Ανάλυση του Γ. Μαυρή της Public Issue για τα αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μαΐου.
Ο διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιδρυτής της Public Issue και αναλυτής εκλογών και ερευνών κοινής γνώμης, εξηγεί σε άρθρο του, τι σημαίνει η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ για το εκλογικό σύστημα.
Αναλυτικά γράφει:
Η εκτεταμένη αστοχία των προεκλογικών δημοσκοπήσεων, αλλά και -για τους ίδιους λόγους- των δημοσκοπήσεων εξόδου, στις πρόσφατες εκλογές, δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με τις εντυπωσιακές εκλογικές μετακινήσεις που κατέγραψε η κάλπη της 21ης Μαΐου.
Και αυτό γιατί οι δημοσκοπήσεις εξόδου αφενός πάσχουν από τις ίδιες μεροληψίες με τις προεκλογικές έρευνες και αφετέρου δεν καταγράφουν τις μετακινήσεις προς και από την αποχή. Εναλλακτικά, τα πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα προσφέρουν μια αξιόπιστη και πληρέστερη εικόνα για τις εκλογικές μετατοπίσεις που έχουν επισυμβεί μεταξύ δύο ή περισσότερων εκλογικών αναμετρήσεων.
Με βάση μια κατάλληλη στατιστική τεχνική, το αποτέλεσμα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών αναλύεται σε σύγκριση με τις προηγούμενες (του Ιουλίου 2019) και εντοπίζονται οι σημαντικότερες μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος που το καθόρισαν (βλέπε σχετικά Σημειώσεις 1 και 2 στο τέλος του άρθρου).
Η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και η σημασία της για το κομματικό σύστημα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το σημαντικότερο εκλογικό ρεύμα των πρόσφατων εκλογών. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε μείωση σε 59 από τις 60 ελάσσονες εκλογικές περιφέρειες (συμπεριλαμβανομένης εκείνης των ψηφοφόρων του Εξωτερικού). Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η Ροδόπη, λόγω της μαζικής υπερψήφισής του από τη μουσουλμανική μειονότητα. Σε αμιγώς μουσουλμανικούς δήμους ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε την απόλυτη πλειοψηφία (Αμαξάδες 62,2%, Σώστης 59,6%, Φιλλύρα 51,9%).
Εκτός Αττικής, ο εκλογικός καταποντισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι εντονότερος σε ολόκληρη την Κρήτη (Ηράκλειο -20,3%, Λασίθι -16,8%, Χανιά -16,7%, Ρέθυμνο -16,0%) και τα Δωδεκάνησα (-14,8%), στην Εύβοια (-16,1%) και στην Κέρκυρα (-14,4%). Μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική σημασία, ωστόσο, έχει το γεγονός ότι καταποντίστηκε στα εργατικά και ευρύτερα λαϊκά στρώματα, που συγκεντρώνονται στη συμπαγή ζώνη των περιφερειακών δυτικών και νοτιο-δυτικών δήμων της Αθήνας και του Πειραιά: στη Δυτική Αττική (-18,0%), στη Β’ Πειραιά (-17,5%), στον Δυτικό Τομέα Αθηνών (Β2) (-15,9%). Αυτές είναι οι δέκα εκλογικές περιφέρειες όπου καταγράφηκε η μεγαλύτερη εκλογική υποχώρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (βλέπε και παρακάτω).
Έτσι, μετά από έντεκα (11) έτη, η σημερινή εκλογική του επιρροή (1.184.500 ψήφοι) δείχνει να επανέρχεται πάλι στα επίπεδα του Μαΐου 2012 (1.061.928), όταν ξεκινούσε η ραγδαία εκλογική του άνοδος (2012-2015). Πρόκειται για μείζονα πολιτική εξέλιξη που φαίνεται να τερματίζει την περίοδο του μνημονιακού διπολισμού· διαμορφωμένου, στη βάση της διαιρετικής τομής που επέφερε η εφαρμογή των Μνημονίων στην Ελλάδα, ανάμεσα στις φιλομνημονιακές και στις αντιμνημονιακές δυνάμεις, επικαθορίζοντας τη διαίρεση Αριστερά/Δεξιά. Ο «συρρικνωμένος», πλέον, δικομματισμός (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ) διαδέχθηκε από τον Μάιο του 2012 τον παραδοσιακό μεταπολιτευτικό δικομματισμό (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ), όταν εκείνος εξαϋλώθηκε και διατηρήθηκε στην περίοδο διακυβέρνησης της (μνημονιακής) αριστεράς, 2015-2019 (64,2% – 1/2015, 63,6% – 9/2015, 71,4% – 7/2019). Το γεγονός αυτό οδήγησε -εσφαλμένα- κάποιους αναλυτές να πιστέψουν ότι η «επαναστοίχιση» (re-alignment) κομμάτων/εκλογέων, που καταγράφηκε στις εκλογές του 2019, ήταν οριστική και ότι, εφεξής, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα «κινδύνευε» να χάσει το (ΠΑΣΟΚογενές) εκλογικό του ακροατήριο. Αυτή η εκτίμηση αποδείχθηκε, κυριολεκτικά, καταστροφική. Οδήγησε τον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική ομάδα του να πιστέψει ότι, έχοντας «εξασφαλίσει» διά παντός την Αριστερά, μπορεί να κινηθεί άνετα προς το «Κέντρο» ή ακόμη και την Καραμανλική Δεξιά και να διεκδικήσει τους -δήθεν- «ταλαντευόμενους» συντηρητικούς ψηφοφόρους. Είναι περιττό να τονιστεί ότι αυτή η στρατηγική (εκλογικισμός) διαψεύσθηκε, για άλλη μια φορά, με εξαιρετικά επώδυνο τρόπο.
Στις πρόσφατες εκλογές, ο ήδη «συρρικνωμένος» δικομματισμός της μνημονιακής περιόδου υποχώρησε θεαματικά στο 60,9%. Αυτή η υποχώρηση όμως δεν είναι ισορροπημένη, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στη συντριβή του ενός πόλου του κομματικού συστήματος· εξέλιξη που αναδεικνύει προς το παρόν τον άλλο εναπομείναντα πόλο (τη Νέα Δημοκρατία) σε εν δυνάμει κυρίαρχο. Φυσικά, αυτό δεν θα κριθεί σε μια ή δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά μακροπρόθεσμα.
Μεταπολιτευτικά, η (ασύγκριτα) μεγαλύτερη, σε σχέση με την πρόσφατη, κατάρρευση εκλογικής επιρροής κομμάτων παρατηρήθηκε τον Μάιο του 2012, όταν τα δύο κόμματα της τότε διακυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) έχασαν μαζί πάνω 3 εκατ. ψήφους (ΠΑΣΟΚ, -2.179.090, ΝΔ, -1.103.616). Η σημερινή περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ (-596.557 ψήφοι) προφανώς δεν συγκρίνεται ποσοτικά με τον σεισμό του 2012, είναι όμως αντίστοιχου μεγέθους με την κατάρρευση της ΝΔ το 2009 (-699.500 ψήφοι), όταν το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία, λίγο πριν την απαρχή της μνημονιακής περιόδου.
Πού κατευθύνθηκαν οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ
Η εντυπωσιακή απομείωση της εκλογικής υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ συντελείται προς όλες τις κατευθύνσεις: και προς το ΠΑΣΟΚ, και τη ΝΔ και την αριστερά. Αυτό καθιστά και το εγχείρημα της ανάσχεσής της ιδιαίτερα δυσχερές, ίσως και αδύνατο. Οι εκλογικές απώλειες της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντιπροσωπεύουν το 41,8% της επιρροής του 2019 και η συσπείρωσή του περιορίσθηκε μόλις στο 58,2% (Πίνακας 1). Στην πραγματικότητα, οι απώλειες υπερβαίνουν σημαντικά την απόλυτη μεταβολή ψήφων που καταγράφεται μεταξύ Ιουλίου 2019 και Μαΐου 2023 στα δημοσιευμένα αποτελέσματα (596.557 ψήφοι). Σύμφωνα με την ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων που χρησιμοποιείται εδώ (βλέπε Σημείωση 2), υπερβαίνουν αριθμητικά τις 740.000 ψήφους των ψηφοφόρων του 2019 (Πίνακας 2).
Ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει τις μεγαλύτερες απώλειες ψήφων του προς το ΠΑΣΟΚ. Πράγματι, οι απώλειές του αντιπροσωπεύουν το 17,7% της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ το 2019, που αντιστοιχεί σε περίπου 315.600 ψηφοφόρους του 2019. Πρόκειται δηλαδή για το 5,3% του σημερινού εκλογικού σώματος (με βάση τα έγκυρα). Είναι γνωστό ότι στο επίπεδο της εκλογικής βάσης, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσαν «συγκοινωνούντα δοχεία». Κατά τα φαινόμενα, τώρα η ροή αντιστράφηκε και μια μερίδα ΠΑΣΟΚογενών ψηφοφόρων παλιννόστησαν στο κόμμα το οποίο είχαν εγκαταλείψει κατά τη μνημονιακή δεκαετία.
Η τάση αυτής της εκλογικής μετατόπισης εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται ευκολότερα αντιληπτή στην Κρήτη, όπου το ΠΑΣΟΚ κατέγραψε τη μεγαλύτερη, πανελλαδικά, αύξηση της επιρροής του στο Ρέθυμνο (+11,7%) και στο Ηράκλειο (+10,4%), στην Ξάνθη (+9,5%), στην Αρκαδία (+7,0%), στη Φλώρινα (+6,9%), στην Εύβοια (+6,7%) και αλλού. Ένα τμήμα από τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ αντισταθμίστηκε από τις πολύ μικρότερες εισροές που -αντίστροφα- είχε ο ΣΥΡΙΖΑ από το ΠΑΣΟΚ: 17,7% της δύναμης του ΠΑΣΟΚ το 2019, περίπου 81.000 ψήφοι ή 1,4% του εκλογικού σώματος – Πίνακες 1 & 2. Η εκλογική «επιστροφή» στο ΠΑΣΟΚ δεν έχει κοινωνική ώσμωση. Όπως διαφαίνεται στον Χάρτη 4, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στους Δήμους της Αττικής (+2,2%) είναι ως επί το πλείστον ομοιόμορφη (οριζόντια), χωρίς σημαντική κοινωνική διαφοροποίηση, όπως π.χ. συμβαίνει με το ΚΚΕ.
2) Σημαντικές απώλειες υφίσταται ο ΣΥΡΙΖΑ και προς τη Νέα Δημοκρατία. Οι απώλειές του προς το κυβερνών κόμμα αντιπροσωπεύουν το 10,5%, περίπου 187.500 ψήφους (Πίνακας 2), δηλαδή το 3,2% του εκλογικού σώματος. Είναι προφανές ότι αυτή η «διαπαραταξιακή» μετατόπιση υποεκτιμήθηκε καθαρά τόσο από τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις, όσο φυσικά και από τις δημοσκοπήσεις εξόδου. Σύμφωνα με την ανάλυση, δεν υπήρξαν αντίστροφες εισροές από τη ΝΔ προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η μετατόπιση από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ γίνεται ευδιάκριτα αντιληπτή στα Δωδεκάνησα, όπου η ΝΔ σημείωσε τη μεγαλύτερη -πανελλαδικά- αύξηση της επιρροής της κατά 8,6% (ενώ το ΠΑΣΟΚ μόλις 3%), στην Κρήτη (π.χ. Χανιά +7,1%, Λασίθι +6,1%), αλλά και στις λαϊκές περιοχές της πρωτεύουσας (π.χ. Δυτική Αττική +7,6%, Β’ Πειραιά +7,3%).
3) Ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται απώλειες και προς τα αριστερά του: Το ΚΚΕ, το ΜέΡΑ25, η Πλεύση Ελευθερίας, καθώς και οι μικρότεροι αριστεροί σχηματισμοί («Λοιπά Αριστερά») απέσπασαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, συνολικά, το 8,8% των ψηφοφόρων του 2019, περίπου 155.700 ψήφους (το ΚΚΕ 69.300 και τα υπόλοιπα κόμματα 86.400). Αθροιστικά, οι διαρροές του προς τα αριστερά αντιπροσωπεύουν το 2,6% του εκλογικού σώματος.
4) Τέλος, απώλειες υφίσταται ο ΣΥΡΙΖΑ και προς τις λεγόμενες αντιεκλογικές πρακτικές (Άκυρο/Λευκό), 49.000 ψήφους ή 2,8% της δύναμης του 2019 (Πίνακες 1 & 2).
Διαρρήχθηκε η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα της πρωτεύουσας
Τα νέα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνονται περισσότερο ευδιάκριτα στην εκλογική γεωγραφία της πρωτεύουσας (Χάρτης 1). Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, σε σύγκριση με το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται τις μεγαλύτερες απώλειες μεταξύ των λαϊκών-εργατικών στρωμάτων της πρωτεύουσας, που συγκεντρώνονται κυρίως στις εκλογικές περιφέρειες του Δυτικού Τομέα Αθηνών-Β2 (-15,9%), της Δυτικής Αττικής (-18%) και της Β’ Πειραιά (-17,5%). Η επιρροή του σε αυτές τις περιοχές συρρικνώνεται σήμερα δραματικά, σε σύγκριση με την προγενέστερη, από τα επίπεδα του 35%-40%, περίπου στο ½ (21%-23%) στον Δυτικό Τομέα (Β2) και στη Β’ Πειραιά ή και κάτω από 20% στη Δυτική Αττική (18,2%). Ενδεικτικά, οι απώλειες στο Περιστέρι (-15,6%) αντιπροσωπεύουν το 40% της επιρροής του 2019, στο Αιγάλεω (-16,7%) το 42%, στη Νίκαια (-18,2%) το 46% και στη Δραπετσώνα (-18,2%) το 48% (Πίνακας 3). Επιστρέφει δηλαδή στα επίπεδα των πρώτων εκλογών του 2012, όταν -λόγω της συντριβής του ΠΑΣΟΚ- είχε αναδειχθεί σε 2ο κόμμα (σχετικά με την τυπολογία των περιοχών που χρησιμοποιείται, βλέπε Σημείωση 3). Θα πρέπει να τονιστεί ότι από τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ στις εργατικές-λαϊκές περιοχές του Λεκανοπεδίου επωφελείται πρωτευόντως η Νέα Δημοκρατία (Χάρτης 2) και δευτερευόντως το ΚΚΕ.
Είναι γεγονός ότι το ΚΚΕ ενισχύεται σε όλους τους Δήμους της Αττικής (με μια εξαίρεση) και συγκεντρώνει περιφερειακό ποσοστό 9,1%. Η άνοδός του είναι μεν κατά μέσο όρο περιορισμένη, αλλά είναι γενική. Επιπλέον, είναι κοινωνικά επικεντρωμένη στις κατεξοχήν λαϊκές-εργατικές ζώνες του πολεοδομικού συγκροτήματος, όπου συγκέντρωσε ποσοστά 10%-15%. Στους δήμους της Δυτικής Αττικής, με ποσοστό 9,1%, το ΚΚΕ αύξησε τη δύναμή του κατά 3,2%, παίρνοντας τα υψηλότερα ποσοστά τους στον Ασπρόπυργο (16%) και στην Ελευσίνα (10%). Στην Β’ Πειραιά (10,8%), παρουσίασε αύξηση +2,8% και συγκέντρωσε ποσοστά 11%-13% (το υψηλότερο στη Νίκαια, 13%). Αντίστοιχα, στον Δυτικό Τομέα της Αθήνας (Β2), 10%-13% (στην Πετρούπολη 13,1%), ενώ αύξηση (+2,5%) κατέγραψε και στον Νότιο Τομέα της Αθήνας (Β3), ιδίως στις ιστορικές ανατολικές συνοικίες (Καισαριανή, 15%, Βύρωνας 12%), όπου διατηρεί παραδοσιακά αυξημένη επιρροή (Χάρτης 3). Συνολικά, αν και η κοινωνική επιρροή του ΚΚΕ ενισχύεται (περίπου 427.000 ψήφοι και ποσοστό 7,2%), εντούτοις δεν επιστρέφει στα υψηλά επίπεδα που είχε κατακτήσει από το 2007 (584.000 ψήφοι) έως τον Μάιο του 2012 (536.000 ψήφοι). Η σημερινή του απήχηση προσεγγίζει περισσότερο εκείνη του 2004 (437.000).
Η πρωτοφανής εκλογική νίκη της ΝΔ και η ενίσχυση της συντηρητικής παράταξης
Στις συνολικά επτά (7) περιπτώσεις διαδοχικής επανεκλογής κυβερνήσεων στη Μεταπολίτευση, υπάρχουν μόνον δύο (2) περιπτώσεις όπου το κυβερνών κόμμα σημειώνει άνοδο (Διάγραμμα 1). Η περίπτωση ΠΑΣΟΚ/Σημίτη το 2000 (+2,3%) και η σημερινή ΝΔ/Μητσοτάκη (+0,9%). Επιπλέον, το ποσοστό που έλαβε σήμερα η ΝΔ, 40,8%, είναι παραπλήσιο και συγκρίσιμο με εκείνο το οποίο είχε λάβει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στην πρώτη επανεκλογή του 1977 (41,8%), το ποσοστό του Κώστα Σημίτη στην επανεκλογή του 1996 (41,5%) και το ποσοστό του Κώστα Καραμανλή όταν επανεξελέγη το 2007 (41,8%).
Ως ποσοστό 1ου κόμματος, το σημερινό ποσοστό της ΝΔ είναι υψηλότερο από τα ποσοστά των εκλογών της περιόδου 2012-2019, αλλά δεν συγκαταλέγεται στα υψηλότερα που έχει λάβει η συντηρητική παράταξη στη μεταπολιτευτική περίοδο. Από την άλλη πλευρά, όμως, το στοιχείο που καθιστά την εκλογική της νίκη πρωτοφανή είναι ευνόητα η απόστασή της από το δεύτερο κόμμα (η λεγόμενη «ψαλίδα»): Πράγματι, η διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ (20,7%) είναι η 2η μεγαλύτερη στις 19 βουλευτικές αναμετρήσεις της 50χρονης μεταπολιτευτικής ιστορίας. Μεγαλύτερη ακόμη και από τη διαφορά του 1977, μεταξύ ΝΔ και ΕΔΗΚ (16,5%), και μικρότερη μόνον εκείνη των «έκτακτων» εκλογών του 1974 (34%).
Ο μεγάλος νικητής των εκλογών, η Νέα Δημοκρατία, αποσπώντας 2.407.860 ψήφους επαναφέρει την εκλογική-κοινωνική της επιρροή στα προ μνημονίου επίπεδα. Όταν έχασε τις εκλογές το 2009, η ΝΔ είχε συγκεντρώσει πάλι περίπου 2,3 εκατ. ψήφους (2.295.967), αλλά λόγω της υψηλότερης συμμετοχής τότε, το ποσοστό της ήταν μόλις 33,5%. Επιπλέον, η επικράτησή της συμβαδίζει και με τη συνολική παραταξιακή εκλογική ενίσχυση των κομματικών σχηματισμών της Δεξιάς. Αθροιστικά, η ΝΔ, η Ελληνική Λύση και τα υπόλοιπα μικρότερα δεξιά κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής (με μαζικότερη τη νεοπαγή ΝΙΚΗ) συγκέντρωσαν πάνω από 3 εκατ. ψήφους (3.117.820) και το εντυπωσιακό ποσοστό 52,8%, που θυμίζει 1974. Εμφανίζουν δηλαδή αύξηση, σε σύγκριση με το 2019, κατά 4,1% και 364.881 ψήφους (Πίνακας 4). Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό 6,2% του εκλογικού σώματος.
Η Νέα Δημοκρατία πέτυχε να συσπειρώσει το 86,9% των εκλογέων του 2019, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 1.956.000 ψήφους (Πίνακες 1 & 2), ενώ ταυτόχρονα ωφελήθηκε και από τη διαπαραταξιακή μετατόπιση ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ (βλέπε παραπάνω). Κάποιες διαρροές της ΝΔ σημειώθηκαν προς την Ελληνική Λύση, 1,2% της επιρροής του 2019 (περίπου 27.500 ψήφοι) και τους μικρότερους δεξιούς σχηματισμούς («Λοιπά Δεξιά»). Αθροιστικά, οι απώλειές της προς αυτά (αφορούν κυρίως τη ΝΙΚΗ) αντιπροσωπεύουν το 2,5% της επιρροής του 2019, περίπου 57.000 ψήφους. Ένα ενδιαφέρον σημείο είναι ότι η ΝΔ έχασε προς την αποχή το 6,4% των ψηφοφόρων του 2019. Ποσοστό που, σύμφωνα με την παρούσα εκτίμηση, αντιστοιχεί σε περίπου 144.000 ψήφους. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται δεν επιτρέπει να διερευνηθούν εάν οι λόγοι αυτής της αποχής είναι πολιτικοί ή κοινωνικοί. Εάν δηλαδή οφείλεται σε δυσαρέσκεια προς την ηγεσία της ή όχι.
Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του μπλοκ της Δεξιάς: Ηγεμονία στα αστικά – κυριαρχία στα μεσαία – διεύρυνση στα λαϊκά στρώματα
Παρά την ύπαρξη πολυάριθμων σχηματισμών στα δεξιά της, η ΝΔ υπερίσχυσε συντριπτικά στη συμπαγή ζώνη των βόρειων και βορειο-ανατολικών δήμων και στη νοτιο-ανατολική, παραλιακή ζώνη του συγκροτήματος της πρωτεύουσας, όπου συγκεντρώνεται ο κύριος όγκος των αμιγώς αστικών και ανώτερων μεσαίων στρωμάτων (upper, upper-middle). Στον Βόρειο Τομέα Αθηνών (Β1) συγκέντρωσε ποσοστό 46% και στην Ανατολική Αττική 45%. Στα περισσότερα από τα πλέον εύπορα προάστια, η επιρροή της κυμάνθηκε από 55% έως 75%. Συγκεκριμένα, στις αμιγώς αστικές περιοχές της πρωτεύουσας (π.χ. Εκάλη 81,6%, Φιλοθέη 75,4%, Ψυχικό, 72,1%, Βουλιαγμένη 67,2%, Διόνυσος 64,9%, Κολωνάκι 64,3%, Βούλα 62,7%) η ΝΔ εμφάνισε μικρές απώλειες, σε σχέση με το 2019, και κατά βάση διατήρησε σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα την ηγεμονία που κατέχει διαχρονικά, με μοναδική εξαίρεση την κατάρρευση του Μαΐου 2012 (βλέπε ενδεικτικά Πίνακα 5 και Χάρτη 2). Είναι φανερό ότι η αστική τάξη της χώρας παραμένει συσπειρωμένη στη Νέα Δημοκρατία και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Διατήρηση της εκλογικής της επιρροής παρατηρείται όμως και στις μικροαστικές περιοχές του Λεκανοπεδίου, τόσο σε δήμους με αντίστοιχη κοινωνική σύνθεση (π.χ. Ζωγράφου 38,5% και Αργυρούπολη 39,5%), όσο σε συνοικίες των κεντρικών δήμων της Αθήνας (π.χ. Κυψέλη 43,3%, Πατήσια 40,2%) και του Πειραιά (π.χ. Τερψιθέα 53,2%, Καλλίπολη 49,8%, Προφήτης Ηλίας 48,2%). Η Νέα Δημοκρατία, εκτός από την ηγεμονία που διατηρεί στα αστικά στρώματα, επιβεβαιώνει και την κυριαρχία της και στα μεσαία.
Περισσότερο εντυπωσιακό είναι ότι το κυβερνών κόμμα διευρύνει σημαντικά τα κοινωνικά του ερείσματα και στις λαϊκές-εργατικές περιοχές της πρωτεύουσας. Σε αυτές τις περιοχές είναι η Νέα Δημοκρατία που επωφελείται κυρίως από την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και λιγότερο το ΚΚΕ. Συγκεκριμένα, οι 3 από τις 10 μεγαλύτερες αυξήσεις που εμφάνισε η ΝΔ στις ελάσσονες περιφέρειες, σε σύγκριση με το 2019, εντοπίζονται στις περιφέρειες της Δυτικής Αττικής, +7,6% (41,9%), στη Β’ Πειραιά, +7,3% (37,4%) και στον Δυτικό Τομέα της Αθήνας-Β2, +4,8% (34,5%). Η αντίστοιχη αύξηση του ΚΚΕ στις ίδιες περιφέρειες περιορίσθηκε, αντίστοιχα, σε +3,2%, +2,8%, και +2,5% (Χάρτες 2 και 3). Χαρακτηριστικά, όπως φαίνεται στον Πίνακα 5 και στον Χάρτη 2, στις εργατικές-λαϊκές περιοχές της πρωτεύουσας, π.χ. Περιστέρι 34,1%, Αιγάλεω 34,6%, Κερατσίνι 37,4%, Νίκαια 35,2%, ανακτά ποσοστά της τάξης του 34%-37%, διευρύνοντας σημαντικά την κοινωνική της επιρροή. Πρόκειται για κοινωνική επιρροή που έχει παρατηρηθεί μεταπολιτευτικά στους εκλογικούς κύκλους της μεγάλης ανόδου της, όπως στην περίοδο 1989-1990 και 2001-2004.
Παρά την κοινωνική συνοχή και ενίσχυση που εμφανίζει σήμερα το συντηρητικό κοινωνικό μπλοκ, η σημαντική διαφορά από το 1990 ή το 2004 είναι ότι την εκπροσώπησή του δεν μονοπωλεί πλέον μόνον η Νέα Δημοκρατία, με ποσοστά 46,9% (1990) ή 45,4% (2004). Αυτή η διάσπαση είναι ευδιάκριτα ορατή στις περιφέρειες της Μακεδονίας, ιδίως στην Κεντρική (με εξαίρεση τις Σέρρες), καθώς και στον Έβρο, όπου η αυξημένη παρουσία της πληθυντικής Δεξιάς διεμβολίζει πολιτικά τη ΝΔ. Είναι εντυπωσιακό ότι η Ελληνική Λύση, η Νίκη και οι λοιποί δεξιοί σχηματισμοί συγκεντρώνουν, αθροιστικά, στην Κεντρική Μακεδονία ποσοστό 18,5%, έναντι 39,1% της ΝΔ, στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη 14,4%, έναντι 38,5% της ΝΔ (στη Δράμα 18,5% και στον Έβρο 16,9%), ενώ στη Δυτική Μακεδονία 13,5%, έναντι 40,6% της ΝΔ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Στην παρούσα ανάλυση χρησιμοποιούνται τα επίσημα (προσωρινά) εκλογικά αποτελέσματα του Υπουργείου Εσωτερικών, όπως παρέχονται από τη Singular Logic.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2: Η μέθοδος εκτίμησης των εκλογικών μετατοπίσεων στηρίζεται στο υπόδειγμα τετραγωνικού προγραμματισμού (Quadratic Programming Model) που έχει χρησιμοποιήσει η ολλανδική στατιστική υπηρεσία για τις ολλανδικές εκλογές. Βλέπε σχετικά: Carin van der Ploeg. 2008. A Comparison of Different Estimation Methods of Voting Transitions with an Application in the Dutch National Elections. Heerlen: Centraal Bureau voor de Statistiek Divisie Methodologie en Kwaliteit Sector Methodologie.
Η μέθοδος έχει εφαρμοστεί με ιδιαίτερη επιτυχία τόσο στις ελληνικές εκλογές (Ιανουαρίου 2015, Σεπτεμβρίου 2015, Ιουλίου 2019), όσο και στις κυπριακές Προεδρικές εκλογές του 2018.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3: Η κοινωνική τυπολογία των περιοχών του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Πρωτεύουσας στηρίζεται στο: Μαυρής, Γιάννης. 1993. «Οι κοινωνικές συντεταγμένες της κομματικής επιρροής: Οι σχέσεις εκπροσώπησης στην περίοδο 1974-1985.» Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Διαθέσιμη στην ιστοσελίδα ΕΔΩ και στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών ΕΔΩ