Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
H τελευταία έκθεση για την κλιματική αλλαγή, που εξέδωσε στις αρχές Απριλίου το “Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή” (IPCC- το αρμόδιο όργανο που έχει συγκροτήσει η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, δηλαδή το σύνολο των κρατών του πλανήτη), είναι περισσότερο από ανησυχητική. Δυστυχώς βέβαια, δεν της δόθηκε η πρέπουσα σημασία στον ορυμαγδό της ουκρανικής κρίσης. Η οποία κρίση απειλεί στην πραγματικότητα να καταστρέψει και τις πολύ ανεπαρκείς προσπάθειες αναστροφής μιας κλιματικής αλλαγής, που απειλεί τελικά να μην αφήσει τίποτα όρθιο, ούτε Ουκρανούς, ούτε Ρώσους, ούτε Αμερικανούς, ούτε Κινέζους, αν δεν ληφθούν, εντός της επομένης διετίας ή τριετίας πολύ αποφασιστικά μέτρα. Το μόνο δηλαδή που δεν φαίνεται στον ορίζοντα -το αντίθετο.
Σε ένα άρθρο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Κίνα 2049, μια ζώνη κλιματικής καταστροφής, όχι μια στρατιωτική υπερδύναμη”, που δημοσιεύτηκε πριν καν ξεσπάσει η ουκρανική κρίση, ο Michael Klare, ένας από τους πιο οξυδερκείς γεωπολιτικούς και γεωενεργειακούς αναλυτές παγκοσμίως, αφού ανασκεύαζε τις “ανησυχίες” του Πενταγώνου για τη στρατιωτική ανάπτυξη της Κίνας, κατέληγε στο άρθρο του με μια τραγική ειρωνεία. Μην ανησυχείτε για τον “Κινεζικό Λαϊκό Στρατό”, έλεγε στους Αμερικανούς στρατιωτικούς. Το 2049 θα μετακινούνται από τη μια κινεζική πόλη στην άλλη για να αντιμετωπίζουν τις καταστροφές λόγω της κλιματικής κρίσης και για να τοποθετούν σακιά με άμμο στις κινεζικές ακτές, να μην πλημμυρίσει η χώρα από την αύξηση της στάθμης της θάλασσας (https://tomdispatch.com/china-2049/). Και καλούσε τους Αμερικανούς και τους Κινέζους στρατιωτικούς να μην ασχολούνται με εντελώς παράλογα (στις σημερινές συνθήκες) παιχνίδια ανταγωνισμού και ψυχρού πολέμου, αλλά να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση της πιο φοβερής απειλής που αντιμετώπισε ποτέ ο άνθρωπος.
Παρά πάντως τη γενική υποβάθμιση των ειδήσεων για το περιβάλλον από τα μεγάλα ΜΜΕ, που ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με το ουκρανικό, οι μεγαλύτερες οικολογικές οργανώσεις και γνωστοί επιστήμονες από όλο τον κόσμο έκαναν εκ νέου, με αφορμή την τελευταία έκθεση του ΟΗΕ, δραματικές εκκλήσεις, ζητώντας πιο θαρραλέα και στηριγμένη στην επιστήμη δράση για να περιοριστούν γρήγορα και δραματικά οι εκπομπές αερίων που θερμαίνουν τον πλανήτη και να σωθεί η ζωή επί της Γης.
«Πόσο μεγαλύτερη καταστροφή πρέπει να δούμε, πόσες περισσότερες επιστημονικές εκθέσεις, προτού οι κυβερνήσεις αναγνωρίσουν ότι τα ορυκτά καύσιμα είναι υπεύθυνα για μεγάλο μέρος του ανθρώπινου πόνου πάνω στη Γη;», διερωτήθηκε η Namrata Chowdhary, της ομάδας 350.org και προσέθεσε: «Καθώς πλησιάζουμε στα σημεία καμπής για την ύπαρξη του ανθρώπου, για ακόμα μια φορά οι επιστήμονες στέλνουν ένα σαφές σήμα κινδύνου: Μαζικοί περιορισμοί των εκπομπών είναι αναπόφευκτοι αν θέλουμε να αποτρέψουμε το χειρότερο».
Η νέα έκθεση του ΟΗΕ είναι η τρίτη από τον περασμένο Αύγουστο, παρήχθη από 278 επιστήμονες από 65 κράτη και βασίζεται σε περισσότερες από 18.000 επιστημονικές εργασίες και 60.000 σχόλια επ’ αυτών από χώρες και εμπειρογνώμονες. Οι τρεις εκθέσεις που έχουν συνταχθεί τους τελευταίους μήνες, από τις τρεις υποομάδες του Πάνελ, εξετάζουν διαφορετικές πτυχές του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών του. Μια συνθετική έκθεση αναμένεται σε μεταγενέστερο χρόνο φέτος.
Η τελευταία έκθεση τονίζει την ανάγκη συστημικών αλλαγών παγκοσμίως, περιλαμβανομένης τής αποανθρακοποίησης του ενεργειακού τομέα, της μετάβασης στις ηλεκτροκίνητες μεταφορές, της στροφής σε δίαιτες που να βασίζονται περισσότερο στα φυτά και της αποκατάστασης κρίσιμων οικοσυστημάτων.
Είναι γεγονός ότι έχει αυξηθεί η δράση για το κλίμα παγκοσμίως, ιδίως σε ό,τι αφορά την αιολική και ηλιακή ενέργεια και τα ηλεκτροκινούμενα οχήματα. Εντούτοις, αν «δεν υπάρξουν άμεσες και μεγάλες μειώσεις των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, δεν είναι εφικτή η επιδίωξη να μην ξεπεράσει η αύξηση της θερμοκρασίας της Γης (εν σχέσει με την προβιομηχανική εποχή) τον 1,5 βαθμό».
Ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 ° C είναι ο optimum στόχος της συμφωνίας των Παρισίων του 2015, που περιλαμβάνει όμως και ένα χειρότερο σενάριο με 2 ° C αύξηση. Πάνω από αυτό, η ίδια η φύση θα τιμωρήσει ανελέητα το ζωικό είδος που την κατέστρεψε (αλλά και τα υπόλοιπα που δεν φταίνε σε τίποτα!).
Σύμφωνα με την έκθεση του IPCC, οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου είναι σήμερα κατά 54% περισσότερες από ό,τι το 1990. Οι εκπομπές αερίων που παγιδεύουν την ατμοσφαιρική θερμότητα ήταν υψηλότερες από ποτέ μεταξύ 2010 και 2019 και συνεχίζουν να αυξάνονται.
Όπως παρατηρεί η Kristina Dahl, υπεύθυνη για την κλιματική αλλαγή της Union of Concerned Scientists, για να μπορέσει να διατηρηθεί η βασική επιδίωξη της συμφωνίας του Παρισιού στα όρια του εφικτού χρειάζεται να ισχυροποιηθούν οι δεσμεύσεις των διαφόρων κρατών και να μειωθούν τα επίπεδα των παγκόσμιων εκπομπών αερίων που παγιδεύουν θερμότητα σε ένα επίπεδο 40% εν σχέσει με το 2019.
Εξαιτίας της αποτυχίας ελέγχου των εκπομπών μέχρι σήμερα, οι επιλογές που έχουμε τώρα δεν είναι ιδεώδεις. Παράλληλα με βαθιές, απόλυτες μειώσεις των εκπομπών, χρειάζεται και επαναπορρόφηση από την ατμόσφαιρα μέρους αυτών των εκπομπών, αν θέλουμε να μειώσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό ή και στους 2. Όμως οι περισσότεροι τρόποι απομάκρυνσης των εκπομπών από την ατμόσφαιρα συνεπιφέρουν μεγάλα και σε μερικές περιπτώσεις ανυπόφορα κόστη.
Αν από την άλλη μεριά ξεπεράσουμε το κατώφλι του 1.5 ° C, θα πάμε σε καταστροφικές κλιματικές συνέπειες, μερικές τόσο ακραίες, που η έστω και ακραία προσαρμογή δεν θα είναι δυνατή, όπως και σε σημαντικές απώλειες ζωής, περιουσίας και οικοσυστημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλο τον κόσμο. Η επιστήμη της Κλιματικής Αλλαγής, οι συνέπειές της και οι λύσεις σε αυτή δεν θα μπορούσαν να είναι σαφέστερες. Και η κορυφαία επιστήμων της Union of Concerned Scientists κατέληξε ότι τώρα η μπάλα είναι στην αυλή των ηγετών του κόσμου και των πολιτικών, που πρέπει να δράσουν κατεπειγόντως για να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια κλιματική κρίση.
H υπεύθυνη κλιματικής πολιτικής της οργάνωσης Oxfam, μιας από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες διεθνείς οργανώσεις για την καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας, Nafkote Dabi είπε, σχολιάζοντας την τελευταία έκθεση του ΟΗΕ: «Η ζοφερή και βάναυση αλήθεια για την υπερθέρμανση του πλανήτη είναι η εξής: αν δεν υπάρξει δράση σε σαρωτική κλίμακα, η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει επιδείνωση της πείνας, των ασθενειών, της οικονομικής κατάρρευσης, της μαζικής μετανάστευσης ανθρώπων και της αφόρητης ζέστης. Δεν χρειάζεται απλώς να βγάλουμε το πόδι μας από το γκάζι πια, πρέπει να «ισώσουμε» το φρένο αν θέλουμε να σώσουμε την ανθρωπότητα. Ένας θερμαινόμενος πλανήτης είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα».
Ο 1.5 ° C είναι στόχος επιβίωσης, είπε η Dabi, «που παραμένει μεν εφικτή, αλλά μόνο οριακά. Για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα χρειάζεται μια ριζική στροφή προς την βιώσιμη ανανεώσιμη ενέργεια». Χαρακτήρισε «τρέλα» την αύξηση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων, ως απάντηση στην ουκρανική κρίση και σημείωσε ότι το κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων που προκαλεί η υπερθέρμανση του πλανήτη δεν πλήττουν όλους το ίδιο.
«Αυτοί που ζουν ήδη σε φτώχεια υποφέρουν πρώτοι και χειρότερα. Ήδη οι αγρότες της Κένυας, της Αιθιοπίας και της Σομαλίας, έχασαν σοδειές και ολόκληρα κοπάδια από την ξηρασία ακραίας διάρκειας και έντασης. Εκατομμύρια άνθρωποι στην Ανατολική Αφρική είναι τώρα στο χείλος μιας καταστροφής από πείνα. Η έκθεση του ΟΗΕ είναι μνημειώδης, αλλά δεν μας εκπλήσσει, καθώς οι επιστήμονες και ο ΟΗΕ προειδοποιούν τις κυβερνήσεις επί δεκαετίες» προσέθεσε και σημείωσε: «Οι αποφάσεις που θα πάρουμε τώρα θα καθορίσει το μέλλον μας. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε για το μέλλον, γιατί δεν θα μπορούμε να πάρουμε μέτρα στο μέλλον».
«Είναι ντροπή το ότι δεκαετίες δειλών αποφάσεων, ιδιαίτερα από πλούσιες χώρες, που είναι οι κατεξοχήν υπεύθυνες για τη μόλυνση του πλανήτη, μας έχουν φέρει στο κατώφλι της κλιματικής καταστροφής, όπως την παρουσιάζει η τελευταία έκθεση του IPCC», τόνισε η Meena Raman των Φίλων της Γης από τη Μαλαισία, και προσέθεσε ότι «ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναγνωρίσουν τον ρόλο που έπαιξαν για τη δημιουργία των κλιματικών φαινομένων που ζούμε τώρα. Οι επιστήμονες επιβεβαίωσαν ότι χρειάζονται επειγόντως μεταφορά πολύ περισσότερων πόρων από τις αναπτυγμένες στις αναπτυσσόμενες χώρες, για να επιτρέψουν στις τελευταίες να προσαρμοστούν». Χωρίς μια τέτοια μεταφορά πόρων, οποιαδήποτε πρόοδος έχει -με πολύ μεγάλες δυσκολίες- καταστεί δυνατή σε αυτές τις χώρες, θα εκμηδενισθεί.