Φέτος το καλοκαίρι η Ελλάδα έχει πληγεί από κάθε είδους ακραία καιρικά φαινόμενα. Όπως παρατηρεί η tageszeitung του Βερολίνου, «μόλις πριν από λίγες εβδομάδες η χώρα πάλευε με καταστροφικές δασικές πυρκαγιές […] που φέτος έκαψαν μία συνολική έκταση 173.843 εκταρίων – δηλαδή περισσότερο από το 1% της έκτασης της χώρας».
Με τους εντονότερους καύσωνες, τις εκτεταμένες πυρκαγιές και τώρα τις πρωτοφανείς πλημμύρες, «οι σοκαρισμένοι Έλληνες συνειδητοποιούν πλέον σιγά-σιγά τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής κρίσης.
Αν και για τους ειδικούς οι αιτίες είναι σαφείς, ο δημόσιος διάλογος παραμένει ακόμη σχετικά συγκρατημένος. Υπάρχουν αρνητές της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής που θέλουν να σταματήσουν τη συζήτηση εν τη γενέσει της.
Πάντως, η προσφάτως επανεκλεγείσα κυβέρνηση υπό τον συντηρητικό πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Δημιούργησε ένα ξεχωριστό υπουργείο για την κλιματική κρίση στα τέλη Ιουνίου και στόχος είναι η χώρα να γίνει κλιματικά ουδέτερη έως το 2050.
Σημαντικό στοιχείο της στρατηγικής είναι η αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ελληνικό ενεργειακό μείγμα. Η Ελλάδα στοχεύει να παράγει περίπου το 80% των αναγκών της σε ηλεκτρική ενέργεια από ηλιακή, αιολική και υδροηλεκτρική ενέργεια έως το 2030. Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα αυξήθηκε κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες πέρυσι, φτάνοντας στο 39%. Όμως στην Ελλάδα, σε σχέση όλα τα μέρη, όπου ο ήλιος λάμπει περισσότερες από 300 ημέρες τον χρόνο σε μεγάλα τμήματα της χώρας, το μερίδιο της ηλιακής ενέργειας δεν ήταν ούτε 10% στο συνολικό ενεργειακό μείγμα.
Το φυσικό αέριο (35%) και ο λιγνίτης (14%) συνέχισαν να είναι σημαντικά στοιχεία για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το 2022. Εν τω μεταξύ, οκτώ σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα εξακολουθούν να λειτουργούν στη χώρα […] Μέχρι το τέλος του 2025, θα πρέπει να υπάρχει μονάχα ένας».
«Το γεγονός του αιώνα»
Το Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο (RND) φιλοξενεί συνέντευξη του Χανς-Μάρτιν Φίσελ από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), με θέμα τις πλημμύρες στην Κεντρική Ελλάδα, αλλά και την κλιματική αλλαγή στην Ευρώπη.
Κατά τον ειδικό, «η ποσότητα βροχόπτωσης που μετρήθηκε στην Κεντρική Ελλάδα είναι αδιανόητη. Στη Θεσσαλία έπεσαν έως και 900 χιλιοστά μέσα σε μία ημέρα – περισσότερο δηλαδή απ’ όσο πέφτει στις περισσότερες περιοχές της Γερμανίας μέσα σε ένα χρόνο. Οι ποσότητες είναι σχεδόν απίστευτες […] Οι μετεωρολόγοι κάνουν λόγο για ένα γεγονός που συμβαίνει μια φορά τον αιώνα, αν όχι τη χιλιετία, σπάζοντας κάθε ρεκόρ».
Ως προς το κατά πόσο ένα τέτοιο φαινόμενο οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, ο Φίσελ αποκρίνεται πως «εν μέρει αυτό ισχύει. Ο θερμότερος αέρας μπορεί να απορροφήσει περισσότερο νερό, γι’ αυτό και έχουμε μια αυξητική τάση των ακραίων βροχοπτώσεων παγκοσμίως […] Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, δεν βλέπουμε ακόμη μια σαφώς αναγνωρίσιμη τάση προς τόσο έντονες ακραίες βροχοπτώσεις στην Ελλάδα. Ένα πράγμα είναι βέβαιο όμως: η κλιματική αλλαγή καθιστά τόσο την ξηρασία όσο και τις ακραίες βροχοπτώσεις πιο πιθανές».