Του Στέλιου Κούλογλου
Είναι σαν κάτι να κυνηγά την οικογένεια: οι ΥΠΕΞ. Οι υπουργοί Εξωτερικών που επιλέγονται, όταν κάποιο μέλος αναλάβει την πρωθυπουργία. Το 1990 κανείς δεν περίμενε ότι ο 39χρονος Αντώνης Σαμαράς θα ξεκινήσει αντάρτικο κατά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός της ΝΔ τον είχε αποσπάσει από την πολύ δεξιά, αβερωφική πτέρυγα του κόμματος, για να τον προωθήσει στη θέση του υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Συνασπισμού το 1989 και αργότερα στο πόστο του υπουργού Εξωτερικών της δικής του κυβέρνησης.
Ένα χρόνο μετά, ο Α. Σαμαράς θα αρχίζει να παίρνει αποστάσεις, για να διαμορφώσει τη δική του εθνικιστική ατζέντα στο Μακεδονικό, το οποίο ο πολιτικός του προϊστάμενος επείγεται να κλείσει. Η Γιουγκοσλαβία φλέγεται και ούτε οι πιο στενοί σύμμαχοι της Ελλάδας δεν μπορούν να καταλάβουν, πως το θέμα της ονομασίας μπορεί να εμποδίζει την αναγνώριση της αποσταθεροποιημένης Γιουγκοσλαβικής τότε Δημοκρατίας της Μακεδονίας, που κινδυνεύει επίσης να εμπλακεί στον πόλεμο.
Ο Κ. Μητσοτάκης κάνει διπλωματικές μανούβρες, κάποια στιγμή προφητεύει ότι σε 10 χρόνια κανείς δεν θα θυμάται την υπόθεση του ονόματος (θα πέσει έξω 20 χρόνια), πιέζει παρασκηνιακά τον υπουργό του να συνταχθεί με την κυβερνητική γραμμή. Απτόητος, δημοφιλής λόγω του εθνικιστικού κύματος που ο ίδιος έχει συμβάλει αποφασιστικά στη δημιουργία του, ο Α. Σαμαράς θα αποχωρήσει από τη ΝΔ το 1992 για να ρίξει την κυβέρνηση Μητσοτάκη ένα χρόνο μετά. Και μετά από πολύχρονη εξορία, θα επανέλθει στη ΝΔ για να νικήσει το φαβορί, την Ντόρα Μπακογιάννη, στις εσωκομματικές εκλογές του 2009. Κατάρα.
Συνειδητά ή υποσυνείδητα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα δώσει αρχικά πολλά περιθώρια κινήσεων στον δικό του υπουργό Εξωτερικών. Το γεγονός ότι ο Νίκος Δένδιας προέρχεται από το καραμανλικό στρατόπεδο αυξάνει την καχυποψία. Οι βασικές κινήσεις στην εξωτερική πολιτική γίνονται από το Μέγαρο Μαξίμου, που κλείνει απευθείας μυστικές συμφωνίες, όπως με την τουρκική πλευρά και τη Γερμανία, για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Χωρίς προηγούμενο στα διπλωματικά χρονικά, σε επίσημη επίσκεψη στο Κάιρο, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών ομολογεί ότι έμαθε μετά την άφιξή του για τη συμφωνία της χώρας του με την Αίγυπτο για την ΑΟΖ, την οποία θεωρητικά θα έπρεπε να είχε ο ίδιος διαπραγματευτεί.
Αυτό που δίνει περιθώρια αυτονόμησης στους υπουργούς των Εξωτερικών, είναι η διπλή γλώσσα των Μητσοτάκηδων. Ο Κωνσταντίνος είναι υπέρ της άμεσης λύσης του μακεδονικού, του δίνεται η ευκαιρία με τις διάφορες συμβιβαστικές προτάσεις της ΕΕ, αλλά ούτε το δηλώνει ευθέως, ούτε παίρνει την απόφαση να προχωρήσει. Ο Κυριάκος είναι υπέρ μιας συμφωνίας με την Τουρκία και της παραπομπής των εκκρεμοτήτων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά υποχωρεί κι αυτός μπροστά στις εσωκομματικές αντιδράσεις. Και οι δύο λένε άλλα πράγματα στους Ευρωπαίους εταίρους και άλλα κάνουν στην Ελλάδα. Στη μεγάλη των Μητσοτάκηδων σχολή, το πολιτικό κόστος είναι πάνω από όλα.
Έτσι μια αναφορά του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών στη μειονότητα της Θράκης είναι αρκετή για να ξεδιπλώσει ο κ. Δένδιας ολόκληρη την πολιτική του ατζέντα στα ελληνοτουρκικά, πολύ πιο κοντά στο καραμανλικό-σαμαρικό στρατόπεδο παρά στο μητσοτακικό. Σε μια χώρα στριμωγμένη από παντού, η στάση του κ. Δένδια, σχεδιασμένη πολύ ή λίγο, θα τον μετατρέψει σε ένα είδος ήρωα, ιδίως στον χώρο της δεξιάς: όπως το 1991-92 με το μακεδονικό, ο Μητσοτάκης ο Β είναι αδύνατον να εφαρμόσει την πολιτική του στα ελληνοτουρκικά. Από εδώ και στο εξής θα άγεται και θα φέρεται, αφού με την επαμφοτερίζουσα στάση του η διπλωματία έχει μετατραπεί σε τηλεοπτικό debate.
Το τι συμφέρει τη χώρα και ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί, ελάχιστα πλέον ενδιαφέρει σε αυτό το αμείλικτο παιχνίδι εξουσίας. Με τον ΥΠΕΞ του να καταλαμβάνει τη θέση του υπ’ αριθμόν ένα δελφίνου, η αντίδραση του Μαξίμου ήταν να διοχετεύσει στα φιλικά ΜΜΕ την πληροφορία ότι ο Δένδιας εκτελούσε οδηγίες του πρωθυπουργού. Δεν ήταν αυτονόητο; Διαρρέοντας το προφανές, ο πρωθυπουργός έδειξε πόσο τον κατατρέχει, η κατάρα των υπουργών Εξωτερικών.