Του Δημήτρη Λιάκου*
Η επανεμφάνιση του πληθωρισμού από το τέταρτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους ήταν αναμενόμενη. Η ανισορροπία προσφοράς – ζήτησης λόγω της δυναμικής που ανέπτυξε η παγκόσμια οικονομία μετά τους υποχρεωτικούς περιορισμούς της πανδημίας, τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες λόγω των ελλειμμάτων σε πρώτες ύλες και επεξεργασμένα προϊόντα και της μείωσης του εργατικού δυναμικού συνέβαλαν στην -πρώτη- σημαντική αύξηση των τιμών.
Παράλληλα, η μειωμένη παραγωγή αγροτικών προϊόντων λόγω της εκδήλωσης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής αποτέλεσε μια επιπρόσθετη αιτία ανατιμήσεων στη συγκεκριμένη κατηγορία εμπορευμάτων.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, πέραν των σημαντικότατων επιδράσεων που επέφερε (και επιφέρει) στην παγκόσμια γεωπολιτική ισορροπία, επηρέασε αρνητικά τις ενεργειακές τιμές, οι οποίες διαχύθηκαν στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας.
Ωστόσο υπάρχει ένας ακόμη λόγος της ενίσχυσης του πληθωρισμού που διαφεύγει της εγχώριας δημόσιας συζήτησης. Η πολιτική που εφαρμόστηκε από τις κεντρικές τράπεζες επί σειρά ετών -μέσω των μηδενικών (ουσιαστικά) επιτοκίων και των προγραμμάτων (επαν)αγοράς κρατικών ομολόγων- στόχευε στην αύξηση του πληθωρισμού και στην αποφυγή οποιαδήποτε πιθανότητας εμφάνισης αποπληθωριστικών πιέσεων.
Συνέπειες αυτών των αποφάσεων ήταν η σημαντική ενίσχυση περιουσιακών στοιχείων, όπως ομόλογα, μετοχές, ακίνητα, καθώς και η ενίσχυση των προσδοκιών που «φούσκωσε» σε υπερβολικό βαθμό τις τιμολογήσεις διαφόρων προϊόντων, υπηρεσιών και αξιών γενικότερα. Η ταυτόχρονη εκδήλωση όμως και των υπολοίπων γεγονότων που προαναφέρθηκαν προκαλεί σήμερα την αλλαγή στάσης των κεντρικών τραπεζών, με κύρια στοιχεία τη διακοπή των προγραμμάτων αγοράς κρατικών τίτλων και την αύξηση των ονομαστικών επιτοκίων.
Όσον αφορά τα επιμέρους στοιχεία του πληθωρισμού, οφείλουμε να σημειώσουμε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρώτον, τη ραγδαία αύξησή του ειδικά μέσα στο τρέχον έτος και τη χαμηλή βάση εκκίνησης που είχε καταγραφεί προ δωδεκαμήνου.
Αυτό σημαίνει ότι οι μηνιαίες παρατηρήσεις θα διατηρήσουν την καταγραφόμενη τάση των τελευταίων μηνών και το προσεχές διάστημα, καθώς αφενός τα βασικά αίτια παραμένουν σε ισχύ (βλ. παραπάνω), αφετέρου οι πληθωριστικές προσδοκίες διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα. Δεύτερον, τη μεγάλη διαφορά μεταξύ του καταγραφόμενου και του δομικού πληθωρισμού (χωρίς διατροφή, ενέργεια, ποτά, καπνό), γεγονός που δείχνει ότι (δυστυχώς) η διάχυση των ανατιμήσεων στα υπόλοιπα προϊόντα και υπηρεσίες έχει ακόμα σημαντικά περιθώρια.
Τρίτον, οι μισθολογικές αυξήσεις διεθνώς δεν καλύπτουν την ποσοστιαία άνοδο των ανατιμήσεων, με αποτέλεσμα από τη μια πλευρά να μην ενισχύονται τα δομικά στοιχεία του πληθωρισμού, ωστόσο από την άλλη οι εργαζόμενοι αυξάνουν δικαιολογημένα τις πιέσεις προς αυτήν την κατεύθυνση προκειμένου να αντεπεξέλθουν στα νέα επίπεδα του κόστους διαβίωσης. Η τελευταία παρατήρηση επιδρά και στο σκέλος των ανισοτήτων, που συνεχώς διευρύνονται τα τελευταία χρόνια, απειλώντας την κοινωνική συνοχή και κατ’ επέκταση και την πολιτική ισορροπία.
Το τελευταίο σημείο αξίζει μεγαλύτερης ανάλυσης, καθώς το φαινόμενο του πληθωρισμού επηρεάζει ασύμμετρα τα εισοδηματικά κλιμάκια, γεγονός που οφείλει να επηρεάσει αναλόγως τις πολιτικές αποφάσεις. Σύμφωνα με μελέτη του τμήματος αναλύσεως της Τράπεζας Πειραιώς για τον μήνα Μάρτιο, όπου ο πληθωρισμός άγγιξε το 8,9%, στα εισοδήματα έως 750 ευρώ ο πληθωρισμός ήταν 10,6% και μεταξύ 751 – 1.100 ευρώ ήταν στο 11,1%. Στον αντίποδα, για τα μηνιαία εισοδήματα πάνω από 3.500 ευρώ διαμορφώνονταν στο 8,5%.
Αυτό συμβαίνει διότι τα ποσοστά δαπανών για διατροφή και ενέργεια στα μεν εισοδήματα έως 750 ευρώ καταλαμβάνουν το 25,4% και το 12,9% αντίστοιχα, στα 751 – 1.100 ευρώ το 27,1% και το 13,6% αντίστοιχα, ενώ στα εισοδήματα άνω των 3.500 ευρώ διαμορφώνονται σε 18,7% και 10,5%.
Να θυμίσουμε ότι τον Μάιο ο πληθωρισμός ανέβηκε στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 28 ετών (11,3%) με την επιβάρυνση στα εισοδήματα έως 1.100 ευρώ να αγγίζει περίπου το 15%. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η ενεργειακή κρίση αυξάνει κατά 2,5% το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται στα όρια της φτώχειας, με το συνολικό ποσοστό να κυμαίνεται κοντά στο 30% του συνολικού πληθυσμού.
Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι κρατικές παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα είναι απαραίτητες. Η ενεργοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών και η η τροποποίηση της μεθοδολογίας διαμόρφωσης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν βασικά εργαλεία για τη συγκράτηση των τιμών και την αποφυγή εμφάνισης κερδοσκοπικών φαινομένων. Ταυτόχρονα, η ενίσχυση των πιο χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων πρέπει να συνεχιστεί προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης.
Ωστόσο τα στοιχεία μας δείχνουν ότι το πρόβλημα δεν αφορά αποκλειστικά τα ευάλωτα νοικοκυριά αλλά διαχέεται και σε ανώτερα στρώματα. Ως εκ τούτου η εξέταση εργαλείων, όπως η μείωση της έμμεσης φορολογίας, που επηρεάζει περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδήματα, πρέπει να αποτελεί μέρος των λύσεων αντί της απόρριψής τους με χρήση αστείων επιχειρημάτων που συμβαίνει έως σήμερα.
*Ο Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος, πρώην υφυπουργός, σύμβουλος στρατηγικής Ινστιτούτου ΕΝΑ