Στρατηγική αναπροσαρμογή εν μέσω αμερικανικών κυρώσεων και νέων γεωπολιτικών ισορροπιών
Σημαντική κινητικότητα παρατηρείται τις τελευταίες εβδομάδες στον ελληνόκτητο στόλο δεξαμενόπλοιων, με εταιρείες που μέχρι πρόσφατα μετέφεραν τεράστιες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου να αποσύρονται αθόρυβα από τη συγκεκριμένη αγορά.
Οι ελληνικές ναυτιλιακές, οι οποίες διακινούσαν έως και το ένα τρίτο των ρωσικών εξαγωγών, έχουν σταματήσει σχεδόν πλήρως τη συνεργασία τους με τις ρωσικές εταιρείες παραγωγής.
Η αλλαγή στάσης δεν είναι τυχαία. Οι νέες αμερικανικές κυρώσεις που υπέγραψε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σε βάρος της Rosneft και της Lukoil έχουν δημιουργήσει περιβάλλον νομικής και επιχειρηματικής αβεβαιότητας. Την ίδια ώρα, η Ουάσιγκτον φέρεται να έχει στείλει σαφή μηνύματα προς ναυτιλιακά συμφέροντα της Μεσογείου, ζητώντας «πλήρη συμμόρφωση» με το καθεστώς κυρώσεων.
Αποτέλεσμα είναι μια ιδιότυπη «σιωπηρή αποχώρηση». Ενώ πριν από λίγους μήνες ελληνικά πλοία μετέφεραν 10–20 εκατ. βαρέλια τον μήνα από τα ρωσικά λιμάνια, οι μεταφορές έχουν πλέον σχεδόν μηδενιστεί. Το κενό καλύπτει ο λεγόμενος shadow fleet, στόλος πλοίων με αδιευκρίνιστη ιδιοκτησία που δρα εκτός επίσημων ναυτιλιακών κύκλων.
Παράλληλα, τα ναύλα για τη μεταφορά ρωσικού αργού έχουν εκτοξευθεί. Ένα δρομολόγιο προς την Ινδία κοστίζει πλέον έως και 10 εκατ. δολάρια, δείγμα του ρίσκου που αναλαμβάνουν όσοι παραμένουν ενεργοί.
Στους ναυτιλιακούς κύκλους της Αθήνας, η στάση των εταιρειών ερμηνεύεται ως ένδειξη σταθερότητας και διεθνούς αξιοπιστίας έναντι των πρόσκαιρων κερδών. Με τις ΗΠΑ να ενισχύουν την επιρροή τους στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά και την Ελλάδα να διεκδικεί ρόλο κεντρικού κόμβου LNG, η «σιωπηλή αποχώρηση» μοιάζει περισσότερο με στρατηγική αναπροσαρμογή παρά με υποχώρηση.
