Όταν το rebranding υποκαθιστά την πολιτική ουσία και οι πολίτες κουράζονται από τη φασαρία της αυτοπροβολής
Γράφει ο Δημήτρης Μπεκιάρης
Οι πολιτικοί λένε ότι έχουν πολλές πολιτικές ζωές. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα της παγκόσμιας και της ελληνικής ιστορίας στα οποία μπορεί να ανατρέξει κανείς. Από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, που μετά την καταστροφή της Καλλίπολης και χρόνια πολιτικής περιθωριοποίησης επέστρεψε για να γίνει ο πρωθυπουργός της νίκης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι τον Σαρλ ντε Γκολ, ο οποίος μετά την αποχώρησή του το 1946 επέστρεψε αθόρυβα και αποφασιστικά το 1958 για να ιδρύσει την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία. Ακόμη και στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανήλθε από το Παρίσι το 1974 χωρίς φανφάρες και μεθοδικά οδήγησε τη χώρα στη Μεταπολίτευση, ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου χρειάστηκε δεκαετίες πολιτικής πορείας πριν φτάσει στην κορυφή. Στις σελίδες της παγκόσμιας και της ελληνικής ιστορίας είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς τα μεγάλα comeback πολιτικών. Ωστόσο, οι μεγάλες επιστροφές στην πολιτική λένε – και η ιστορία διδάσκει – ότι γίνονται αθόρυβα.
Δεν ξέρει κανείς πόσες πολιτικές ζωές έχει ακόμη να εξαντλήσει ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά σε αυτή που διανύει στην παρούσα συγκυρία, την πολιτική ζωή του rebranding και της ολικής επαναφοράς στην κεντρική πολιτική ζωή, με φανφάρες και τυμπανοκρουσίες, με βιβλία και επικοινωνιακές γελοιότητες, κάνει έντονη και ενοχλητική φασαρία. Σε αντίθεση με τους ηγέτες που επέστρεψαν μέσα από σιωπή, ωριμότητα και πολιτική βαρύτητα, εδώ παρουσιάζεται μια επιστροφή περισσότερο θορυβώδης παρά ουσιαστική.
Η φασαρία που συνοδεύει την επιστροφή (επιτυχημένη ή αποτυχημένη, μένει να φανεί) δεν ενοχλεί διόλου το πολιτικο-οικονομικό σύμπλεγμα της διαπλοκής και των δομημένων συμφερόντων. Είναι, ωστόσο, ενοχλητική για τους δημοκράτες πολίτες, οι οποίοι έχουν κουραστεί να παρακολουθούν τον ηγετίσκο της συγκυρίας να διαλύει επί έτη τον δημοκρατικό χώρο για να σώσει ή να δικαιώσει το πολιτικό του τομάρι. Και, όπως δείχνει η ιστορία, καμία πολιτική “επιστροφή” που στηρίζεται στον θόρυβο δεν μακροημερεύει.
