Οι ύμνοι του Ντόναλντ Τραμπ για τον Ταγίπ Ερντογάν στη διάρκεια της συνάντησής του με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου είναι ενδεικτικοί των αντιλήψεων που επικρατούν στον Λευκό Οίκο…
Του Κωνσταντίνου Τσάκαλου στο paron.gr
Πληρώνοντας τις συνέπειες μιας ανεπαρκούς και ασυντόνιστης πολιτικής, η οποία είχε ως μοναδικό γνώμονα την επικοινωνιακή προβολή του «επιτεύγματος» των ήρεμων νερών στο Αιγαίο, η κυβέρνηση σήμερα είναι αντιμέτωπη με την επώδυνη κατάσταση που η ίδια διαμόρφωσε στα ελληνοτουρκικά. Έχοντας δώσει σαφή δείγματα υποχωρητικότητας ήδη από την κρίση του «Oruc Reis», κατά την οποία ανέχθηκε οι έρευνες του τουρκικού ερευνητικού να φτάσουν στα 6,2 ν.μ. από το Καστελλόριζο, και τον τότε κορυφαίο παράγοντα του Μαξίμου, Γιώργο Γεραπετρίτη, να δηλώνει ότι η «κόκκινη γραμμή είναι τα 6 ν.μ.», η κυβέρνηση συνυπέγραψε τη Διακήρυξη των Αθηνών, η οποία οδήγησε σε αυτοπεριορισμό της άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Τον περασμένο Ιούλιο, υποχώρησε μπροστά στις απειλές της Τουρκίας, διακόπτοντας τις έρευνες του «Ievoli Relume» ανατολικά της Κάσου, εντός της ελληνικής ΑΟΖ! Αρχικά, η Αθήνα επιχείρησε να «συνεννοηθεί» με την Τουρκία, κάτι που συνιστούσε μια απαράδεκτη κίνηση, καθώς έδινε την εντύπωση διαπραγμάτευσης με την Τουρκία σχετικά με την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε το ΥΠΕΞ, το οποίο είχε αναλάβει και τις επαφές με τον Χακάν Φιντάν, οι οποίες δημιούργησαν κλίμα αισιοδοξίας ότι θα διεξαχθούν χωρίς προβλήματα οι έρευνες, η πραγματικότητα ήρθε να τις διαψεύσει.
Έτσι, ενώ η Αθήνα διέρρεε ότι είχε δρομολογηθεί η έκδοση των σχετικών Navtexs και ότι εντός των τότε προσεχών ημερών θα ξεκινούσαν οι έρευνες, η Άγκυρα φρόντισε να απαντήσει με δικές της διαρροές, προειδοποιώντας ότι «δεν θα αποδεχθεί τετελεσμένα» και ότι οι κινήσεις της Ελλάδας είναι εκτός διεθνούς δικαίου, και σε περιοχές όπου «δεν υπάρχει οριοθέτηση», και, τέλος, απειλώντας ότι η εμπλοκή και στρατιωτικών μονάδων στις έρευνες θα οδηγήσει σε κλιμάκωση της έντασης. Η Αθήνα, μέσα από μια αλληλουχία λανθασμένων χειρισμών, τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις απειλές της Τουρκίας, η οποία έχει δείξει ότι δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να επιβάλει τις θέσεις της, ακόμη και με την απειλή χρήσης βίας. Η Αθήνα υποτίμησε την αντίδραση της Τουρκίας, κάνοντας λανθασμένους υπολογισμούς. Στο ΥΠΕΞ θεώρησαν ότι το νέο, ρευστό διεθνές περιβάλλον και η προσπάθεια της Τουρκίας να προσεγγίσει την Ευρώπη θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά για κάθε κίνησή της στην Ανατολική Μεσόγειο. Προφανώς, δεν έχουν αντιληφθεί ότι είναι η Ευρώπη που εκλιπαρεί αυτήν τη στιγμή την Τουρκία να συμμετάσχει στην Ευρωπαϊκή Άμυνα και η Τουρκία απλώς παζαρεύει τα ανταλλάγματα που θα ζητήσει. Άλλωστε, είναι ενδεικτικό το πόσο ενδιαφέρονται οι Ευρωπαίοι για τη συμπεριφορά της Τουρκίας: Εκτός από δύο – τρεις χλιαρές ανακοινώσεις για τη σύλληψη Ιμάμογλου και τη σοβαρότατη παραβίαση του κράτους δικαίου, καμία άλλη αντίδραση δεν έχει υπάρξει και όλοι είναι πρόθυμοι να κάνουν τα στραβά μάτια προκειμένου να γίνει η «δουλειά» με την Τουρκία. Επίσης, η κυβέρνηση θέλησε να προβάλει ότι έχει την πλάτη του Ισραήλ και της Γαλλίας για να προχωρήσει στις έρευνες και την πόντιση του καλωδίου, θεωρώντας ότι αυτό θα λειτουργήσει αποτρεπτικά. Ακούσαμε, μάλιστα, ότι η παρουσία του γαλλικού αεροπλανοφόρου «Ντε Γκολ» στην Ελλάδα είναι… μήνυμα προς την Τουρκία και ότι ο κ. Μητσοτάκης πήγε στο Ισραήλ για να συζητήσει το θέμα με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Ακόμη περισσότερο, είδαμε δημοσιεύματα, προερχόμενα από την κυβέρνηση, σύμφωνα με τα οποία ο Νετανιάχου θα συζητούσε και το θέμα του καλωδίου στη συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ, ώστε να… συμμορφωθεί η Άγκυρα.
Όλα αυτά, βεβαίως, κινούνται στη σφαίρα της φαντασίας και του βολονταρισμού της ηγεσίας του ΥΠΕΞ και του Μαξίμου. Όλοι γνωρίζουν ότι, πέραν της πολιτικής στήριξης στο έργο του καλωδίου, ουδεμία χώρα πρόκειται να εμπλακεί σε μια αντιπαράθεση, πόσω μάλλον εάν μετατραπεί σε θερμή, για να μπορέσει η Ελλάδα να ασκήσει τα στοιχειώδη δικαιώματά της και να προασπίσει την ΑΟΖ της, την οποία έχει οριοθετήσει με συμφωνία με την Αίγυπτο. Μάλιστα, ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος, καθώς το πιθανότερο είναι ο διεθνής παράγοντας να συστήσει στην Ελλάδα και στην Τουρκία «να τα βρουν» και να ακολουθήσουν μια φόρμουλα ώστε να γίνουν οι έρευνες, κάτι που σημαίνει ότι η Τουρκία θα έχει πλέον λόγο στην πραγματοποίηση του έργου, γεγονός που αποτελεί αρχική της επιδίωξη, αφού με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει εμμέσως να κατοχυρώσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Ο μεγαλύτερος, όμως, κίνδυνος, εφόσον η Τουρκία επιδιώξει ένταση, είναι να ασχοληθεί με την υπόθεση ο αμερικανός Πρόεδρος, σε μια περίοδο κατά την οποία οι εκρηκτικές και ανορθόδοξες αντιδράσεις του σε μια σειρά διεθνών θεμάτων δεν προμηνύουν τίποτε θετικό για τη χώρα μας. Και κάθε έκκληση του κ. Τραμπ να «τα βρουν» οι δύο σύμμαχοι μεταξύ τους είναι αντιληπτό ότι θα συνιστά επιτυχία της Τουρκίας, καθώς η διαφορά αφορά την ανεμπόδιστη άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, που παρανόμως εμποδίζει η Τουρκία.
Οι ύμνοι του Ντόναλντ Τραμπ για τον Ταγίπ Ερντογάν στη διάρκεια της συνάντησής του με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου είναι ενδεικτικοί των αντιλήψεων που επικρατούν στον Λευκό Οίκο… Στο γενικότερο κλίμα, όπως κι αν προσπαθούν να το εξωραΐσουν διάφοροι κυβερνητικοί παράγοντες, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Άγκυρα, η οποία, κατόπιν συνεχών αναβολών από τον Ιανουάριο, έχει μετατεθεί για τα τέλη Απριλίου, αν και πλέον είναι ορατό το ενδεχόμενο να μετατεθεί ακόμη περισσότερο, με την ελπίδα ότι το περιβάλλον θα είναι «καλύτερο». Διότι ο κ. Μητσοτάκης δεν θέλει, προφανώς, να είναι εκείνος ο ευρωπαίος ηγέτης που θα σπεύσει πρώτος να «ξεπλύνει» τον Ερντογάν και να δώσει, μάλιστα, την εικόνα του business as usual, την ώρα που η Τουρκία αμφισβητεί ευθέως όχι μόνο τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα αλλά και την ίδια την ελληνική κυριαρχία, μέσω της διευρυμένης, πλέον, θεωρίας των «γκρίζων ζωνών».