Οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ από τότε που ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε τα ηνία του Λευκού Οίκου είναι τεταμένες – η νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον εξήγγειλε σκληρή στάση απέναντι στην τουρκική κυβέρνηση. Στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και ειδικότερα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αμερικανική κυβέρνηση δείχνει ξεκάθαρα λιγότερη ανοχή στις παραβιάσεις σε σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η πολυαναμενόμενη συνάντηση μεταξύ του Μπάιντεν και του τούρκου ομολόγου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη το Σαββατοκύριακο. Συναντήθηκαν στο περιθώριο της συνόδου των G20 και συζήτησαν διμερώς για 70 λεπτά κεκλεισμένων των θυρών. Εν συνεχεία παραχώρησαν ξεχωριστά συνεντεύξεις Τύπου.
Ένας μηχανισμός κατά των «διαφορετικών απόψεων»
Από τις δηλώσεις του Μπάιντεν προκύπτει ότι οι διαφορές στις απόψεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται πιο αποτελεσματικά στο μέλλον. Στην ημερήσια διάταξη ήταν θέματα όπως «η τήρηση δημοκρατικών θεσμών, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η σημασία του κράτους δικαίου». «Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε θετικό κλίμα», ήταν το θετικό συμπέρασμα από το τουρκικό προεδρικό μέγαρο. Ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι πρόκειται «να δημιουργήσει έναν μηχανισμό με στόχο την προώθηση των αμοιβαίων δεσμεύσεων και της ενίσχυσης των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας-ΗΠΑ». Σε αυτό το πλαίσιο προβλέπεται οι υπουργοί Εξωτερικών και των δύο χωρών να πραγματοποιούν τακτικές συναντήσεις.
Παρά τα θετικά σημάδια, πολλοί ειδικοί δεν φαίνονται πεπεισμένοι ότι οι συνομιλίες στη Ρώμη έχουν θεμελιώσει μία ουσιαστική προσέγγιση στις σχέσεις των δύο χωρών. Ο πρώην πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον, Φαρούκ Λόγκογλου, δήλωσε στην DW ότι ο Ερντογάν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις σώθηκαν. «Θα προσπαθήσει να πουλήσει αυτή τη συνάντηση ως κάτι θετικό στο τουρκικό κοινό. Αλλά στην πραγματικότητα κανένα πρόβλημα δεν έχει λυθεί», δηλώνει. Όπως επισημαίνει, η αμερικανική κυβέρνηση δεν έκανε καμία πρόταση στην Τουρκία αναφορικά με την επίλυση του προβλήματος των S-400.
Μήλο της έριδος οι πύραυλοι S-400
Τον Μάιο του 2019, η τουρκική κυβέρνηση έθεσε σε δοκιμασία τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον όταν αποφάσισε να προστατεύσει τον εναέριο χώρο της με το ρωσικό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας S-400 – αυτό θεωρήθηκε προσβολή για την Ουάσιγκτον, καθώς η Ρωσία θεωρείται γεωστρατηγικός αντίπαλος της διατλαντικής συμμαχίας. Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ έσπασαν τη συμφωνία για την αγορά μαχητικών αεροσκαφών F-35. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε πρόσφατα ότι η Άγκυρα θα μπορούσε να παραλάβει τα παραπλήσια τζετ F-35, σύμφωνα με δηλώσεις του τουρκικού προεδρικού γραφείου. Το αν οι ΗΠΑ εγκρίνουν τελικά την πώληση μαχητικών αεροσκαφών δεν εξαρτάται ωστόσο μόνο από τον Μπάιντεν – απαιτείται και η έγκριση του αμερικανικού Κογκρέσου.
Κασίν: Ο Μπάιντεν χρειάζεται την Τουρκία
«Η αμερικανική πλευρά έχει όμως επίσης πολλά να χάσει», δήλωσε ο Μεσούτ Χάκι Κασίν. Ο δικηγόρος, ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής από το Πανεπιστήμιο Γεντίτεπε της Κωνσταντινούπολης πιστεύει ότι υπάρχει ένας δεσμός αλληλεξάρτησης μεταξύ των δύο χωρών. «Η Αμερική ενδιαφέρεται να προστατεύσει τα σύνορα ενός συμμάχου του ΝΑΤΟ», ενώ ο εποικοδομητικός διάλογος ανάμεσα σε Ερντογάν και Μπάιντεν θα ανοίξει το δρόμο και για την επίλυση του προβλήματος των μαχητικών αεροσκαφών, δήλωσε με αισιοδοξία ο Κασίν
Όπως προκύπτει από τις δηλώσεις Μπάιντεν, η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία ήταν επίσης βασικό θέμα στη συνάντηση. Αφορμή ενδέχεται να ήταν το διπλωματικό σκάνδαλο που έφερε ακόμη περισσότερες δυσκολίες στις σχέσεις της χώρας με τη Δύση: ο Ερντογάν απείλησε πρόσφατα με αποπομπή τους πρεσβευτές δέκα χωρών που τοποθετήθηκαν υπέρ της απελευθέρωσης του φυλακισμένου ακτιβιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων Οσμάν Κάβαλα – ένας από εκείνους ήταν και ο πρέσβης των ΗΠΑ.
Το γεγονός ότι ο Μπάιντεν εξακολουθεί να βλέπει ανοιχτά ζητήματα στις σχέσεις της χώρας με την Τουρκία όσον αφορά τη δημοκρατία και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιβεβαιώνει σε κάθε περίπτωση και η σύγκληση της «Παγκόσμιας Συνόδου Κορυφής για τη Δημοκρατία» στις 9 και 10 Δεκεμβρίου. Η Τουρκία -μαζί με την Κίνα, τη Ρωσία, το Ιράν, την Ουγγαρία, τις Φιλιππίνες και τη Μιανμάρ- δεν έλαβε πρόσκληση για τη συνάντηση.