Η «Τράπεζα» της Ιερουσαλήμ στον Λευκό Οίκο – Οι Εβραίοι χρηματοδότες του Τραμπ, το real estate μιας γενοκτονίας και η εξαγορά της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ

Η Μίριαμ Άντελσον και το 100 εκατ. δολαρίων “χρυσό εισιτήριο” στον Λευκό Οίκο – Η RJC, το AIPAC και οι πολιτικοί μηχανισμοί πίσω από την επιρροή – Τι ενώνει στρατηγικά Τραμπ και Νετανιάχου πέρα από την πολιτικήΗ Ριβιέρα του Κούσνερ: Το παραλιακό real estate της εθνοκάθαρσης

Του Ειδικού Συνεργάτη

Ο Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο το 2025, όχι απλώς ως πολιτικός ηγέτης, αλλά ως σύμβολο μιας νέας, πιο κυνικής εποχής: που η εξωτερική πολιτική, οι επιχειρήσεις και η ιδεολογία συντήκονται σε ένα εκρηκτικό κράμα. Η ιδιαίτερη σχέση του με το Ισραήλ και ειδικά με τον πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου έχει επανέλθει στο επίκεντρο – όχι μόνο ως διπλωματική σύμπραξη, αλλά ως πολυεπίπεδος άξονας επιρροής, χρηματοδότησης και οικονομικών συμφερόντων, με επίκεντρο τα παλαιστινιακά εδάφη.

Η δημοσιογραφική αυτή έρευνα καταγράφει τις νέες πτυχές αυτής της σχέσης, αποκαλύπτοντας το πώς το Παλαιστινιακό έχει μετατραπεί σε «ευκαιρία αξιοποίησης» και πώς ένα τμήμα της αμερικανικής ελίτ επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει τον πόλεμο.


Η επιστροφή των δωρητών: Ποιος πληρώνει για την πολιτική του Τραμπ;

Η εκστρατεία Τραμπ το 2024 δεν βασίστηκε μόνο στον πολιτικό του μηχανισμό. Στηρίχθηκε και σε μια νέα συμφωνία: χρηματοδότηση με αντάλλαγμα ακλόνητη στήριξη του Ισραήλ. Στην καρδιά της συμφωνίας αυτής βρίσκεται η Μίριαμ Άντελσον. Η δισεκατομμυριούχος, γνωστή για τη φιλανθρωπική της δραστηριότητα υπέρ εβραϊκών σκοπών, πρόσφερε 100 εκατομμύρια δολάρια στην εκστρατεία του Τραμπ.

Η Άντελσον, κληρονόμος μιας πολιτικής και οικονομικής δυναστείας που έχει στηρίξει όλα τα μεγάλα πρότζεκτ της ισραηλινής δεξιάς στις ΗΠΑ, φέρεται να επεδίωκε σκληρότερες θέσεις στο Παλαιστινιακό. Η πολιτική συναλλαγή δεν ήταν ούτε κρυφή ούτε έμμεση: η στήριξη συνοδεύτηκε από πίεση για ευθυγράμμιση με ακραίες ισραηλινές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής προσάρτησης της Δυτικής Όχθης.

Ταυτόχρονα, η Republican Jewish Coalition επένδυσε εκατομμύρια δολάρια σε στοχευμένες δράσεις για να κινητοποιήσει την εβραϊκή ψήφο υπέρ του Τραμπ – με εντυπωσιακά αποτελέσματα: 32% των Εβραίων Αμερικανών τον στήριξαν, ενώ σε κρίσιμες πολιτείες τα ποσοστά του άγγιξαν έως και 46%.

Ο Ντόναλντ Τραμπ στο οβάλ γραφείο
Ο Ντόναλντ Τραμπ στο οβάλ γραφείο

Η προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ για τις εκλογές του 2024 έλαβε σημαντικές ενέσεις χρηματοδότησης από διακεκριμένα μέλη της φιλοϊσραηλινής εβραϊκής κοινότητας. Κεντρικό ρόλο έπαιξε η δισεκατομμυριούχος Μίριαμ Άντελσον, σύζυγος του εκλιπόντος μεγιστάνα των καζίνο Σέλντον Άντελσον. Η Άντελσον, γνωστή για τις φιλανθρωπίες της υπέρ εβραϊκών σκοπών και τη στήριξή της στη Ρεπουμπλικανική παράταξη, δώρισε το εντυπωσιακό ποσό των 100 εκατομμυρίων δολαρίων σε μια επιτροπή στήριξης του Τραμπ μέσα στο 2024. Η συνεισφορά αυτή, η οποία δόθηκε τμηματικά κατά τους μήνες Ιούλιο έως Σεπτέμβριο 2024, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη μεμονωμένη χρηματοδότηση προς την καμπάνια του Τραμπ, ξεπερνώντας ακόμα και μεγιστάνες όπως ο Ίλον Μασκ. Η Μ. Άντελσον συνεχίζει έτσι την πολιτική κληρονομιά που είχε χτίσει μαζί με τον σύζυγό της: η οικογένεια Άντελσον υπήρξε επί χρόνια από τις ισχυρότερες «πηγές» χρηματοδότησης των Ρεπουμπλικανών, στηρίζοντας τον Τραμπ σε όλες τις τελευταίες προεδρικές εκλογές. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τραμπ την είχε τιμήσει το 2020 με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, ενώ η ίδια είχε φτάσει να προτείνει να προστεθεί «Βίβλος του Τραμπ» στην εβραϊκή Τορά ως ένδειξη της προσήλωσής της σε εκείνον. Σύμφωνα με αναφορές, η Άντελσον πιέζει για ακόμη πιο φιλοϊσραηλινές θέσεις – π.χ. είχε διαδοθεί (αν και επισήμως διαψεύστηκε) ότι ήθελε ο Τραμπ να υποστηρίξει δημόσια την ισραηλινή προσάρτηση της Δυτικής Όχθης ως αντάλλαγμα για τη χρηματοδότησή της. Παρά τις διάψευσεις, είναι σαφές πως η Μ. Άντελσον εναντιώνεται στη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους και ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη σκληρή γραμμή της ισραηλινής δεξιάς.

Άλλη μια κομβική πηγή πολιτικής στήριξης ήταν η Republican Jewish Coalition (RJC), οργάνωση που εκπροσωπεί συντηρητικούς εβραίους ψηφοφόρους. Το RJC όχι μόνο υποστήριξε ανοιχτά τον Τραμπ, αλλά επένδυσε και $15 εκατομμύρια δολάρια σε στοχευμένη καμπάνια για την κινητοποίηση του εβραϊκού εκλογικού σώματος υπέρ του. Με πρωτοβουλίες ενημέρωσης και εθελοντές σε κρίσιμες πολιτείες, το RJC διατυμπάνισε ότι συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη του Τραμπ, σημειώνοντας ότι το ποσοστό των εβραίων ψηφοφόρων που τον επέλεξαν αυξήθηκε στο 32% το 2024 – το υψηλότερο για Ρεπουμπλικανό υποψήφιο από το 1988. Σε πολιτείες-κλειδιά όπως η Αριζόνα, η Νεβάδα και η Πενσυλβάνια, ο Τραμπ έφτασε να κερδίσει ακόμα και 38–46% του εβραϊκού πληθυσμού σύμφωνα με τις αναλύσεις exit polls. Οι επικεφαλής του RJC, όπως ο γερουσιαστής Νορμ Κόουλμαν, δήλωσαν ότι πολλοί Εβραίοι ψηφοφόροι απογοητεύτηκαν από τους Δημοκρατικούς (κατηγορώντας τους για ανεπάρκεια στην ασφάλεια της εβραϊκής κοινότητας και “υπονόμευση” του Ισραήλ) και έτσι στράφηκαν προς τον Τραμπ, ειδικά εν μέσω του πολέμου του Ισραήλ με τη Χαμάς.

Η Μίριαμ Άντελσον
Η Μίριαμ Άντελσον

Επιπλέον, σημαίνοντες φιλοϊσραηλινοί οργανισμοί εξέφρασαν δημόσια την υποστήριξή τους. Η Σιωνιστική Οργάνωση Αμερικής (ZOA), η αρχαιότερη σιωνιστική οργάνωση στις ΗΠΑ, τίμησε τον Τραμπ ως «τον καλύτερο φίλο που είχε ποτέ το Ισραήλ στον Λευκό Οίκο». Στο ετήσιο γκαλά της ZOA το 2022, ο Τραμπ τιμήθηκε με το ανώτατο βραβείο της οργάνωσης – το Χρυσό Μετάλλιο Θεόδωρος Χερτσλ – σε αναγνώριση της προσφοράς του στο Ισραήλ. Η τιμητική αυτή διάκριση έχει απονεμηθεί ελάχιστες φορές στην ιστορία της ZOA, γεγονός που υπογραμμίζει το πόσο πολύ εκτιμήθηκαν οι αποφάσεις του (όπως η μεταφορά της πρεσβείας και η αναγνώριση της κυριαρχίας στο Γκολάν) από τους σιωνιστικούς κύκλους. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν τάχθηκε όλο το εβραϊκό λόμπι υπέρ του Τραμπ – οργανώσεις προοδευτικών εβραίων όπως η J Street στήριξαν τους αντιπάλους του. Για παράδειγμα, η J Street ανακοίνωσε ότι συγκέντρωσε $6 εκατ. για την προεκλογική εκστρατεία της Καμάλα Χάρις (υποψήφιας των Δημοκρατικών) ως αντίβαρο στη φιλοϊσραηλινή παντοδυναμία του AIPAC και των σκληροπυρηνικών δωρητών. Συνολικά όμως, ο Τραμπ μπήκε στην εκλογική αναμέτρηση του 2024 έχοντας την ευρεία εύνοια των πιο ισχυρών «γερακιών» του εβραϊκού λόμπι, που έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν πιστό σύμμαχο του Ισραήλ.

Ποιοι είναι οι βασικοί χρηματοδότες του Τραμπ (2024)

ΌνομαΙδιότηταΣυνεισφορά
Μίριαμ ΆντελσονΔισεκατομμυριούχος, φιλάνθρωπος$100 εκ. – μεγαλύτερη ατομική δωρεά
Republican Jewish CoalitionΠολιτική οργάνωση$15 εκ. σε στοχευμένη εκστρατεία
ΖΟΑ (Zionist Organization of America)Σιωνιστική οργάνωσηΤίμησε τον Τραμπ με Χρυσό Μετάλλιο
J StreetΠροοδευτικοί ΕβραίοιΣτήριξε Χάρις – $6 εκ. αντίβαρο στο AIPAC

Μια πολιτική χωρίς προσχήματα: Ο Τραμπ αγκαλιάζει την ισραηλινή ατζέντα

Η επιστροφή του Τραμπ σήμανε και την επιστροφή σε μια απόλυτα φιλοϊσραηλινή πολιτική. Καμία αναφορά στα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Καμία διπλωματική ισορροπία. Στον απόηχο του πολέμου με τη Χαμάς, ο Τραμπ κάλεσε το Ισραήλ να δράσει «όπως θεωρεί σωστό» – χωρίς όρους, χωρίς αναστολές.

Η προοπτική δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους απορρίπτεται ανοιχτά. Ο ίδιος ο Τραμπ χαρακτήρισε «ουτοπία» τη λύση των δύο κρατών, προτείνοντας στη θέση της έναν χάρτη που ευνοεί την πλήρη ισραηλινή κυριαρχία – έδαφος, ασφάλεια, και πολιτικό έλεγχο. Το παλαιστινιακό όραμα αντικαθίσταται από μια γεωπολιτική στρατηγική: Συμφωνίες Αβραάμ με αραβικές χώρες, χωρίς Παλαιστίνη στο τραπέζι.

Η στάση του Τραμπ απέναντι στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη (2024–25)

Ως πρόεδρος (2017–2021), ο Τραμπ είχε ήδη διαμορφώσει ένα πρωτοφανώς φιλοϊσραηλινό ιστορικό: μετέφερε την πρεσβεία των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ και αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, παρά τις διεθνείς αντιδράσεις. Επιπλέον, το 2019 αναγνώρισε την ισραηλινή κυριαρχία στα Υψίπεδα του Γκολάν – μια κίνηση που ανέτρεψε δεκαετίες αμερικανικής πολιτικής και χαιρετίστηκε θερμά από την κυβέρνηση Νετανιάχου. Την ίδια χρονιά, η κυβέρνηση Τραμπ εξέδωσε γνωμοδότηση (υπό τον ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο) ότι οι εβραϊκοί εποικισμοί στη Δυτική Όχθη «δεν παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο», ανακαλώντας επίσημα την προηγούμενη θέση των ΗΠΑ ότι οι εποικισμοί είναι παράνομοι και εμπόδιο στην ειρήνη. Οι αποφάσεις αυτές προκάλεσαν την οργή των Παλαιστινίων – οι οποίοι είδαν τις ΗΠΑ να ευθυγραμμίζονται πλήρως με τις μονομερείς αξιώσεις του Ισραήλ – αλλά παράλληλα εδραίωσαν τον Τραμπ ως τον ίσως πιο φιλοϊσραηλινό πρόεδρο στην ιστορία στα μάτια της ισραηλινής κοινής γνώμης.

Κατά την προεκλογική περίοδο του 2024, εν μέσω του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς, ο Τραμπ έδωσε λευκή επιταγή στο Ισραήλ ως προς τις στρατιωτικές του ενέργειες. Λίγο μετά την επίθεση της Χαμάς (7 Οκτωβρίου 2023), απευθύνθηκε στον Νετανιάχου λέγοντάς του δημόσια «κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις», ενθαρρύνοντας μια σκληρή ισραηλινή απάντηση στη Γάζα. Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν παρότρυνε το Ισραήλ να δείξει αυτοσυγκράτηση λόγω της ανθρωπιστικής κρίσης που εκτυλισσόταν στη Γάζα, ο Τραμπ δεν έθεσε τέτοιους όρους. Αντιθέτως, υποσχέθηκε ότι αν επέστρεφε στον Λευκό Οίκο θα έφερνε άμεσα «ειρήνη στη Μέση Ανατολή» και θα τερμάτιζε τον πόλεμο, χωρίς όμως να παρουσιάσει συγκεκριμένο σχέδιο για το πώς θα επιτευχθεί αυτό. Στη νικητήρια ομιλία του μετά τις εκλογές, μάλιστα, καυχήθηκε – εσφαλμένα – ότι επί προεδρίας του «δεν είχαμε πολέμους» και ότι αυτός δεν ξεκινά πολέμους, αλλά «τους σταματά».

Ντόναλντ Τραμπ και Μπενιαμίν Νετανιάχου
Ντόναλντ Τραμπ και Μπενιαμίν Νετανιάχου

Η ρητορική του Τραμπ προς διαφορετικά ακροατήρια υπήρξε αντιφατική. Από τη μία, επιχείρησε να κερδίσει την υποστήριξη φιλοϊσραηλινών σκληροπυρηνικών: σε συγκεντρώσεις επαίνεσε τις επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού, όπως την εξόντωση ηγετών της Χαμάς, δηλώνοντας ότι ο Νετανιάχου «κάνει καλή δουλειά». Σε ιδιωτική εκδήλωση δωρητών τον Μάιο 2024, υπογράμμισε πως στηρίζει «το δικαίωμα του Ισραήλ να συνεχίσει τον πόλεμό του κατά της τρομοκρατίας», απαριθμώντας τις φιλοϊσραηλινές πολιτικές της προηγούμενης θητείας του, και δεσμεύτηκε να καταστείλει δυναμικά τις φιλοπαλαιστινιακές διαδηλώσεις και κινήματα στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ ταυτόχρονα επεδίωξε να προσεγγίσει και το αραβοαμερικανικό και μουσουλμανικό εκλογικό σώμα, εκμεταλλευόμενος τη δυσαρέσκειά του για την φιλοϊσραηλινή στάση των Δημοκρατικών. Χαρακτηριστικά, ενώ μια μέρα πανηγύριζε για τις σκληρές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα, λίγες ώρες αργότερα, σε συνάντηση με Άραβες ηγέτες στο Μίσιγκαν, τους διαβεβαίωνε ότι εκείνος θα φέρει ειρήνη στην περιοχή. Αυτή η διττή προσέγγιση – «σιδερένια πυγμή» υπέρ του Ισραήλ προς το δεξιό ακροατήριο, αλλά και ασαφείς υποσχέσεις ειρήνης προς τους Άραβες – δείχνει τον πραγματισμό του Τραμπ στην εξυπηρέτηση πολιτικών συμφερόντων.

Στο ουσιαστικό ζήτημα της λύσης του Παλαιστινιακού, ο Τραμπ απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο από την παραδοσιακή «λύση των δύο κρατών». Σε συνέντευξή του τον Απρίλιο 2024 εξέφρασε ανοικτά σκεπτικισμό, λέγοντας: «Κάποτε πίστευα ότι τα δύο κράτη θα μπορούσαν να δουλέψουν. Τώρα νομίζω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο». Πράγματι, το ειρηνευτικό σχέδιο που είχε προτείνει στο τέλος της πρώτης θητείας του (το αυτοαποκαλούμενο «Deal of the Century») προέβλεπε έναν κατακερματισμένο παλαιστινιακό κρατίδιο χωρίς συνέχεια, περικυκλωμένο από ισραηλινό έδαφος, όπου το Ισραήλ θα ενσωμάτωνε μεγάλους εποικισμούς και θα διατηρούσε τον απόλυτο έλεγχο της ασφάλειας. Ουσιαστικά, επρόκειτο για συνθηκολόγηση των Παλαιστινίων υπό τον μανδύα μιας υποτυπώδους κρατικής οντότητας – όρος που οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν. Σήμερα, ο Τραμπ δείχνει ακόμη λιγότερη διάθεση για συμβιβασμούς: τόσο ο ίδιος όσο και στενοί του σύμμαχοι (π.χ. η Μ. Άντελσον) τάσσονται κατά της ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους. Αντί αυτού, η έμφαση δίνεται σε μια περιφερειακή προσέγγιση: συνέχιση των Συμφωνιών του Αβραάμ – δηλαδή της εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ με αραβικές χώρες χωρίς επίλυση του Παλαιστινιακού. Ήδη από το 2020, ο Τραμπ είχε μεσολαβήσει σε συνθήκες ομαλοποίησης μεταξύ του Ισραήλ και τεσσάρων αραβικών κρατών (ΗΑΕ, Μπαχρέιν, Σουδάν, Μαρόκο), σπάζοντας την μέχρι τότε θέση ότι η αραβική αναγνώριση του Ισραήλ εξαρτάται από την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Ο ίδιος υπερηφανεύεται ότι οι συμφωνίες αυτές έγιναν εφικτές χάρη στην «αποφασιστική ηγεσία» του, όπως ανέφερε και ο Νετανιάχου εξυμνώντας τον το 2020. Στον νέο του προεκλογικό λόγο, ο Τραμπ υποσχέθηκε να επεκτείνει τέτοιες συμφωνίες (στοχεύοντας και τη Σαουδική Αραβία) και να “πετύχει το αδύνατο” φέρνοντας τη «μεγάλη συμφωνία» στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν ότι ακόμα κι αν επιδιώξει εκεχειρίες ή μεμονωμένες συμφωνίες για λόγους επίδειξης, η στενή σχέση του με την ισραηλινή ηγεσία σημαίνει ότι δύσκολα αυτές οι κινήσεις θα βελτιώσουν πραγματικά τις προοπτικές των Παλαιστινίων ή θα δημιουργήσουν βιώσιμο δρόμο προς ένα παλαιστινιακό κράτος.


Νετανιάχου και Τραμπ: Επιστροφή της πιο επικίνδυνης πολιτικής σχέσης

Η σχέση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου υπήρξε ένα κομβικό στοιχείο της πολιτικής του στη Μέση Ανατολή. Κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, οι δύο ηγέτες είχαν πολύ στενή συνεργασία: ο Νετανιάχου εξήρε επανειλημμένα τον Τραμπ ως μεγάλο φίλο του Ισραήλ και αξιοποίησε πολιτικά τις αποφάσεις του. Ενδεικτικά, το 2019 η κυβέρνηση Νετανιάχου ονόμασε έναν υπό ίδρυση οικισμό στα κατεχόμενα Υψίπεδα του Γκολάν «Trump Heights» (Ραμάτ Τραμπ), ως φόρο τιμής για την αμερικανική αναγνώριση της ισραηλινής κυριαρχίας εκεί. Σε επίσημη τελετή εγκαινίων, παρουσία του ίδιου του Νετανιάχου και του Αμερικανού πρέσβη, αποκαλύφθηκε μια μεγάλη πινακίδα με το όνομα του Τραμπ πλαισιωμένη από τις σημαίες Ισραήλ και ΗΠΑ – ένα πρωτοφανές γεγονός που σηματοδότησε πόσο στενά ταυτίστηκε ο Τραμπ με το ισραηλινό κράτος. Ο Νετανιάχου είχε κάθε λόγο να προβάλλει αυτή τη σχέση: οι κινήσεις Τραμπ (Ιερουσαλήμ, Γκολάν, σκληρή στάση έναντι Ιράν και Παλαιστινίων) ενίσχυαν το προφίλ του Νετανιάχου εντός Ισραήλ, επιτρέποντάς του να εμφανίζεται ως ηγέτης που μπορεί να φέρει απτά διπλωματικά κέρδη.

Ωστόσο, στα τέλη του 2020, μετά την ήττα του Τραμπ στις εκλογές, οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν προσωρινά. Ο Τραμπ αισθάνθηκε προδομένος όταν ο Νετανιάχου συνεχάρη γρήγορα τον εκλεγμένο πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, επιδιώκοντας να διαφυλάξει τη διμερή σχέση. Σε ιδιωτικές του δηλώσεις που διέρρευσαν, ο Τραμπ ξέσπασε εναντίον του Νετανιάχου με ακραίες εκφράσεις (“toν έγραψα στα παλιά μου τα παπούτσια” – «f**k him»), κατηγορώντας τον για έλλειψη προσωπικής αφοσίωσης. Ο Νετανιάχου προσπάθησε να υποβαθμίσει το επεισόδιο, εκφράζοντας την «ύψιστη εκτίμησή» του για τον Τραμπ και τα όσα έκανε για το Ισραήλ. Πράγματι, παρά την πρόσκαιρη ένταση, αμφότεροι γνώριζαν ότι η σύμπραξή τους θα μπορούσε να αναβιώσει αν οι πολιτικές συγκυρίες το έφερναν.

Και αυτό ακριβώς συνέβη το 2024. Ο Νετανιάχου –που από τα τέλη του 2022 ηγείται ξανά της κυβέρνησης του Ισραήλ, επικεφαλής ενός δεξιού/ακροδεξιού συνασπισμού– επιθυμούσε διακαώς την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Νετανιάχου κατέβαλε προσπάθειες να επανακτήσει την εύνοια του Τραμπ, παρασκηνιακά μεσολαβώντας ώστε να αποκατασταθεί η μεταξύ τους εμπιστοσύνη. Μόλις ανακοινώθηκε η εκλογική νίκη του Τραμπ το 2024, ο Νετανιάχου ήταν από τους πρώτους ηγέτες που τον συνεχάρησαν, δηλώνοντας δημόσια ότι η νίκη αυτή «φέρνει μια νέα αρχή για την Αμερική και μια ισχυρή επαναβεβαίωση της μεγάλης συμμαχίας μεταξύ Ισραήλ και Αμερικής». Ταυτόχρονα, εξέχοντα μέλη της κυβέρνησής του εξέφραζαν ανοικτά τον ενθουσιασμό τους: ο ακροδεξιός Υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, Ιταμάρ Μπεν Γκβίρ, διακήρυξε βέβαιος ότι ο Τραμπ συμμερίζεται πλήρως τις σκληρές τους πολιτικές – μάλιστα είπε ότι αναμένει «να δουν μάτι με μάτι» με τον Τραμπ για μέτρα όπως η επιβολή θανατικής ποινής σε Παλαιστινίους που καταδικάζονται για τρομοκρατία.

Σε πρακτικό επίπεδο, η επανεκλογή Τραμπ έφερε άμεση σύσφιξη των επίσημων σχέσεων. Μέσα στις πρώτες δύο εβδομάδες της νέας θητείας (Ιανουάριος 2025), ο Νετανιάχου πραγματοποίησε επίσκεψη στην Ουάσιγκτον για συνομιλίες. Κατά τη συνάντησή τους στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ φρόντισε να ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις προτεραιότητες του Ισραήλ στον πόλεμο της Γάζας. Σύμφωνα με ισραηλινές πηγές, ο Τραμπ ζήτησε από τον Νετανιάχου να τελειώσει τον πόλεμο στη Γάζα μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του (Ιανουάριος ’25), ώστε η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ να μη βρεθεί με εκκρεμότητες πολέμου. Αν και αυτό δεν επετεύχθη πλήρως, ο Τραμπ μόλις ανέλαβε, τάχθηκε ανοιχτά υπέρ των ακραίων προτάσεων του Ισραήλ. Όταν πρότεινε μια ριζοσπαστική “λύση” για τη Γάζα (όπως θα δούμε παρακάτω), ο Νετανιάχου ήταν ο μόνος ηγέτης παγκοσμίως που επαίνεσε την ιδέα, λέγοντας ότι είναι «αξιοσημείωτη» και αξίζει διερεύνησης. Είναι εμφανές ότι οι δύο άνδρες λειτουργούν πλέον με πλήρη σύμπνοια, ο καθένας εξυπηρετώντας και τα συμφέροντα του άλλου: ο Τραμπ προσφέρει πολιτική και στρατιωτική στήριξη χωρίς επιφυλάξεις, ενώ ο Νετανιάχου του εξασφαλίζει το κύρος του «προστάτη του Ισραήλ» και ενισχύει το αφήγημα ότι επί Τραμπ το Ισραήλ θα είναι πιο ασφαλές.

Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι αναλυτές προειδοποιούν ότι μια δεύτερη θητεία Τραμπ ίσως αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι για τον Νετανιάχου. Από τη μια, ο Τραμπ είναι πιθανότατα ανοιχτός σε πρωτοβουλίες που θα αλλάξουν ριζικά τον χάρτη της περιοχής υπέρ του Ισραήλ – για παράδειγμα, δεν αποκλείεται να στηρίξει επίσημα μια μελλοντική προσάρτηση τμημάτων της Δυτικής Όχθης στο Ισραήλ, νομιμοποιώντας de jure τα τετελεσμένα των εποικισμών. Ήδη, στελέχη του Τραμπ έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι η κυβέρνησή του θα αναγνωρίσει μια «αλλαγή συνόρων» αν το ζητήσει το Ισραήλ, εγκαταλείποντας οριστικά τις παλιές αμερικανικές επιφυλάξεις. Από την άλλη, ο απομονωτισμός που χαρακτηρίζει τον Τραμπ –η ρητορική του «America First»– ενδέχεται μακροπρόθεσμα να σημάνει μικρότερη προθυμία ανάμειξης των ΗΠΑ σε παρατεταμένες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Δηλαδή, αν η σύγκρουση με τη Χαμάς ή το Ιράν κλιμακωθεί, ένας «κουρασμένος» Τραμπ ίσως διστάσει να εμπλέξει ανοιχτά αμερικανικές δυνάμεις ή να παράσχει λευκή επιταγή βοήθειας χωρίς όρους. Προς το παρόν πάντως, όλα τα σημάδια δείχνουν ότι το δίδυμο Τραμπ-Νετανιάχου λειτουργεί και πάλι αρμονικά, προωθώντας μια συγκερασμένη ατζέντα: μέγιστη πίεση στους Παλαιστίνιους, σύγκρουση με το Ιράν και ενίσχυση του γεωπολιτικού άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ.


Το real estate ως γεωπολιτική στρατηγική: Η υπόθεση Γάζα

Η πιο ριζοσπαστική πρόταση του Τραμπ ήρθε τον Φεβρουάριο 2025: «Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής» – ένα σχέδιο που προβλέπει τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων από τη Γάζα, την προσωρινή αμερικανική διοίκηση και την μετατροπή της περιοχής σε τουριστικό παράδεισο.

Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας ήταν καταιγιστική: το σχέδιο χαρακτηρίστηκε ως απόπειρα εθνοκάθαρσης. Όμως για το περιβάλλον Τραμπ –και ειδικά για τον Τζάρεντ Κούσνερ– αυτό ήταν ένα «λογικό» σχέδιο: η γη έχει αξία, και οι κάτοικοί της εμποδίζουν την «αξιοποίησή» της.

Ο Κούσνερ, που βλέπει τη Μέση Ανατολή ως «πρόβλημα real estate», επενδύει ήδη σε εταιρείες με δραστηριότητα στους εποικισμούς. Η επιχειρηματική δραστηριότητα συνδέεται πλέον ανοιχτά με πολιτική στρατηγική. Το real estate και η αποικιοκρατία συναντιούνται στο όνομα της ανάπτυξης.

Επιχειρηματικά συμφέροντα και πολιτική: Το real estate στην Παλαιστίνη

Μια ιδιαίτερη πτυχή της σχέσης Τραμπ-Ισραήλ είναι η τάση της ομάδας του Τραμπ να αντιμετωπίζει το Παλαιστινιακό υπό το πρίσμα των ευκαιριών real estate. Αυτό δεν είναι περίεργο, δεδομένου ότι τόσο ο ίδιος ο Τραμπ όσο και βασικοί συνεργάτες του έχουν προέλθει από τον χώρο των ακινήτων. Ο γαμπρός του, Τζάρεντ Κούσνερ, υπήρξε χαρακτηριστικό παράδειγμα: ως ανώτερος σύμβουλος στη Μέση Ανατολή κατά την πρώτη θητεία, ήταν εκ των αρχιτεκτόνων του «σχεδίου ειρήνης» και των Συμφωνιών του Αβραάμ. Ο Κούσνερ συνήθιζε να λέει πως η αραβοϊσραηλινή διένεξη δεν είναι παρά μια διαφορά για ακίνητα – «nothing more than a real-estate dispute», όπως δήλωσε το 2024 σε εκδήλωση στο Χάρβαρντ. Με αυτήν τη νοοτροπία, πρότεινε ότι το πρόβλημα της Γάζας θα λυνόταν αν επενδύσεις και ανάπτυξη έπαιρναν τη θέση της σύγκρουσης. Σε ομιλία του τον Φεβρουάριο 2024, ο Κούσνερ ανέφερε πως η παραλιακή έκταση της Γάζας έχει «τεράστια αξία ως real estate» και ότι «θα έκανε το παν [αν ήταν το Ισραήλ] για να μετακινήσει τον πληθυσμό έξω, και μετά να καθαρίσει την περιοχή». Εν ολίγοις, περιέγραψε ανοιχτά ένα σχέδιο εκτοπισμού των κατοίκων (“move the people out”) προκειμένου να αναπτυχθεί οικονομικά η περιοχή – μια τοποθέτηση που ευθυγραμμίζεται με την ακροδεξιά ισραηλινή αντίληψη ότι η Γάζα (χωρίς τους Γαζαίους) θα μπορούσε να μετατραπεί σε “Μεσόγειο Ριβιέρα”.

Κούσνερ και Νετανιάχου
Κούσνερ και Νετανιάχου

Πράγματι, αμέσως μετά την ορκωμοσία του τον Ιανουάριο 2025, ο Τραμπ προκάλεσε διεθνή σάλο παρουσιάζοντας μια ριζοσπαστική πρόταση για το μέλλον της Λωρίδας της Γάζας. Πρότεινε οι ΗΠΑ (ή μια διεθνής δύναμη υπό αμερικανικό έλεγχο) να αναλάβουν τη διοίκηση της μεταπολεμικής Γάζας, με την προσωρινή (ή μόνιμη) μεταφορά των Παλαιστινίων κατοίκων εκτός Γάζας κατά την ανοικοδόμηση, ώστε στη συνέχεια η περιοχή να αναπτυχθεί ως ένα διεθνές τουριστικό θέρετρο – μια «Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής» κατά την έκφρασή του. Ουσιαστικά, ο Τραμπ οραματίστηκε τη Γάζα «καθαρισμένη» από τους κατοίκους της και μεταμορφωμένη σε τόπο παραθερισμού με πολυτελή θέρετρα και ξενοδοχεία, υπό δυτικό έλεγχο. Η πρόταση αυτή συντάραξε τη διεθνή κοινότητα: η Ρωσία, η Κίνα, η Γερμανία, οι αραβικές χώρες – ακόμα και στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ – την καταδίκασαν ως απαράδεκτη, επισημαίνοντας ότι συνιστά νέα εθνοκάθαρση και παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Παρά τις προσπάθειες του Λευκού Οίκου να μετριάσει τη διατύπωση (διευκρινίζοντας ότι ο Τραμπ δεν μιλούσε αναγκαστικά για μόνιμο εκτοπισμό ή για αποστολή Αμερικανών στρατιωτών στο έδαφος), η ουσία παρέμεινε: ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ αμφισβήτησε ανοιχτά την παλαιστινιακή κυριαρχία στη Γάζα και έθεσε στο τραπέζι μια επιχειρηματική «λύση» όπου η γη της Γάζας θα άλλαζε χρήση και πληθυσμό. Ο ίδιος ο Νετανιάχου –όπως αναφέρθηκε– βρήκε την ιδέα «αξιοσημείωτη» και αξιόλογη για εξέταση, επιβεβαιώνοντας πόσο ευθυγραμμισμένες είναι οι προσεγγίσεις τους.

Τα επιχειρηματικά συμφέροντα πίσω από τέτοιες ιδέες δεν είναι θεωρητικά. Ο Τζάρεντ Κούσνερ, έχοντας φύγει από τον Λευκό Οίκο το 2021, ίδρυσε την ιδιωτική επενδυτική εταιρεία Affinity Partners, μέσω της οποίας έχει ήδη αρχίσει να επωφελείται από τις πολιτικές αυτές. Τον Ιανουάριο 2025 αποκαλύφθηκε ότι ο Κούσνερ διπλασίασε το μερίδιό του στην ισραηλινή εταιρεία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών Phoenix Holdings στο ~10%, καθιστώντας τον έτσι τον μεγαλύτερο μέτοχό της. Η Phoenix είναι μια από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρείες του Ισραήλ, με ευρύτατη εμπλοκή στην οικονομία των εποικισμών: έχει χρηματοδοτήσει και ασφαλίσει πολλαπλά κατασκευαστικά έργα σε εβραϊκούς εποικισμούς της Δυτικής Όχθης και του κατεχόμενου Γκολάν, διαθέτει το 80% ενός μεγάλου εμπορικού κέντρου σε εποικισμένη περιοχή της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, και παρέχει χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε δημοτικά συμβούλια οικισμών όπως η Μπέιταρ Ίλιτ και το Ορανίτ. Ουσιαστικά, πρόκειται για εταιρεία που κερδίζει από την επέκταση των εποικισμών – μιας δραστηριότητας που το διεθνές δίκαιο θεωρεί παράνομη και που βρίσκεται στο επίκεντρο της βίας κατά των Παλαιστινίων. Η επένδυση του Κούσνερ σε αυτήν μόνο τυχαία δεν είναι: εγκρίθηκε από τις ισραηλινές ρυθμιστικές αρχές λίγες μόλις ώρες πριν ανακοινωθεί η πρώτη εκεχειρία στον πόλεμο της Γάζας (Νοέμβριος 2023), την οποία –σύμφωνα με ρεπορτάζ– ο ίδιος ο Κούσνερ συμβούλευσε στο παρασκήνιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι αμέσως μετά την επίτευξη εκείνης της εκεχειρίας, ο Τραμπ (ως νεοεκλεγείς τότε) ανακοίνωσε πως η κυβέρνησή του θα άρει τις κυρώσεις που είχε επιβάλει ο Μπάιντεν εναντίον ακραίων ισραηλινών εποίκων υπεύθυνων για βία κατά Παλαιστινίων. Οι κυρώσεις αυτές αφορούσαν περιορισμούς βίζας σε γνωστούς παραβάτες εποίκους· ο Τραμπ, σε μια κίνηση καλής θέλησης προς την ισραηλινή δεξιά, έσπευσε να τις καταργήσει, στέλνοντας μήνυμα ανοχής (αν όχι ενθάρρυνσης) για την επέκταση των εποικισμών.

Κούσνερ και Νετανιάχου
Κούσνερ και Νετανιάχου

Συνθέτοντας τα παραπάνω, διαφαίνεται μια ανησυχητική σύζευξη οικονομικών συμφερόντων και πολιτικής στάσης. Ο Τραμπ και το περιβάλλον του όχι μόνο υποστηρίζουν ρητορικά το Ισραήλ, αλλά έχουν και άμεσα οικονομικά οφέλη από την αδιάλλακτη γραμμή: οι επενδύσεις του Κούσνερ θα ευημερήσουν όσο επεκτείνονται οι εποικισμοί και παραμένει ανύπαρκτη η προοπτική παλαιστινιακής κρατικής υπόστασης. Ο ειδικός απεσταλμένος που διόρισε ο Τραμπ για τη Μέση Ανατολή, Στηβ Γουίτκοφ, είναι κι αυτός δισεκατομμυριούχος του real estate, επιφορτισμένος ουσιαστικά να προσεγγίζει την περιοχή με όρους «συναλλαγών» και όχι δικαιωμάτων. Ήδη πριν καν αναλάβει επίσημα ο Τραμπ, ο Γουίτκοφ διαδραμάτισε ρόλο στην επίτευξη της (προσωρινής) εκεχειρίας Ισραήλ-Χαμάς το φθινόπωρο 2023, πιέζοντας σκληρά τον Νετανιάχου να την αποδεχτεί – φέρεται μάλιστα να του είπε πως η σχέση του με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο θα κινδύνευε αν δεν συνεργαζόταν. Αυτή η δήλωση είναι αποκαλυπτική: ο Τραμπ αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ρυθμιστή «συμφωνιών» (dealmaker) που μπορεί να χρησιμοποιήσει τόσο την πίεση όσο και το δέλεαρ των επενδύσεων για να πετύχει στόχους. Σε αυτό το πλαίσιο, η “ειρήνη” που υπόσχεται δεν στηρίζεται σε αρχές διεθνούς δικαίου ή δικαιοσύνης, αλλά μάλλον σε ένα μεγάλο παζάρι όπου η παλαιστινιακή γη και τα δικαιώματα μπαίνουν στη ζυγαριά με οικονομικά ανταλλάγματα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τραμπ περιβάλλεται από άτομα που βλέπουν τον κόσμο μέσα από τον φακό του κέρδους: όπως σχολίασε δηκτικά αρθρογράφος, «για τον Τραμπ, όλα είναι business».

Το αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης είναι ότι η πολιτική του Τραμπ απέναντι στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη εξυπηρετεί άμεσα τόσο την ιδεολογία του όσο και τις τσέπες των ανθρώπων του. Οι Παλαιστίνιοι, αντίθετα, αντιμετωπίζονται σαν εμπόδιο που πρέπει να μετακινηθεί για να «αξιοποιηθεί» η γη τους – μια λογική αποικιοκρατικού χαρακτήρα που ανάγει ένα ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αυτοδιάθεσης σε ευκαιρία real estate. Η διεθνής κοινότητα έχει αντιδράσει έντονα σε τέτοιες ιδέες, αλλά όσο ο Τραμπ και το φιλοϊσραηλινό λόμπι διατηρούν αυτή την ισχύ, οι εξελίξεις για τη Μέση Ανατολή κινούνται σε αχαρτογράφητα – και δυνητικά εκρηκτικά – μονοπάτια.


Επιχειρηματίες-μεσολαβητές: Η νέα διπλωματία του χρήματος

Ο διορισμένος απεσταλμένος του Τραμπ για τη Μέση Ανατολή, Στηβ Γουίτκοφ, είναι κι αυτός μεγιστάνας των ακινήτων. Η «ειρήνη» που προωθεί δεν βασίζεται σε διεθνές δίκαιο, αλλά σε πιέσεις, συμφωνίες και αποδόσεις επένδυσης. Οι εκεχειρίες γίνονται εργαλείο διαπραγμάτευσης – όχι για δικαιοσύνη, αλλά για στρατηγικά οφέλη.

Η νέα αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή είναι απλή: δεν υπάρχει παλαιστινιακό κράτος, μόνο διαχείριση ενός πληθυσμού που θεωρείται «εμπόδιο» στην οικονομική πρόοδο. Η Γάζα και η Δυτική Όχθη αντιμετωπίζονται σαν ακίνητα υπό ανάπτυξη – όχι σαν πατρίδες ενός λαού.

Κομβικές στιγμές στη σχέση Τραμπ – Ισραήλ

ΗμερομηνίαΓεγονόςΑνάλυση / Αντίκτυπος
Δεκ. 2017Αναγνώριση Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσαςΣηματοδοτεί τη μονομερή στήριξη του Ισραήλ από ΗΠΑ
Μαρ. 2019Αναγνώριση κυριαρχίας Ισραήλ στα Υψίπεδα ΓκολάνΠαραβίαση διεθνούς δικαίου, πολιτική νίκη για Νετανιάχου
Ιαν. 2020«Deal of the Century» για το ΠαλαιστινιακόΑπόρριψη από Παλαιστινίους, αποδοχή από ισραηλινή δεξιά
Σεπτ. 2020Συμφωνίες Αβραάμ με ΗΑΕ – ΜπαχρέινΠαράκαμψη Παλαιστινιακού για εξομάλυνση Ισραήλ–Αράβων
Οκτ. 2023Έκρηξη Ισραήλ–ΧαμάςΤραμπ δίνει «πράσινο φως» για ισραηλινή σκληρή απάντηση
Νοέ. 2023Παρασκηνιακή μεσολάβηση Τραμπ για εκεχειρίαΣτόχος να προβληθεί ως μελλοντικός ειρηνοποιός
Ιαν. 2025Ορκωμοσία Τραμπ – Νετανιάχου πρώτος στις επαφέςΆμεση ευθυγράμμιση με ισραηλινές πολεμικές προτεραιότητες
Φεβ. 2025Πρόταση Τραμπ για «Riviera» στη ΓάζαΚαταδίκη ως σχέδιο εθνοκάθαρσης
Φεβ. 2025Άρση κυρώσεων σε βίαιους εποίκουςΣήμα ατιμωρησίας – ενίσχυση εποικιστικής βίας

Ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη;

Η δεύτερη θητεία του Τραμπ φέρνει μια νέα εποχή για το Ισραήλ – και έναν ζοφερό ορίζοντα για τους Παλαιστινίους. Η προσέγγισή του βασίζεται στην επιβολή, την επιχειρηματικότητα και την απορρύθμιση κάθε νομικού ή ηθικού φραγμού. Οι ειρηνευτικές πρωτοβουλίες μετατρέπονται σε επενδυτικά σχέδια. Οι άμαχοι σε εμπόδιο. Το διεθνές δίκαιο σε λεπτομέρεια.

Το ερώτημα που απομένει δεν είναι αν ο Τραμπ μπορεί να φέρει ειρήνη. Είναι αν ο κόσμος μπορεί να επιτρέψει την ειρήνη να σημαίνει αποδοχή της αδικίας – με αντάλλαγμα κέρδος, πολιτική επιρροή και επενδυτικές ευκαιρίες.

Διαβάστε οπωσδήποτε

google news svg icon

Ακουλούθησε το Periodista.gr στο Google News για να μαθαίνεις όσα δεν τολμούν ή δεν θέλουν να γράψουν οι άλλοι.

Περισσότερα

Άρθρα
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Πυρηνική βόμβα από κορυφαίο υπουργό του Τσίπρα: «Δεν έπρεπε να ρίξουμε τον Σαμαρά. Δεν έπρεπε να πάρουμε την εξουσία»

Η Πυθία καταγράφειΑναγνώστριες και αναγνώστες μου. Συντρόφισσες και σύντροφοι.Ο...

Κάτω από τα ραντάρ των δημοσκόπων: Τα δύο κόμματα που ετοιμάζονται για την εκλογική έκπληξη

Η Πυθία αποκαλύπτειΑναγνώστριες και αναγνώστες μου. Συντρόφισσες και σύντροφοι.Ενώ...