Υψηλότερη ανάπτυξη, μείωση του πληθωρισμού και χρέος κάτω από το 160% του ΑΕΠ προβλέπει για φέτος και το 2024 η Κομισιόν με βάση τις εαρινές προβλέψεις. Παράλληλα, εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα το 2024, χρονιά επιστροφής στη δημοσιονομική πειθαρχία εν αναμονή των αποφάσεων για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, θα διαμορφωθεί στο 2,5% του ΑΕΠ. Με βάση τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:
· η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,4% φέτος και 1,9% το 2024
· ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 4,2% το 2023 και στο 2,4% το επόμενο έτος
· το δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 160,2% φέτος και στο 154,4% το 2024
· η ανεργία θα υποχωρήσει στο 12,2% το 2023 και στο 11,8% το 2024.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης σε συνδυασμό με την ενίσχυση των επενδύσεων αλλά και την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης, το 2024 η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα 2,5% του ΑΕΠ το επόμενο έτος.
Όπως τονίζεται η επέκταση της παραγωγής υποστηρίζεται από ανθεκτική αγορά εργασίας και την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η μείωση του πληθωρισμού οφείλεται κατά βάση στην υποχώρηση των τιμών ενέργειας ενώ παραμένει αρνητικό, το έλλειμμα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης το οποίο συνεχίζει να συρρικνώνεται χάρη στη βελτιωμένη είσπραξη εσόδων.
«Παρά την ενεργειακή κρίση και τις συναφείς πληθωριστικές πιέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 5,9% το 2022. Ανοδική ιδιωτική κατανάλωση, σημαντική επενδυτική δραστηριότητα και η ώθηση που έδωσε η ανάκαμψη του τουρισμού κατά τη θερινή περίοδο συνέβαλε στην ισχυρή απόδοση ανάπτυξης» τονίζεται από την Κομισιόν.
Παρά την αύξηση του ΑΕΠ, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με την ανάκαμψη μετά την πανδημία πέρυσι, εν μέσω απώλειας του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και αποταμίευσης. Η συνεχιζόμενη εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης μετατοπίζεται από τις μεταρρυθμίσεις προς τις επενδύσεις και, ως εκ τούτου, πρόκειται να διατηρήσει τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, ιδίως στον τομέα των κατασκευών και σε μικρότερες σε εξοπλισμό, αντισταθμίζοντας εν μέρει τον αντίκτυπο από τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης. Η πλήρης ανάκαμψη του διεθνούς τουρισμού στα προ πανδημίας επίπεδα πρόκειται να ενισχύσει τις ελληνικές εξαγωγές, μετριάζοντας την εγχώρια ζήτηση, η αύξηση των εισαγωγών προβλέπεται να υποχωρήσει. Ωστόσο όπως τονίζεται «το εμπορικό έλλειμμα αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα παρά την πτώση των τιμών της ενέργειας και τη θετική επίδραση των όρων εμπορίου. Το 2024, η οικονομική ανάπτυξη προβλέπεται στο 1,9%, σταδιακά συγκλίνοντας προς τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη δυνητικός. Οι επενδύσεις πρόκειται να παραμείνουν βασικός συντελεστής στην αύξηση της παραγωγής, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς από αυτόν το 2021-2023, ενώ οι δαπάνες των νοικοκυριών είναι πιθανό να υποστηριχθούν από αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων».
Στην αγορά εργασίας, το κλίμα, σύμφωνα με την Επιτροπή, βελτιώθηκε αισθητά το προηγούμενο έτος μέσω διαρκούς δημιουργίας θέσεων εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 12,5% και αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω στο 11,8% έως το 2024.
Ο πληθωρισμός από 9,3% το 2022, το α΄τρίμηνο του 2023 μειώθηκε στο 6,3%. Οι πιέσεις στις τιμές αναμένεται να μετριαστούν περαιτέρω φέτος χάρη στη χαλάρωση των τιμών της ενέργειας. Οι τιμές καταναλωτή προβλέπεται να αυξηθούν κατά 4,2% και 2,4% το 2023 και το 2024 αντίστοιχα. «Ωστόσο, η καθυστερημένη μετάβαση των υψηλών τιμών ενέργειας και τροφίμων σε υπηρεσίες και μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά, η οποία έχει γίνει πιο ορατή από το τελευταίο τρίμηνο του 2022, θα ωθήσει τον πυρήνα του πληθωρισμού το 2023». Παρά την αύξηση 9,4% στον κατώτατο μισθό τον Απρίλιο του 2023, οι κίνδυνοι μιας σπείρας μισθού-τιμής εμφανίζονται συγκρατημένοι. Ωστόσο, ανοδικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές του πληθωρισμού προκύπτουν από μια πιο γρήγορη προσαρμογή των μισθών που θα μπορούσε τροφοδοτούν υψηλότερο βασικό πληθωρισμό.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2022 αποδείχθηκε σημαντικά χαμηλότερο από το αναμενόμενο, φτάνοντας 2,3% του ΑΕΠ έναντι 4,1% του ΑΕΠ που προβλεπόταν το Φθινόπωρο. Η καταγραφή πρωτογενούς πλεονάσματος 0,1% το 2022 οφείλεται κυρίως στα καλύτερα από τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα, ιδίως από τον ΦΠΑ και τους άμεσους φόρους. Μετά το καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα το 2022, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να συρρικνωθεί περαιτέρω στο 1,3% το 2023. Αυτό μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των υπολοίπων μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία (τα οποία εκτιμάται ότι ανήλθαν στο 1,5% του ΑΕΠ το 2022) και σε σημαντική μείωση του κόστους των μέτρων για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων υψηλών τιμών ενέργειας (από 2,5% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,2% το 2023). Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη των δημοσίων μισθών και των κοινωνικών παροχών αναμένεται να παραμείνει σταθερή. Η πρόβλεψη επηρεάζει επίσης δύο προσωρινά μέτρα που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων με εκτιμώμενο δημοσιονομικό κόστος 0,3% του ΑΕΠ:
(α) κουπόνι 35 ευρώ το μήνα για την περίοδο Φεβρουαρίου έως Ιουλίου 2023 για νοικοκυριά που πληρούν ορισμένα εισοδηματικά κριτήρια και
(β) εφάπαξ συνταξιοδοτικό επίδομα για συνταξιούχους των οποίων η σύνταξη δεν είναι επί του παρόντος αναπροσαρμοσμένη.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 0,6% του ΑΕΠ το 2024, γεγονός που συνεπάγεται πρωτογενές πλεόνασμα 2,5%. Η βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου οφείλεται στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων που έχουν παραμείνει που σχετίζονται με την ενέργεια έως το 2024.
Παρά τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση του μισθολογικού λογαριασμού με μία εκτιμώμενη δημοσιονομική επίπτωση 0,2% του ΑΕΠ για το 2024, οι δημόσιες δαπάνες αναμένεται να παραμείνουν συνολικά σταθερές βελτιώνοντας έτσι την ισορροπία.
Αναφορικά με το χρέος επισημαίνεται ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε απότομα το 2022, κυρίως λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Ο λόγος αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 160,2% του ΑΕΠ το 2023 και στο 154,4% το 2024, βοηθούμενο από τα πρωτογενή πλεονάσματα και την οικονομική ανάπτυξη.
Παρόλα αυτά, «οι δημοσιονομικές προοπτικές εξακολουθούν να υπόκεινται σε ανοδικούς και καθοδικούς κινδύνους. Ειδικότερα, απορρέουν οι αρνητικοί κίνδυνοι από εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, με κυριότερη τις δικαστικές υποθέσεις κατά της Εταιρείας Δημόσιας Περιουσίας (ΕΤΑΔ). Ανοδικά, εάν συνεχιστεί η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, τα έσοδα θα μπορούσαν να αποδειχθούν υψηλότερο από το αναμενόμενο επί του παρόντος» σημειώνεται χαρακτηριστικά.