την ιστορική ρεβάνς από το μεγάλο αντίπαλό του και υπολόγιζε στη δική του ανεμπόδιστη μακροημέρευση στην εξουσία.
Βεβαίως, δεν υπάρχουν ιστορικές αναλογίες με εκείνη την περίοδο. Κατά τούτο έχει δίκιο ο νυν Μητσοτάκης ότι ο Τσίπρας «δεν είναι Ανδρέας Παπανδρέου». Οποιαδήποτε σύγκριση θα ήταν ιεροσυλία. Ο Ανδρέας ήταν(είναι) το ιερό τέρας της μεταπολιτευτική Ελλάδας, ο ηγέτης του προοδευτικού χώρου, που κατάφερε να διακόψει την μακροχρόνια κυριαρχία της Δεξιάς στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Ο Τσίπρας είναι ακόμα νεοσσός. Ωστόσο έχει δύο κοινά με τον «λευκό Πελέ» της πολιτικής. Το πρώτο: όπως και εκείνος, κατάφερε να οδηγήσει το κόμμα του, τον ΣΥΡΙΖΑ, από το 4% στο 36% και στην εξουσία. Και το δεύτερο: στην ήττα του 2019, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, διατήρησε το σημαντικό ποσοστό του 32%. Εδώ τελειώνουν οι όποιες ομοιότητες.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συν αυτώ διακατέχονται από δημοσκοπική αλαζονεία. Εν μέρει δικαιολογημένα. Η κυβέρνησή του πλησιάζει στη μέση τη θητείας της και-λόγω και της αδυναμίας της αντιπολίτευσης- δεν αντιμετωπίζει σημαντική φθορά. Ετσι ο κ. Μητσοτάκης θεωρεί ότι θα πάει ως το τέλος, με τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα να μην τον απειλεί, εξ ου και η φράση «δεν είσθε Ανδρέας Παπανδρέου».
Όμως, στην πολιτική δεν υπάρχουν παγιωμένες καταστάσεις ούτε απόλυτες βεβαιότητες. Το 1989 ουδείς πίστευε ότι θα συμβεί αυτό που συνέβη το 1993. Και το 2010 ουδείς πρόβλεψε τον πολιτικό σεισμό του 2015. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δεν σημαίνει, όμως, ότι οι εξελίξεις θα είναι οπωσδήποτε ευθύγραμμες.
Οσοι είναι απόλυτα βέβαιοι ότι οι εξελίξεις είναι προδιαγεγραμμένες, ας προσέξουν πώς το λέει η παροιμία: «Οσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος»