Του Gideon Rachman
Σε ένα γεμάτο εστιατόριο στο Κίεβο, τα τηλέφωνα αρχίζουν να δονούνται. Πρόκειται για συναγερμό για πυραυλική επίθεση. Οι κάτοικοι καλούνται να πάνε στα καταφύγια. Αλλά κανένας δεν κουνιέται -πέραν του σερβιτόρου που έρχεται για να ρωτήσει αν θέλει κανένας επιδόρπιο.
Αυτό το περιστατικό που συνέβη την περασμένη εβδομάδα αιχμαλωτίζει το περίεργο μείγμα της κανονικότητας και της πολεμικής έκτακτης κατάστασης στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που ο ρωσικός στρατός εκδιώχθηκε από τα προάστια του Κιέβου. Αν και οι πύραυλοι και τα drones εξακολουθούν κάποιες φορές να πλήττουν την ουκρανική πρωτεύουσα, όπως συνέβη την περασμένη εβδομάδα, οι προσπάθειες της Ρωσίας να καταστρέψει την υποδομή του Κιέβου έχουν αποτύχει. Τα φώτα είναι αναμμένα. Τα τραμ λειτουργούν. Καφετέριες που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αυτές του Μπρούκλιν ή του Βερολίνου σφύζουν από πελάτες.
Τα πράγματα μοιάζουν αναζωογονητικά κανονικά –πλην όμως, βεβαίως, δεν είναι. Εκατοντάδες μίλια προς τα ανατολικά, μαίνεται ένας φριχτός πόλεμος. Ο σταθμός του Κιέβου είναι γεμάτος στρατιώτες με στολή αγγαρείας που πηγαίνουν στο μέτωπο. Ο αριθμός των Ουκρανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στη μάχη παραμένει επτασφράγιστο μυστικό –αλλά οι ανεπίσημες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περισσότερους από 100.000 νεκρούς ή τραυματίες στρατιώτες. Πολλές χιλιάδες πολίτες έχουν επίσης πεθάνει από τις ρωσικές επιθέσεις σε πόλεις όπως η Μαριούπολη και η Μπαχμούτ. Με τον εναέριο χώρο να είναι κλειστός και τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένα, οι επαφές της Ουκρανίας με τον έξω κόσμο είναι σοβαρά περιορισμένες.
Για πολλούς Ουκρανούς ο πόλεμος τώρα προκαλεί ένα περίπλοκο μείγμα αισθημάτων: τραύμα και εξάντληση από τη μια πλευρά, αλλά επίσης υπερηφάνεια και ελπίδα.
Η σωματική, οικονομική και κοινωνική ζημιά στην Ουκρανία είναι τεράστια και αυξάνεται. Λίγοι αμφιβάλλουν πως πολλές χιλιάδες ακόμα θα πεθάνουν προτού τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Αλλά υπάρχει επίσης μια αίσθηση πως η Ουκρανία επιτέλους απελευθερώνεται από ένα τραγικό παρελθόν –και πως ένα μέλλον ως μια ειρηνική και ευημερούσα ευρωπαϊκή χώρα είναι εφικτό.
Η ειρήνη, αν και όταν έρθει, θα προσφέρει μια ευκαιρία να ξαναχτιστεί η φυσική υποδομή της πόλης. Αλλά ορισμένη από την κοινωνική ζημιά που επέφερε ο πόλεμος μπορεί να είναι ανεπανόρθωτη.
Ο προπολεμικός πληθυσμός της Ουκρανίας υπολογίζεται στα 37 εκατ. από τον Χλίμπ Βισλίνκσι του Κέντρου Οικονομικής Στρατηγικής του Κιέβου. Περίπου 5-6 εκατ. Ουκρανοί, σχεδόν όλοι γυναίκες και παιδιά, είναι τώρα πρόσφυγες στο εξωτερικό. Καθώς έχει απαγορευθεί στους άνδρες στρατεύσιμης ηλικίας να φύγουν από τη χώρα, οικογένειες έχουν σκιστεί στα δυο. Όσο περισσότερο κρατάει ο πόλεμος, τόσο πιο πιθανό είναι πως πολλοί πρόσφυγες θα ριζώσουν στο εξωτερικό και δεν θα επιστρέψουν ποτέ.
Καθώς τόσο η Ουκρανία, όσο και η Ρωσία καταδιώκονται από φόβους δημογραφικής παρακμής, η πολιτική της Ρωσίας για την απαγωγή παιδιών Ουκρανών έχει μια πρόσθετη δριμύτητα. Το έγκλημα αυτό οδήγησε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να απαγγείλει κατηγορίες κατά του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν. Αποτελεί την επιτομή της ανομίας και της κτηνωδίας της Ρωσίας – ο κύριος λόγος για τον οποίο τόσοι πολλοί Ουκρανοί είναι απολύτως αποφασισμένοι να απελευθερωθούν από τον εναγκαλισμό της Μόσχας.
Το ασφαλές λιμάνι στο οποίο στοχεύει η Ουκρανία είναι η ΕΕ. Ενώ ο ρωσικός ιμπεριαλισμός βασίζεται στη βία και την πολιτιστική καταπίεση, η ΕΕ αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό είδος αυτοκρατορίας – μια αυτοκρατορία στην οποία πρέπει να κάνεις αίτηση για να γίνεις μέλος και η οποία βασίζεται στο δίκαιο και στην εθελοντική ένωση των εθνών.
Σε αντίθεση με τη Ρωσία του Πούτιν, με τη βάναυση αποφασιστικότητά της να σύρει την Ουκρανία πίσω στην τροχιά της, η ΕΕ δίσταζε επί μακρόν να δεχτεί τη χώρα, φοβούμενη να αναλάβει τους οικονομικούς και γεωπολιτικούς κινδύνους που συνεπάγεται.
Αλλά ο πόλεμος τελικά ώθησε τις Βρυξέλλες να αναλάβουν δράση. Η 37χρονη Όλχα Στεφανίσινα, αναπληρώτρια πρωθυπουργός της Ουκρανίας, υπεύθυνη για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, λέει ότι η απόφαση της ΕΕ να χορηγήσει στην Ουκρανία επίσημο καθεστώς υποψήφιας χώρας, λίγους μήνες αφότου η Ρωσία εξαπέλυσε την εισβολή πλήρους κλίμακας, ήταν μια μετασχηματιστική στιγμή. «Έδωσε στα στρατεύματα στο μέτωπο – και στους ανθρώπους στα καταφύγια – έμπνευση και ελπίδα για το μέλλον».
Η Ουκρανία ελπίζει να ξεκινήσει την επίπονη διαδικασία διαπραγμάτευσης για την είσοδο στην ΕΕ αργότερα φέτος. Αλλά το γεγονός στο οποίο είναι στραμμένα όλα τα βλέμματα είναι μια πολυδιαφημισμένη ουκρανική στρατιωτική επίθεση, με στόχο να εκδιώξει τα στρατεύματα του Πούτιν από το 17% της χώρας που κατέχουν.
Ορισμένοι Ουκρανοί αξιωματούχοι λένε ανοιχτά ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί για τον πόλεμο. Άλλοι απορρίπτουν αυτού του είδους τις συζητήσεις. Ανησυχούν ότι, αν η αντεπίθεση καθυστερήσει, οι διεθνείς υποστηρικτές της Ουκρανίας θα ασκήσουν πιέσεις για μια πρόωρη ειρηνευτική διευθέτηση που θα αφήσει αμείωτη τη ρωσική απειλή.
Ο φόβος ότι η υποστήριξη της Δύσης μπορεί να είναι ασταθής πλανάται στο παρασκήνιο πολλών συζητήσεων στο Κίεβο. Αλλά, ανεξάρτητα από την τρέχουσα διπλωματική κατάσταση, η ευρύτερη εικόνα είναι ότι η Ουκρανία έχει πλέον αποκτήσει ένα διεθνές καθεστώς που είναι απίθανο να εξαφανιστεί ποτέ.
Μέχρι να ξεσπάσει αυτός ο πόλεμος, η Ουκρανία αντιμετωπιζόταν συχνά από τη Δύση με τεράστια συγκατάβαση ως ένα διεφθαρμένο, «μετασοβιετικό» υποβαθμισμένο κράτος, του οποίου η διεκδίκηση εθνικής ταυτότητας ήταν πρόσφατη και εύθραυστη. Αυτές οι μέρες πέρασαν για πάντα, παρασυρμένες από τον θαυμασμό για το θάρρος της Ουκρανίας να αγωνίζεται για την ανεξαρτησία της. Μια νέα γενιά ηγετών, με επικεφαλής τον πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματική στην υποστήριξη της χώρας της.
Μέσα από ένα υπουργείο που περιβάλλεται από σακιά άμμου και φυλάκια, ο Ντμίτρο Κούλεμπα, υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, υποστηρίζει πειστικά ότι η χώρα του έχει ήδη επιτύχει κάτι ιστορικό. «Η Ουκρανία και η ουκρανική ταυτότητα παρέμεναν κάτω από την επιφάνεια για εκατοντάδες χρόνια. Αυτός ο πόλεμος βοήθησε να γίνουμε ορατοί και δεν θα εξαφανιστούμε ποτέ ξανά… Είναι λυπηρό το γεγονός ότι χρειάστηκαν χιλιάδες νεκροί. Αλλά έτσι λειτουργεί ο κόσμος».