Ενώ στη Λιβύη διαμορφώνονται ραγδαίες εξελίξεις που ενδέχεται να επηρεάσουν καθοριστικά τον γεωπολιτικό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, στην Ελλάδα επικρατεί σιγή ασυρμάτου. Τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης αποφεύγουν να καλύψουν τις μεταβολές που συντελούνται, την ώρα που αναδύονται ευκαιρίες αλλά και κίνδυνοι για τα ελληνικά συμφέροντα.
Στην Ανατολική Λιβύη, ο στρατάρχης Χαλίφα Χαφτάρ ανασυγκροτεί και ενισχύει τις δυνάμεις του, προχωρώντας σε στενότερη συνεργασία με την ρωσική παραστρατιωτική οργάνωση Wagner. Ο Χαφτάρ, ενισχυμένος πολιτικά και στρατιωτικά από τη Μόσχα —όπου και συμμετείχε στις επίσημες τελετές για τα 80 χρόνια της Αντιφασιστικής Νίκης— εκμεταλλεύεται τη ρευστότητα στην Τρίπολη και επεκτείνει την επιρροή του προς τη δυτική Λιβύη, πετυχαίνοντας στρατιωτικά κέρδη στο έδαφος.
Ταυτόχρονα, στην Τρίπολη, το κλίμα γίνεται όλο και πιο εύθραυστο. Ο μεταβατικός πρωθυπουργός Αμπντουλχαμίντ Ντμπέιμπα —ο οποίος διατηρεί στενές σχέσεις με την Άγκυρα— αντιμετωπίζει ανοιχτή αμφισβήτηση ακόμα και από τις δικές του ένοπλες ομάδες. Πληροφορίες κάνουν λόγο για εσωτερική εξέγερση μισθοφορικών μονάδων, γεγονός που κλονίζει σοβαρά τη σταθερότητα του ήδη εύθραυστου φιλοτουρκικού καθεστώτος.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ραγδαίων αλλαγών, η Ελλάδα παραμένει αδρανής. Η ελληνική εξωτερική πολιτική —προσκολλημένη στις δυτικές επιλογές και παραδομένη σε μια γραμμή στείρας ρωσοφοβίας— φαίνεται να παρακολουθεί αμήχανα τις εξελίξεις, τη στιγμή που θα μπορούσε να επιδιώξει ρόλο ισορροπιστή ή διαμεσολαβητή σε μια κρίσιμη περιοχή για τα εθνικά της συμφέροντα.
Η απουσία στρατηγικού σχεδιασμού και η αποφυγή κάθε σοβαρής δημόσιας συζήτησης για το τι πραγματικά συμβαίνει στη Λιβύη, επιτείνουν το πρόβλημα. Ενεργειακά συμφέροντα, θέματα ΑΟΖ, και ζητήματα ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο συνδέονται άμεσα με τις εξελίξεις αυτές, όμως στη δημόσια σφαίρα της χώρας επικρατεί… πέπλο σιωπής.