Όπως ανακοίνωσε την Τρίτη η Eurostat το ποσοστό ανεργίας στην ευρωζώνη κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 7% και είναι το χαμηλότερο από την έναρξη των σχετικών καταγραφών το 1998. Αλλά και στην «ΕΕ των 27» η ανεργία καταγράφει ιστορικό χαμηλό, καθώς δεν ξεπερνά το 6,4%. Τα προηγούμενα «αρνητικά ρεκόρ» χρονολογούνται από τον Μάρτιο του 2020, δηλαδή λίγο πριν την έναρξη της πανδημίας, με 6,5% για την ευρωζώνη και 7,25% για το σύνολο της ΕΕ. Κατά συνέπεια η σημερινή καταγραφή αποτελεί μία ακόμη ένδειξη ότι η ευρωπαϊκή οικονομία αρχίζει να επιστρέφει στα προ πανδημίας επίπεδα.
Το μικρότερο ποσοστό ανεργίας στην ευρωζώνη έχει η Τσεχία, μόλις 2,1%. Τη θλιβερή πρωτιά της ανεργίας διατηρεί η Ισπανία με 13%, ποσοστό που είναι πάντως αισθητά χαμηλότερο από τα ποσοστά ανεργίας της τάξης του 20-25% που κατέγραφε η χώρα της Ιβηρικής στο πρόσφατο παρελθόν. Στην δεύτερη θέση εμφανίζεται η Ελλάδα με 12,7%, ενώ ακολουθεί η Ιταλία με 9%. Σύμφωνα με το γραφείο αναλυτών IHS Markit οι νέες βιομηχανικές παραγγελίες ήταν τόσο πολλές, ώστε οι μεγάλες επιχειρήσεις «επιτάχυναν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με ρυθμούς πρωτοφανείς για τα τελευταία 24 χρόνια» για να καταφέρουν να ανταποκριθούν στη ζήτηση.
Έλλειψη εξειδικευμένων στελεχών
Σύμφωνα με τη γερμανική οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει πλέον έλλειψη στελεχών υψηλής εξειδίκευσης. Μηχανικοί, σχεδιαστές λογισμικού και στελέχη πληροφορικής είναι μερικές από τις πιο περιζήτητες ειδικότητες. Επιπλέον, κάποιες χώρες ζητούν επειγόντως τεχνίτες, νοσηλευτές και εργαζόμενους στον κλάδο της εστίασης και του τουρισμού. Σύμφωνα πάντα με την Handelsblatt, μόνο στη Σουηδία εκτιμάται ότι τα επόμενα χρόνια θα χρειαστούν άλλα 70.000 στελέχη πληροφορικής. Στη Δανία παρατηρείται μεγάλη έλλειψη ιατρών. Στην Ιταλία λείπουν 400.000 εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης στον κλάδο του ηλεκτρικού και μηχανολογικού εξοπλισμού, καθώς και στον κατασκευαστικό τομέα, αλλά και στον τουρισμό. Η Τσεχία έχει συνάψει διμερείς συμφωνίες με άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, όπως επίσης με την Ινδία και τις Φιλιππίνες, για την προσέλκυση εργατικού δυναμικού.
Η κατάσταση στη Γερμανία
Στη Γερμανία η ανεργία τον Ιανουάριο καταγράφει συνήθως σημαντική άνοδο, η οποία οφείλεται σε εποχικούς παράγοντες, για παράδειγμα μειωμένη δραστηριότητα στην αγροτική παραγωγή, στον τουρισμό ή στον κατασκευαστικό κλάδο. Επιπλέον, η εμπειρία δείχνει τον Ιανουάριο ότι πολλές επιχειρήσεις αποδεσμεύουν περισσότερο προσωπικό ή αναβάλλουν για αργότερα κρίσιμες επενδύσεις και οικονομικές δραστηριότητες σε περιβάλλον αβεβαιότητας. Κατά κάποιον τρόπο το ίδιο συνέβη και φέτος, ωστόσο η αύξηση του αριθμού των ανέργων είναι πολύ μικρότερη από άλλες χρονιές. Συγκεκριμένα: Σύμφωνα με στοιχεία του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Γραφείου Απασχόλησης (BA) τον Ιανουάριο οι άνεργοι έφτασαν τους 2.462.000. Αυτός ο αριθμός είναι κατά 133.000 υψηλότερος από τον Δεκέμβριο του 2021, αλλά κατά 439.000 χαμηλότερος από τον Ιανουάριο του 2021.
«Ήταν ένα καλό ξεκίνημα για την αγορά εργασίας στο νέο έτος», εκτιμά ο επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Γραφείου Εργασίας Ντάνιελ Τέρτσενμπαχ. «Μπορεί να αυξήθηκε ο αριθμός των ανέργων, αλλά η αύξηση ήταν πολύ μικρότερη από εκείνη που καταγράφεται συνήθως». Από την άλλη πλευρά, τον Ιανουάριο αυξήθηκε αισθητά ο αριθμός των εργαζομένων που υποαπασχολούνται ή βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής εργασίας. Πρόκειται κυρίως για εργαζόμενους στον κλάδο της εστίασης ή του λιανικού εμπορίου, οι οποίοι δεν μπορούν να απασχοληθούν πλήρως, λόγω πανδημίας. Σήμερα το ποσοστό ανεργίας στη Γερμανία φτάνει το 5,1%.