Ο βουλευτής της ΝΔ Χρήστος Τριαντόπουλος με επιστολή που απέστειλε στον πρόεδρο της Προανακριτικής Επιτροπής Παναγή Καππάτο εκφράζει την επιθυμία-αίτημα να προχωρήσει η διαδικασία απευθείας παραπομπής του στην Δικαιοσύνη, κατά τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών.
Η επιστολή του κ. Τριαντόπουλου, που διαβιβάστηκε και στα 24 μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής, αναφέρει:
«Αξιότιμε κ. Πρόεδρε και μέλη της Επιτροπής,
Όπως γνωρίζετε, μετά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής συστάθηκε η Επιτροπή σας, η οποία οφείλει να εξετάσει με ακεραιότητα και αμεροληψία την αποδιδόμενη σε εμένα κατηγορία, όπως αυτή οριοθετήθηκε από την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, πρόταση που υπερψήφισε, με δική μου προτροπή, η πλειοψηφία, ώστε να κριθεί εάν υπάρχουν οι απαιτούμενες απλές ενδείξεις, προς κίνηση σε βάρος μου ποινικής διώξεως για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος.
Όπως εξ αρχής δήλωσα, είμαι απολύτως αθώος όσων η πρόταση τούτη μου αποδίδει, κάτι που προκύπτει από μια στοιχειώδη -πλην όμως ψύχραιμη- επισκόπηση και της πρότασης του ΠΑΣΟΚ, και προς τούτο άλλωστε και ήμουν ο πρώτος που ζήτησε τη διερεύνηση της υπόθεσης, προκειμένου καμία σκιά να μην πλανάται ως προς την Αλήθεια.
Δυστυχώς, είναι εμφανές ότι διάγουμε μια περίοδο ακραίας πολιτικής πόλωσης όπου, κατά την άποψή μου, ένα τραγικό δυστύχημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο έχει εργαλειοποιηθεί από την αντιπολίτευση, προς απόσπαση πρόσκαιρων πολιτικών ωφελημάτων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, φοβούμαι πως το όποιο πόρισμα εκδώσει η Επιτροπή σας θα αποτελέσει αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης, η οποία μοιραία θα με ακολουθεί στο υπόλοιπο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου μου. Και η ακεραιότητά μου, στα μάτια των συμπολιτών μου, είναι κάτι που δεν είναι, για εμένα τουλάχιστον, διαπραγματεύσιμο.
Επειδή λοιπόν δεν θα ήθελα η κρίση σας, επί της υποθέσεώς μου, να εκληφθεί ως ενδεχομένως εδραζόμενη στην πολιτική και κομματική ταυτότητα των μελών της Επιτροπής σας, επιθυμία μου είναι, όσο παράδοξο και εάν τούτο εκ πρώτης μπορεί να φαντάζει, να κριθώ από την τακτική Δικαιοσύνη, κατά τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών, αφού οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί διαθέτουν εγγυημένη ανεξαρτησία και αμεροληψία, αλλά και αυξημένες γνώσεις και κύρος.
Από την πρώτη στιγμή της εμπλοκής μου στην πολιτική, θεωρώ ακράδαντα και το ακολουθώ, πως η στάση, η πορεία και οι επιλογές ενός πολιτικού πρέπει να συνιστούν παράδειγμα για την κοινωνία και την πατρίδα που θέλουμε να έχουμε για τα παιδιά μας και τις επόμενες γενιές.
Επαναλαμβάνω ότι δεν έχω τίποτα να κρύψω, ούτε να φοβηθώ. Έχω απόλυτη πίστη στην αθωότητά μου και τυφλή εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, η οποία και επιθυμώ να με κρίνει απευθείας, ως σας ζητώ δια της παρούσας να πράξετε, λαμβάνοντας σχετική απόφαση».
Η Επιτροπή, θα συζητήσει την επιστολή – αίτημα του κ. Τριαντόπουλου κατά την συνεδρίαση της Πέμπτης το πρωί.
ΠΑΣΟΚ: «Ας μην κάνουν τους τιμητές και τους γενναίους, εκείνοι που ύψωσαν τείχος προστασίας στον Κώστα Καραμανλή»
«Έτσι και αλλιώς ο κ. Τριαντόπουλος θα παραπεμφθεί ενώπιον του φυσικού του δικαστή ως αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, η οποία θυμίζουμε ότι λοιδορήθηκε από την κυβέρνηση ως δήθεν εργαλειοποίηση», αναφέρει το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής σε ανακοίνωση του,
Σημειώνει ότι «πρέπει να παραπεμφθεί, όμως, με βάση τα όσα προβλέπουν το Σύνταγμα και οι νόμοι και όχι όπως βολεύει τη Νέα Δημοκρατία, τους πολιτικούς της σχεδιασμούς και την επικοινωνιακή διαχείριση του πολιτικού κόστους».
«Ας μην κάνουν τους τιμητές και τους γενναίους, εκείνοι που ύψωσαν τείχος προστασίας στον Κώστα Καραμανλή απορρίπτοντας το αίτημα του ΠΑΣΟΚ για σύσταση προανακριτικής επιτροπής στη βάση του πορίσματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Τι άλλαξε από τότε μέχρι σήμερα, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας;», σχολιάζει το ΠΑΣΟΚ.
Μητσοτάκης: Η πρωτοβουλία του Χρήστου Τριαντόπουλου αποτελεί ένα γενναίο βήμα που δεν έχει σύγχρονο προηγούμενο
«Η πρωτοβουλία του Χρήστου Τριαντόπουλου να ζητήσει από την Προανακριτική Επιτροπή την παραπομπή του στη Δικαιοσύνη αποτελεί ένα γενναίο βήμα που δεν έχει σύγχρονο προηγούμενο. Ένα βήμα που του επιτρέπει να κριθεί από τακτικούς δικαστές, οι οποίοι απολαμβάνουν των συνταγματικών εγγυήσεων λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Και μία ενέργεια που απεγκλωβίζει την αναζήτηση τυχόν ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων από τις τοξικές μικροκομματικές διαμάχες. Αυτές στις οποίες εξακολουθούν να επιδίδονται, δυστυχώς, τα άλλα κόμματα», αναφέρει σε ανάρτησή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο πρωθυπουργός τονίζει: «Παρά τα πραγματικά στοιχεία, σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε προεξοφλήσει τόσο τη δήθεν ενοχή του Χρήστου Τριαντόπουλου όσο και την τάχα κυβερνητική «συγκάλυψη». Έτσι όλες οι πτέρυγες της Βουλής τίθενται προ των ευθυνών τους: Θα συμφωνήσουν, άραγε, με την πρωτοβουλία του υπουργού; Ή, μήπως, θα κρυφτούν και πάλι πίσω από τεχνάσματα και υπεκφυγές για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα;
Η σημερινή εξέλιξη, ωστόσο, επιβεβαιώνει και κάτι ακόμη. Όπως έχω προαναγγείλει, πλησιάζει η ώρα για μια δραστική τομή στο άρθρο 86 του Συντάγματος. Ήδη, από το 2006, ως νεοεκλεγείς βουλευτής, μαζί με 7 συναδέλφους, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας, είχα προτείνει την αναθεώρηση της συγκεκριμένης διάταξης, ώστε να διακρίνεται το ποινικό στοιχείο της δίωξης των Υπουργών από τις κατά καιρούς πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ενώ το 2019, αναθεωρήσαμε το Σύνταγμα, καταργώντας την ειδική αποσβεστική προθεσμία για τα αδικήματα των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών».
Ο κ. Μητσοτάκης προσθέτει: «Μάλιστα, αν και είναι αυτονόητο ότι το Σύνταγμα εφαρμόζεται άμεσα, με νομοθετική παρέμβαση στο επόμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, καταργείται και ρητά η αντίθετη πρόβλεψη του νόμου περί ευθύνης υπουργών, που έχει καταστεί ανενεργή ήδη από το 2019. Είναι καιρός με τη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος να ενισχύσουμε πιο αποφασιστικά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα. Διευκολύνοντας την αναζήτηση της αλήθειας και περιορίζοντας ή και εξαλείφοντας την αρμοδιότητα και την εμπλοκή της Βουλής στην ποινική δίωξη υπουργών. Γιατί αποστολή του Κοινοβουλίου δεν είναι, ούτε να αθωώνει πολιτικούς φίλους, ούτε να καταδικάζει πολιτικούς αντιπάλους!».