Στις σύγχρονες προκλήσεις από την ουκρανική κρίση, στις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται αλλά και στον ρόλο – στάση της Τουρκίας αναφέρθηκε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής.
Στην ομιλία του στην εκδήλωση της Πανελλαδικής Οργάνωσης Γυναικών «Παναθηναϊκή» με θέμα «Ελλάδα και Ευρώπη στη δίνη μεγάλων αλλαγών» έκανε ειδική αναφορά στην Τουρκία ξεκαθαρίζοντας καταρχήν ότι «με εκπτώσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας δεν εξαγοράζεται η ειρήνη», ενώ ιδιαίτερο βάρος είχε η ομιλία του στην Κύπρο.
Όπως χαρακτηριστικά τόνισε «η Τουρκία είναι χώρα αναθεωρητική. Επιδιώκει δηλαδή να μεταβάλλει την υφιστάμενη κατάσταση όπως προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες προς όφελος της. Απόδειξη αυτού είναι η άμεση ή έμμεση στρατιωτική της εμπλοκή στο Ιράκ, στην Συρία, στον Καύκασο και στην Λιβύη. Η ενεργή ανάμειξη της στα εσωτερικά των βαλκανικών χωρών με μουσουλμανικούς πληθυσμούς, με στόχο την διεύρυνση της επιρροής της. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, της Συνθήκης των Παρισίων περί εκχώρησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα του 1947, η μη αποδοχή της σύμβασης του Montego Bay για το Δίκαιο της θάλασσας, και η επιλεκτική μόνο επίκλησή του. Και βέβαια η ρητορική της και η διαρκής και πολυεπίπεδη κλιμάκωση των προκλήσεων έναντι της Ελλάδας.
Είναι κομβικής σημασίας να αντιληφθούμε με τρόπο σφαιρικό και ολοκληρωμένο την στόχευση και την στρατηγική της Τουρκίας. Με απλά λόγια να την διαβάσουμε σωστά» και αποσαφήνισε: «Είναι δραματικά διαφορετικό εάν επρόκειτο για μια χώρα που όπως σε πολλές περιπτώσεις ανά τον κόσμο έχει κάποιες διαφωνίες με ένα γειτονικό κράτος που επιθυμεί να τις λύσει με τους παραδεκτούς τρόπους επίλυσης διαφορών, ή αντίθετα επιδιώκει να ανατρέψει συνολικά το status quo με απώτερο στόχο την ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή. Δυστυχώς συμβαίνει το δεύτερο. Όλα δείχνουν ότι η Τουρκία θεωρεί ότι ιστορικά, γεωπολιτικά, με βάση το μέγεθος και τον πληθυσμό της δικαιούται ηγετικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και επέκεινα. Ρόλου που θα την αναβιβάζει σε πρωταγωνιστή και κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή, με συνακόλουθη την σχετική υποβάθμιση της σημασίας και του ρόλου των υπολοίπων και την σταδιακή καθυπόταξη τους στις προτεραιότητες της ίδιας.
Μοιραίες βλάβες στα εθνικά συμφέροντα
Οι παραδοχές αυτές δεν επιτρέπουν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Η άποψη ότι για την ένταση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις υπάρχει αμοιβαία ευθύνη, ότι η ελληνική στάση ρέπει στον μαξιμαλισμό, ότι πρέπει να επιδείξουμε μεγαλύτερη ευελιξία και συμβιβαστική διάθεση, ότι δεν μπορούμε να αρνούμαστε την διεύρυνση της ατζέντας των προς επίλυση θεμάτων που κατά το δοκούν φορτώνει ολοένα η Τουρκία, είναι εσφαλμένη. Εσφαλμένη διότι διαβάζει λάθος την Τουρκία. Γιατί στηρίζεται σε λάθος δεδομένα και οδηγεί σε ψευδαισθήσεις. Κυρίως στην ψευδαίσθηση ότι αρκεί να δείξουμε κάποια υποχωρητικότητα και όλα θα διευθετηθούν προς όφελος όλων».
Ο Κώστας Καραμανλής υπογράμμισε επίσης ότι δεν αμφισβητεί την ειλικρίνεια προθέσεων και τον πατριωτισμό κανενός και επεσήμανε: «Σέβομαι τις αντιλήψεις όλων. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς θα οδηγούσε σε σοβαρές, ίσως και μοιραίες βλάβες στα εθνικά συμφέροντα και θα αποθράσυνε ακόμα περισσότερο την άλλη πλευρά.
Βεβαίως και η Ελλάδα πρέπει να εμμένει στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και τον σεβασμό των διεθνών συνθηκών. Βεβαίως και πρέπει να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, όπως άλλωστε έπραξαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Και βεβαίως είμαστε πρόθυμοι να προσφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο για την μόνη πραγματική διαφορά στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, την οριοθέτηση δηλαδή της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Γιατί εξ ίσου βεβαίως είναι αδιανόητη διαπραγμάτευση ή παραπομπή περί γκρίζων ζωνών, κυριαρχίας επί νήσων, νησίδων και βραχονησίδων, αποστρατιωτικοποίησης νησιών που απειλούνται και του αναφαίρετου μονομερούς δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα.
Η στάση αυτή, της σταθερής γραμμής υπεράσπισης και προβολής των εθνικών θέσεων χαρακτηρίζεται ενίοτε επικριτικά ως λογική της ακινησίας. Αν όμως η δήθεν κινητικότητα, δηλαδή η μετακίνηση από πάγιες εθνικές θέσεις οδηγεί σε αντιλήψεις συμβιβασμού με τις μονομερείς και διαχρονικά αυξανόμενες τουρκικές αξιώσεις, το επιχείρημα είναι και έωλο και επικίνδυνο.
Με εκπτώσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας δεν εξαγοράζεται η ειρήνη. Το αντίθετο. Οι εκπτώσεις τέτοιου είδους απλώς μεγαλώνουν την βουλιμία και εντείνουν τις ηγεμονικές επιδιώξεις και τον επεκτατισμό των γειτόνων.
Κατά καιρούς, έτσι και πρόσφατα, εγείρεται συζήτηση περί συνεκμετάλλευσης. Σύμφωνα με το αφήγημα, ο από κοινού προσπορισμός οφέλους από τα κοιτάσματα ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο θα ήταν ισχυρό κίνητρο να ξεπεραστούν οι διαφωνίες και να οδηγηθούμε σε μια επ αμοιβαία ωφελεία διευθέτηση. Παραβλέπει όμως το αφήγημα αυτό, δύο ουσιωδέστατους παράγοντες. Πρώτον, ότι συνεκμετάλλευση δεν είναι νοητή εάν προηγουμένως δεν έχει επακριβώς οριοθετηθεί το τι ανήκει στην κάθε πλευρά σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Και δεύτερον διότι στηρίζεται στην παραδοχή ότι η αξιοποίηση του τυχόν υφιστάμενου ορυκτού πλούτου είναι το βασικό κίνητρο της συμπεριφοράς της Τουρκίας. Ενώ αντιθέτως, η συνολική της συμπεριφορά, η ρητορική της και η συνεχής κλιμάκωση των προκλήσεων, η αμφισβήτηση του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών, το ίδιο το ιδεολόγημα περί «Γαλάζιας Πατρίδας» καταδεικνύει ότι η πραγματική της στόχευση είναι η ανατροπή προς όφελος της του status quo στην περιοχή και η επιβολή καθεστώτος ηγεμονίας της.
Δεν είναι καινοφανείς οι σκέψεις αυτές και ο επί αυτών διεξαγόμενος εδώ και χρόνια διάλογος. Αποκτούν όμως ξεχωριστό ενδιαφέρον στις μέρες μας υπό το φως του πολέμου στην Ουκρανία. Και τούτο διότι κάθε πλευρά αποσκοπεί να αξιοποιήσει τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.
Αφ’ ενός η Τουρκία επιδιώκει να αναβαθμίσει το γεωπολιτικό της εκτόπισμα, διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας και με τους δύο εμπολέμους, προσφέροντας υπηρεσίες διαμεσολαβητή και αξιοποιώντας την γεωγραφική της θέση για να επηρεάσει προς όφελός της την στάση της Δύσης.
Αφ’ ετέρου η Δύση ενώπιον της ανάγκης σύμπηξης ενιαίου αντιρωσικού μετώπου να υπερεκτιμήσει την σπουδαιότητα του ρόλου της Τουρκίας, παραβλέποντας και υποτιμώντας τις κατά καιρούς αποκλίσεις της από την δυτική γραμμή και τον αλληθωρισμό της προς την Ρωσία, αλλά και την αναθεωρητική της συμπεριφορά. Η ανάγκη δηλαδή διατήρησης της ηρεμίας και της ενότητας εντός της Συμμαχίας, η διακαής επιθυμία να προσελκυσθεί η Τουρκία στις συμμαχικές προτεραιότητες, να οδηγούσε σε διάθεση κατευνασμού και καλοπιάσματος της Τουρκίας και συνακόλουθα σε πιέσεις προς τους γείτονές της να υποκύψουν έστω και μερικώς σε αξιώσεις της.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ανακύπτει ο προβληματισμός αυτός. Συχνά στο παρελθόν, ακόμα και το πρόσφατο, η συμπεριφορά της Δύσης και πρωτίστως των ΗΠΑ αντανακλούσε την αντίληψη ότι βασική προτεραιότητα στην περιοχή ήταν να κρατηθεί η Τουρκία πάση θυσία στο δυτικό στρατόπεδο. Συνέπεια της αντίληψης αυτής ήταν η υιοθέτηση πολιτικής ίσων αποστάσεων έναντι της Τουρκίας και της Ελλάδας, η αποφυγή απερίφραστης καταδίκης των κλιμακούμενων τουρκικών προκλήσεων, οι συστάσεις για διάλογο και αμοιβαίους συμβιβασμούς, παραβλέποντας ότι η μεν Ελλάδα ζητά τον σεβασμό και την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, ενώ η Τουρκία προβάλλει διεκδικήσεις διαμετρικά σε αντίθεση με αυτό, απειλεί με πόλεμο και προσφεύγει στην διπλωματία των κανονιοφόρων. Οι πρόσφατες ενέργειες και τοποθετήσεις της ηγεσίας της αποδεικνύουν ότι έχει υιοθετήσει συμπεριφορά ταραξία στην περιοχή. Ίσες αποστάσεις όμως και ουδετερότητα μεταξύ δικαίου και αδίκου, μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, συνιστά εύνοια προς τον παρανομούντα, συνιστά έμμεση και υποκριτική στήριξη προς τον ταραξία.
Οι διαπιστώσεις αυτές προφανώς και δεν αναιρούν την ορθότητα των επιλογών της Ελλάδας, να ανήκει στην Δύση, να είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Συνιστούν όμως το κεντρικό πρόβλημα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Και το πρόβλημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα και φόρτιση από τον πόλεμο της Ουκρανίας και τη γενικευμένη κρίση που ο πόλεμος αυτός προκάλεσε και προκαλεί.
Σημαίνουν ακόμα ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει και να εντείνει τις προσπάθειες της για διεύρυνση των διπλωματικών της ερεισμάτων, για ενίσχυση των αμυντικών συνεργασιών της, για διαρκή προβολή των επιχειρημάτων της ιδίως προς συμμάχους και εταίρους, όπως ήδη και σωστά πράττει, αναδεικνύοντας την ορθότητα των θέσεών της αλλά και το επιβλαβές της επαμφοτερίζουσας στάσης τους. Και βέβαια για ισχυροποίηση της αμυντικής και αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας και στήριξη, ηθική και υλική, των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων.
Οι αναφορές για την Κύπρο
Ειδικότερα για την Κύπρο τόνισε: «Ειδικά σε ότι αφορά την Κύπρο, δεν μπορεί να μην σημειωθεί η καταφανής αναντιστοιχία στην στάση των περισσοτέρων συμμάχων και εταίρων. Ενώ δηλαδή, και ορθώς, καταδικάζεται η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, επιβάλλονται κυρώσεις και ενισχύεται παντοιοτρόπως ο αμυνόμενος, το επί μισό σχεδόν αιώνα συνεχιζόμενο δράμα της Κύπρου αποσιωπάται απολύτως. Ακόμα χειρότερα, καταβάλλονται διαχρονικά προσπάθειες να γίνουν αποδεκτές λύσεις που θέτουν σε ίση μοίρα θύτη και θύμα, αναιρούν ακόμα και την υφιστάμενη κρατική οντότητα της Κύπρου, αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τα τετελεσμένα της παράνομης κατοχής και εποίκισης και θα έθεταν σε τροχιά δορυφοροποίησης την Κύπρο προς την Τουρκία και μάλιστα σε πλήρη αναντιστοιχία με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Είναι χαρακτηριστικά επ’ αυτού τα εκ των υστέρων σχόλια του Λόρδου David Hannay, βετεράνου Βρετανού διπλωμάτη και εν πολλοίς παρασκηνιακού εμπνευστή του Σχεδίου Annan, όπως δημοσιεύτηκαν στην Cyprus Mail, στις 14 Σεπτεμβρίου 2014, όταν περιέγραφε την τελική μορφή του ως «ασύνετα γενναιόδωρη» για τους Τούρκους.
Αυτή η κατάφωρα υποκριτική αναντιστοιχία εκθέτει σοβαρά όσους ομνύουν ότι μάχονται υπέρ αξιών και αρχών, και εγείρει την υποψία ότι η επιλεκτικότητα στις ευαισθησίες υπαγορεύεται όχι από αρχές αλλά από γεωπολιτικές επιδιώξεις. Εκ των πραγμάτων έτσι αποδυναμώνεται η πολιτική, δικαϊική και ηθική υπεροχή του αφηγήματος της Δύσης».