Οι κεντρικές τράπεζες με τις παρεμβάσεις τους έχουν σταματήσει τον κίνδυνο ενός ανεξέλεγκτου κραχ στην παγκόσμια οικονομία.
Ο ρεαλισμός φαίνεται τώρα να κυριαρχεί στην επιτοκιακή πολιτική της Fed, αλλά και στην ΕΚΤ και στην τράπεζα της Ιαπωνίας που χρειάστηκε να παρέμβει για τρίτη φορά μέσα σε μια εβδομάδα με 55 δισ. δολάρια για την επιβράδυνση της πτώσης του γεν .
Όλα αλληλένδετα και εντελώς μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αλλά τώρα ήρθε η ώρα οι πολεμοκάπηλοι να μπουν στο πεδίο της μάχης.
Η Μόσχα ανακοινώνει ασκήσεις με πυρηνικά όπλα κοντά στην Ουκρανία και το ΝΑΤΟ προσπαθεί να εκφοβίσει τους Ρώσους και απειλεί με επέμβαση.
Η Ατλαντική Συμμαχία χάραξε μάλιστα κάποιες κόκκινες γραμμές, πέρα από τις οποίες, θα εξετάσει το ενδεχόμενο άμεσης ανάμειξης στη σύγκρουση: Αυτό θα συνέβαινε εάν η Μόσχα θα στόχευε Πολωνούς, Λιθουανούς ή Μολδαβούς. Αλλά και τους Άγγλους φυσικά, όπως απείλησε το Κρεμλίνο .Οι προειδοποιήσεις του ΝΑΤΟ δεν φαίνεται πάντως να επηρεάζουν ιδιαίτερα το Κρεμλίνο. Οι ρωσικές δυνάμεις συνεχίζει να προχωρούν, καταλαμβάνοντας σταδιακά νέα ουκρανικά εδάφη.
Σε περίπτωση κατάρρευσης του ουκρανικού στρατού, η Μόσχα θα μπορούσε ακόμη και να καταλάβει ολόκληρη ή το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής,ανατολικά του Δνείπερου.Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το ΝΑΤΟ, αφού προέβλεψε την ουκρανική νίκη, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπο με μια εικόνα υποχώρησης του Κιέβου. Το ποιο είναι αυτό το αποτέλεσμα, φυσικά, παραμένει μυστήριο.
Από την άλλη πλευρά, θα ήταν ενδιαφέρον να καταλάβουμε πού καταλήγουν τα δεκάδες δισεκατομμύρια της Δύσης που δόθηκαν στην Ουκρανία για εξοπλισμό, δεδομένου ότι τώρα ακόμη και ο πρόεδρος Ζελένσκι έχει βυθιστεί στον …μυστικιστισμό για να κρατήσει με αξιολύπητο τρόπο, ζωντανή την αφήγηση περί αντίστασης στο πεδίο της μάχης.
Δυστυχώς , όλες οι ιστορίες που ειπώθηκαν στην αρχή για το αναπόφευκτο της νίκης του Κιέβου, δεν επιβεβαιώθηκαν στο πεδίο της μάχης. Και τώρα κάποιοι δυτικοί ηγέτες, ανάμεσά τους και ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων, Χακίμ Τζέφρις υποστηρίζουν ότι εάν πέσει η Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να παρέμβουν.
Πόλεμος φθοράς
Η Συμμαχία αντιδρά απειλώντας με επέμβαση, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει έναν μακροχρόνιο πόλεμο. Και το ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης δεν λαμβάνεται υπόψη γιατί θα ήταν μια παραδοχή ότι τα αρχικά σχέδια για νίκη στην Ουκρανία, απέτυχαν.
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία έχει στριμωχτεί πολύ στη Βαλτική Θάλασσα. Ο στόλος στο Καλίνινγκραντ βρίσκεται σε μια θάλασσα που είναι υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ, μετά την ένταξη της Σουηδίας στην Ατλαντική Συμμαχία. Έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για έναν ακόμη πόλεμο στη Βαλτική Θάλασσα. Ωστόσο, μια ρωσική επίθεση σε αυτήν την περιοχή θα συνεπαγόταν τη συμμετοχή της Λευκορωσίας, εκθέτοντας το Μινσκ σε επίθεση από τους Πολωνούς. Αλλά με την κατάσταση στο Καλίνινγκραντ, η Ρωσία ουσιαστικά έχασε έναν από τους πέντε στόλους της. Όχι τώρα, αλλά στο μέλλον αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση.
Καπνός και φωτιά
Όταν υπάρχουν αυτές οι ενέργειες σημαίνει ότι δεν υπάρχει μόνο καπνός, αλλά και φωτιά. Το ΝΑΤΟ δεν έχει τη νοοτροπία να αντιμετωπίσει τον τύπο του πολέμου στην Ουκρανία: έναν πόλεμο φθοράς στον οποίο νικητής είναι όποιος καταφέρει να εξοικονομήσει τις δυνάμεις του περισσότερο. Η Ουκρανία, η οποία προσπάθησε να υιοθετήσει δυτικές θεωρίες, έχασε στην πραγματικότητα πολλή δύναμη χωρίς να πετύχει κάτι σημαντικό. Το ΝΑΤΟ φοβάται επίσης την πιθανότητα να φτάσουμε στις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου σε μια τέτοια δυσμενή κατάσταση.
Για τον πρόεδρο Μπάιντεν θα ήταν ντροπιαστικό να παρουσιαστεί ως θιασώτης ενός χαμένου πολέμου στην Ουκρανία. Εναν πόλεμο που δεν χωνεύεται από την κοινή γνώμη, όπως αυτός στη Γάζα, που οδηγεί πολλούς νέους Αμερικανούς να γυρίσουν την πλάτη στον Μπάιντεν και στους Δημοκρατικούς.
Επικίνδυνη φάση
Βρισκόμαστε σε μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση. Και ουδείς μιλά πια για διαπραγματεύσεις γιατί θα ισοδυναμούσε με παράδοση. Όποιος ήθελε έναν πόλεμο με κάθε κόστος, είναι δύσκολο να αποδεχθεί τώρα τις διαπραγματεύσεις και μάλιστα για έναν επώδυνο συμβιβασμό.
Ίσως μόνο ο Τραμπ, εάν εκλεγόταν, θα μπορούσε να διαπραγματευτεί. Εκτός αν και αυτός αλλάξει εντελώς τις απόψεις του ως ένοικος του Λευκού Οίκου.