Το εκλογικό αποτέλεσµα του 41%, το οποίο χρησιµοποίησε αλαζονικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να εξαφανίσει τις ευθύνες για το έγκληµα στα Τέµπη, είναι αυτό που τον οδηγεί στο 80%. Περίπου 80% των πολιτών πιστεύει ότι υπάρχει συγκάλυψη στην υπόθεση του δυστυχήµατος, ενώ ίδιο είναι και το ποσοστό που θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξει η κυβέρνηση. Το αποτέλεσµα της µεγάλης σφυγµοµέτρησης όµως το είχε live ο πρωθυπουργός παρακολουθώντας εκατοµµύρια διαδηλωτές να τον δείχνουν µε το δάχτυλο.
Του Κώστα Βαξεβάνη
Οσοι θεωρούν υπεύθυνο τον Μητσοτάκη προφανώς και έχουν ποικίλες πολιτικές προτιµήσεις, αλλά συµφωνούν σε δύο πράγµατα: έκανε τα πάντα για να κρύψει το τι έγινε και είναι ακατάλληλος και αναξιόπιστος πλέον για να κυβερνήσει. ∆εν απαρνιούνται την κοµµατική τους ένταξη και προτίµηση, αλλά συµφωνούν ότι υπερτερούν η δικαιοσύνη και η αλήθεια. Ο πρωθυπουργός (κυρίως για όσους συµµετέχουν στα συλλαλητήρια ενώ τον ψήφισαν) φέρθηκε ανήθικα, ξεπέρασε τα όρια και πρόσβαλε την κοινωνία. Το συµπέρασµα αυτό µπορεί να µη βαραίνει όσο το ίδιο το έγκληµα, αλλά θεωρείται εξίσου έγκληµα και εξαπάτηση.
Η κοινωνική Ν∆ βράζει και µάλιστα είναι έτοιµη να καταλογίσει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι µόνο το έγκληµα στα Τέµπη αλλά και αυτά που έκανε αλλά κατάφερνε να κρύβει µε τη δηµοσιογραφία της τηλεοπτικής σκηνοθεσίας. Στο κόµµα της Ν∆ αλλά και στην κυβέρνηση τα πράγµατα δεν είναι καλύτερα. Οι υπουργοί θεωρούν ότι µετρούν µέρες εξαιτίας της τακτικής Μητσοτάκη, ενώ στελέχη άρχισαν να θυµούνται παλιού ουρανού χαλάσµατα που αφορούν τον πρωθυπουργό. Η δυσαρέσκεια βέβαια δεν θα εκδηλωθεί µε ευθεία ρήξη, αφού κανένας δεν θέλει να γίνει Σαµαράς την εποχή του υιού Μητσοτάκη και να πάρει τη ρετσινιά ότι οδήγησε το κόµµα σε ήττα. Αλλωστε το κόµµα της Ν∆, ως ιστορική παράταξη και σε αντίθεση µε τα κόµµατα της αντιπολίτευσης, λειτουργεί ως πολιτική οντότητα και όχι πολιτικό σκεύασµα µε περιτύλιγµα κάποια προσωπικότητα. Ξέρει και έχει τα αντανακλαστικά να λειτουργεί µε τρόπο που δεν οδηγεί στη διάλυση, ακόµη κι αν στο εσωτερικό του δεν υπάρχει κανένα ενοποιητικό στοιχείο.
Εξαίρεση βέβαια αποτελεί ο πρώην πρόεδρος της Ν∆ και πρωθυπουργός Αντώνης Σαµαράς, ο οποίος, αφού το προανήγγειλε, µετέτρεψε το βήµα της Βουλής σε έδρα δικαστηρίου του Μητσοτάκη. Τον απαξίωσε, τον κατηγόρησε όχι µόνο για τα Τέµπη αλλά και για µειοδοσία και τελικώς τον παρέδωσε κουρελιασµένο στο κοµµατικό ακροατήριο.
Τα θηριώδη συλλαλητήρια αποτέλεσαν στοιχείο συνειδητοποίησης του κόσµου και ταυτόχρονα έσπασαν την εικόνα παντοδυναµίας του Μητσοτάκη και το φράγµα του φόβου. Οποιος γνωρίζει από πολιτική επικοινωνία αντιλαµβάνεται πως η εικόνα παντοδυναµίας ήταν το δεύτερο πιο ισχυρό στήριγµα του πρωθυπουργού που αναπαράγεται από το πρώτο και ουσιαστικό στήριγµά του, που είναι τα µέσα ενηµέρωσης. Οταν αλλάζει όµως δραµατικά η εικόνα, το τηλεοπτικό πλάνο είναι αδύναµο να δηµιουργήσει σύγχυση. Είτε το θέλουν είτε όχι, οι δρόµοι είναι γεµάτοι κόσµο και ο ευπαθής και απαθής σε συµπεριφορά Μητσοτάκης είναι µια αλλοπρόσαλλη φιγούρα.
Οι χειρότερες κατηγορίες εναντίον του προέρχονται πλέον από εξαπατηµένους και θυµωµένους ψηφοφόρους του που δεν περιορίζονται στον εντοπισµό µόνο της πολιτικής απάτης αλλά ανακαλύπτουν και πλείστα άλλα (όχι και τόσο γοητευτικά στοιχεία) για να τον χαρακτηρίσουν και να τον απαξιώσουν. Ο άλλοτε κραταιός πολιτικός αποκαλείται γόνος, ασυναίσθητος, διαταραγµένος πολιτικά, ενώ περιγράφεται ως έτοιµος να καταρρεύσει. Λίγη σηµασία έχει αν αυτοί που τον χαρακτηρίζουν έτσι έχουν δίκιο. Η πραγµατικότητα είναι το σύνολο της αντίληψης των άλλων για την προβληµατική συµπεριφορά του και µοιραία γίνεται αυτοεπιβεβαιούµενη προφητεία.
Την ίδια ώρα υπάρχει ένα πολιτικό παράδοξο. Ενώ η κυβέρνηση έχει καταρρεύσει πολιτικά και η κοινωνική δυσφορία είναι αδιαµφισβήτητη, τα κόµµατα της αντιπολίτευσης δεν ζητούν να γίνουν εκλογές. Ο Νίκος Ανδρουλάκης κίνησε τη διαδικασία για πρότασης δυσπιστίας. Στην πραγµατικότητα, αυτό που έκανε είναι να µεταφέρει την παλλαϊκή διαµαρτυρία από τους δρόµους και να τη µαντρώσει ως δήθεν πολιτική πρόταση στη Βουλή, αλλάζοντας την ατζέντα υπέρ του Μητσοτάκη. Γιατί τι άλλο σηµαίνει να θέτεις υπό αµφισβήτηση δήθεν την κυβέρνηση και ενώ ο κόσµος εκφράζει ότι δεν τη θέλει εσύ να δηλώνεις ότι δεν θέλεις εκλογές; Πας δηλαδή στην κοινοβουλευτική διαδικασία για να επανεµφανιστεί η εικόνα του ισχυρού Μητσοτάκη που πήρε ψήφο εµπιστοσύνης.
Την ίδια συµπεριφορά –και µάλιστα ύστερα υπό υπαναχωρήσεις– εµφάνισαν και τα υπόλοιπα κόµµατα. ∆εν θέλουν Μητσοτάκη, τον οποίο δεν θέλει και η κοινωνία, αλλά δεν εκφράζουν αυτή την κοινωνική απαίτηση µέσω αιτήµατος για εκλογές ώστε να αποφασίσουν οι πολίτες.
∆εν πρόκειται για πολιτική σχιζοφρένεια αλλά για µικροπολιτικό υπολογισµό. Τα κόµµατα της αντιπολίτευσης γνωρίζουν πως, ακριβώς επειδή πολιτεύτηκαν ως κοµµάτι του πολιτικού συστήµατος που απαιτεί θέση στο πάνελ και όχι πολιτικές λύσεις, εµφανίζουν τη δυσαρέσκεια απέναντι στον Μητσοτάκη µε προβληµατικό τρόπο. Οταν κανένα κόµµα δεν θέτει το ίδιο ως θέµα ότι µπορεί να κυβερνήσει, πώς θα αντικαταστήσει τον Μητσοτάκη;
Οι ελεγχόµενες αντιπαλότητες µε την κυβέρνηση δεν διαµόρφωναν εικόνα αντιπολίτευσης αλλά διαφωνίας σε κάποιο µοίρασµα. Ο «πρεταντοριανός» Ν. Ανδρουλάκης δεν µπορούσε να υπερβεί τα εσκαµµένα για λόγους που πλέον έχει κάνει ξεκάθαρους ο ίδιος µε την πολιτική συµπεριφορά του. Η κατάσταση όµως που διαµορφώθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ µοιάζει πλέον σήµερα µε εγκατάλειψη του κόσµου που θα µπορούσε να συνταχθεί σε ένα µέτωπο για να πέσει ο Μητσοτάκης και να έρθει µια προοδευτική κυβέρνηση.
Τη στάση αυτή επισφράγισε ο Αλέξης Τσίπρας αυτοπροσώπως, ακόµη και αυτή την κρίσιµη στιγµή που το πολιτικό σύµπαν του Μητσοτάκη ζητάει µια αφορµή για να καταρρεύσει. Κανένας δεν µπορεί να κατηγορήσει τον πρώην πρωθυπουργό για το αν κουράστηκε, µαταιώθηκε, έγινε συστηµικός και προτίµησε τον δρόµο της µετάνοιας. Ολα αυτά είναι ανθρώπινα. ∆εν θα υπήρχε θέµα αν γινόταν ο Τσίπρας του Σουνίου κατά τα πρότυπα του Καραµανλή της Ραφήνας. Ο Αλ. Τσίπρας όµως ήταν παρών σε ό,τι συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ και θέλει να δηλώνει παρών µε παρεµβάσεις ειδικού τύπου και ειδικού βάρους. Εγραψε άρθρα για τα Τέµπη, διοργάνωσε µέσω του ινστιτούτου του εκδήλωση για το κράτος δικαίου, στην οποία συµπεριέλαβε και τη θεµατική ενότητα για το δυστύχηµα, και κινείται έχοντας το άγχος να υπονοεί την επιστροφή. Αλλά ντεραπάρει στη στροφή.
Είναι δυνατόν πρώην πρωθυπουργός, πρώην αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης και βουλευτής ταυτισµένος µε την Αριστερά και τη δηµοκρατία να µην αισθανθεί την ανάγκη να µιλήσει στη Βουλή και να κατατροπώσει τον Μητσοτάκη την ώρα που η κοινή γνώµη αγωνιά για όσα συµβαίνουν; Τι είναι αυτό που κάνει τον Αλ. Τσίπρα να επιλέγει και να αποζητά τη σιωπή την ώρα που οι δρόµοι φωνάζουν; Εχει ανησυχίες ως κάτοχος ινστιτούτου διοργανώνοντας εκδηλώσεις, αλλά δεν τις έχει ως βουλευτής ώστε να είναι συµβατός µε το καθήκον του;
Το πολιτικό σύστηµα έχει εκφυλιστεί και ο Μητσοτάκης αντλεί την όποια ισχύ του µόνο από αυτό. Από τον κοινά αποδεκτό και δηµιουργηµένο εκφυλισµό του.