«Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη επιβάλλει το μοίρασμα των ενεργειακών αποθεμάτων για να επιβιώσουν όλοι», ήταν αρχικά το σλόγκαν του Βερολίνου. Η γερμανική γραμμή επιβλήθηκε τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στις κυβερνήσεις. Μέχρι που η Γερμανία, αφού εξασφάλισε την αλληλεγγύη των άλλων, ανακοίνωσε ξαφνικά ότι αρπάζει ολόκληρη την ενεργειακή προμήθεια της Ευρώπης!
Η τακτική της Γερμανίας είχε τρία βήματα:
Πρώτα ανάγκασε τις χώρες να δεχτούν μείωση στην κατανάλωση ενέργειας 15%.
Στη συνέχεια διασφάλισε την κατανομή φυσικού αερίου μεταξύ κρατών-μελών. Δηλαδή, να συμφωνήσει μια χώρα σε εγχώριες ελλείψεις, περιορίζοντας την κατανάλωση, προκειμένου να βοηθήσει μια άλλη χώρα, όπως π.χ. τη Γερμανία.
Και, τέλος, αρνήθηκε να μπει ανώτατο όριο τιμών για το εισαγόμενο φυσικό αέριο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση, υποχρεώνοντας τις χώρες να το πληρώνουν πανάκριβα.
Αφού το Βερολίνο «έδεσε» με όλα αυτά που ήθελε τα άλλα κράτη, ο Σολτς ανακοίνωσε στις 29 Σεπτεμβρίου το τερατώδες ενεργειακό πακέτο 200 δισ. ευρώ, με αποκλειστικό στόχο η Γερμανία να εξασφαλίσει τις δικές της, και μόνο, οικονομικές προοπτικές! Η υπόλοιπη Ε.Ε., δηλαδή τα κορόιδα, μπορούν πλέον να «φάνε τη σκόνη της».
Με αυτά τα 200 δισ. το απύθμενο γερμανικό πορτοφόλι θα ρουφήξει την ενέργεια, αλλά και την παραγωγή από ολόκληρη την ήπειρο. «Είμαστε οικονομικά δυνατοί και χρησιμοποιούμε τη δύναμή μας», ήταν η ωμή απάντηση του Γερμανού υπ. Οικονομικών Λίντνερ στους αποσβολωμένους Ευρωπαίους.
Οι δήθεν «συντονισμένες κινήσεις» για μια ενωμένη ευρωπαϊκή αντιμετώπιση πήγαν περίπατο. Στην πραγματικότητα, ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Ομως, πάνω απ’ όλους, αλλά και σε βάρος όλων, σώζεται η Γερμανία! Προκαλεί ίλιγγο πόσο ξεδιάντροπα και απροκάλυπτα αποκαλύπτει το αληθινό της πρόσωπο σε κάθε κρίση.
Με το να ξοδέψει μέσω κρατικού δανεισμού το 5% του ΑΕΠ της, προκειμένου να δημιουργήσει την ασπίδα της από τις εκρηκτικές τιμές ενέργειας, η Γερμανία δεν γεννά μόνο την οργή των άλλων χωρών που πόνταραν στην αλληλεγγύη. Προκαλεί στρέβλωση και «πνιγμό» στην ενιαία αγορά. Μεγάλο μέρος από το κολοσσιαίο πακέτο των 200 δισ. ευρώ θα κατευθυνθεί στη γερμανική βιομηχανία. Η αγορά της Ευρώπης θα δει τις ανισότητες να «τεντώνονται» κι άλλο, με τη Γερμανία να μένει ολομόναχη στην κορυφή του ανταγωνισμού, πλέον πολύ πάνω απ’ όλους.
Οι άλλες βιομηχανικές δυνάμεις της Ε.Ε., κυρίως Ιταλία και Γαλλία, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να στηρίξουν ανάλογα τη δική τους βαριά βιομηχανία. Στην Γαλλία ο Μακρόν νιώθει ήδη την οικονομική πίεση αλλά και την αμφισβήτηση από την ενισχυμένη αντιπολίτευση.
Ειδικά, όμως, η Ιταλία, μέσα σε ένα σκηνικό πολιτικής αστάθειας, ακραίου δημόσιου χρέους και αμφιβολιών για τα δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης, δύσκολα θα βρει δημοσιονομικό χώρο ενίσχυσης του παραγωγικού μοντέλου της. Αναπόφευκτα ο βιομηχανικός ιστός της Ιταλίας θα κλονιστεί όσο ποτέ. Η εξυπηρέτηση των τραπεζικών δανείων θα δυσκολέψει. Βιομηχανίες θα καταρρεύσουν. Οι ήδη ασθμαίνουσες τράπεζες θα δουν ξαφνικά τα «βαριά» δάνεια να «κοκκινίζουν».
Σύμφωνα με αναλυτές, ο φαύλος κύκλος αποβιομηχάνισης και τραπεζικής κρίσης δεν είναι απλά σενάριο κινδύνου. Ούτε αφορά μόνο την Ιταλία. Οι «κακές» προβλέψεις αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά την ανήθικη τακτική της Γερμανίας να λειτουργήσει ξανά σαν «φαταούλας» σε βάρος όλης της Ευρώπης.
Η Γερμανία ξεχνάει ακόμα μια φορά ότι είναι μέρος μιας Ενωσης στην οποία χρωστάει τεράστιο κομμάτι της ευημερίας της. Είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που, όσο άλλα κράτη τεμαχίζονταν (ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία), αυτή γιγαντωνόταν. Η φτωχοποίηση μεγάλων πληθυσμών της Ευρώπης από το 1990 και η μετανάστευσή τους προς την κεντρική Ευρώπη ενίσχυσαν μόνο τη Γερμανία.
Επί τρεις δεκαετίες όλη η Ευρώπη δουλεύει για να έχει θηριώδη πλεονάσματα η Γερμανία, όσο άλλες χώρες ξεπέφτουν. Οι εξαγωγές της προς τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. εκτινάχθηκαν σε σχέση με τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ενώ τα μικρομεσαία κράτη σύρθηκαν σε βίαιη αποβιομηχάνιση. Η Γερμανία ήταν αυτή που καρπώθηκε και τα κέρδη από το μετέπειτα άνοιγμα του Πεκίνου στις ευρωπαϊκές εισαγωγές.
Ηταν η απόλυτα ωφελημένη από το ευρώ, το οποίο έφτιαξε αποκλειστικά στα μέτρα του γερμανικού μάρκου. Ακόμα και με το ρωσικό αέριο η Γερμανία κατάφερνε πάντα να εξασφαλίζει καλύτερες τιμές από τους άλλους. Με το αζημίωτο, βέβαια, αφού έσπρωξε για πελατεία στη Ρωσία όλη την Ευρώπη, αιχμαλωτίζοντάς τη στο ρωσικό φυσικό αέριο.
Η γερμανική επίδειξη ισχύος τα τελευταία 30 χρόνια ήταν αυτή που μετατόπισε το πολιτικό διευθυντήριο της Ε.Ε. από τις Βρυξέλλες στο Βερολίνο. Χωρίς το πράσινο φως της Γερμανίας, δεν προχωρά πια τίποτα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Κάτι που δεν συνέβαινε πάντα. Συνέβη μόνο όταν τα αντίβαρα άλλων ισχυρών χωρών έπαψαν να λειτουργούν. Οι Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία μετατράπηκαν σε εξασθενημένους κομπάρσους.
Οι ιστορικές εμμονές του Βερολίνου έθεσαν εκτός παιχνιδιού ακόμα και τη Βρετανία, που δεν δεχόταν, φυσικά, να είναι της προσκολλήσεως σε μια γερμανική Ευρώπη. Τώρα ο Σολτς είναι αυτός που αποφάσισε, εκμεταλλευόμενος το ενεργειακό χάος, το τελειωτικό χτύπημα και σε όσες παραγωγικές δομές έχουν απομείνει στην Ε.Ε.
Πανικός και δραματικές προειδοποιήσεις για τον ξεδιάντροπο κανιβαλισμό των ευρωπαϊκών βιομηχανιών
Για την ενεργειακή κρίση η Γαλλία θέλει να υπάρξει μια απάντηση της Ευρώπης παρόμοιας με την πανδημία. Μαζί με την Ιταλία ζητούν νέα έκδοση κοινού χρέους όπως συμφωνήθηκε για τον κορωνοϊό με το Ταμείο Διάσωσης των 750 δισεκατομμυρίων.
Ομως η Γερμανία είχε συμφωνήσει, απρόθυμα, στην πανδημία με τον όρο ότι το Ταμείο των 750 δισ. θα ήταν κάτι που θα συνέβαινε μία και μοναδική φορά. Τώρα θεωρείται απίθανο να «υποκύψει» ξανά, ειδικά όταν το Ταμείο της πανδημίας έχει ακόμα χρήματα να μοιράσει. Ο Σολτς δεν συγκινείται και πρωταρχικό του μέλημα είναι να μη γίνει η αναδιανομή πλούτου ένας στάνταρ τρόπος διαχείρισης κάθε μεγάλης κρίσης.
Ο στόχος της πολιτικής προσπάθειας στην Ευρώπη επί δεκαετίες ήταν να αποτελεί η Ε.Ε. έναν ισότιμο χώρο ανταγωνισμού. Η ικανότητα των πλούσιων κρατών να προσφέρουν κρατικές βοήθειες στο δικό τους εσωτερικό κατατάχθηκε ως χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Ομως οι δίκαιοι κανόνες αποδείχθηκαν γρήγορα φαντασιώσεις. Στην ενεργειακή κρίση η Γερμανία λειτούργησε ξανά με τον ίδιο -παραδοσιακό- τρόπο της. Ετσι, ανακοίνωσε ότι οι λογαριασμοί ενέργειας στη γερμανική βιομηχανία θα επιδοτούνται. Κάτι που τη φέρνει σε απόλυτη θέση ισχύος στον ανταγωνισμό εντός Ε.Ε.
Το Βερολίνο είχε τρομοκρατηθεί ότι το εκτοξευμένο ενεργειακό κόστος θα τσάκιζε τη γερμανική βιομηχανία. Σε πρόσφατη αναφορά της η Deutsche Bank έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου: «Βρισκόμαστε στο σημείο εκκίνησης της επιταχυνόμενης αποβιομηχάνισης της Γερμανίας». Αντί, όμως, η Γερμανία να χρησιμοποιήσει την τεράστια οικονομική ισχύ της για να θωρακίσει την Ευρώπη, της οποίας ηγείται και στην οποία κατευθύνει σημαντικό μέρος των εξαγωγών της, προτίμησε να προκαλέσει την αποβιομηχάνιση της Ε.Ε. «Η Γερμανία μπορεί να βοηθήσει τις δικές της εταιρίες με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ, όμως οι άλλες χώρες όχι. Είναι η αρχή του κανιβαλισμού στην Ε.Ε.», δήλωσε ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας.
Αναλυτής του Bruegel είπε πως ήδη «υπάρχει ο κίνδυνος η Γερμανία, επιδοτώντας τη βιομηχανία γυαλιού της, να σκοτώσει την τσεχική», από τις πλέον διάσημες στον κόσμο. Οι επόμενες μεγαλύτερες οικονομίες του μπλοκ, Γαλλία και Ιταλία, μπορούν να διαθέσουν μόνο ένα κλάσμα από το ποσό με το οποίο η Γερμανία «θερμαίνει» την οικονομία της.
Από τον γερμανικό διαγωνισμό επιδοτήσεων τα άλλα κράτη θα μαραζώσουν. Η Ιταλία πλήττεται άμεσα. Διαθέτει έναν μεγάλο βιομηχανικό τομέα, στο 24% του ΑΕΠ της, αλλά είναι υπερχρεωμένη. Αναπόφευκτα οι ταλαιπωρημένες ιταλικές βιομηχανίες δεν θα μπορέσουν να σηκώσουν τα κόστη. Η αδυναμία εξυπηρέτησης του δανεισμού θα «μεταγγιστεί» στις τράπεζες.
Ο Ντράγκι, που αποχωρεί από την πρωθυπουργία, κατηγόρησε τη Γερμανία για «επικίνδυνες και αδικαιολόγητες στρεβλώσεις στην ενιαία αγορά».
Θα αντιδράσουν άραγε οι Βρυξέλλες στα παράνομα κρατικά δώρα του Σολτς;
Τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης δεν είχαν ιδέα τι ετοίμαζε το Βερολίνο. Ενώ περίμεναν ότι τουλάχιστον θα συμφωνούσε σε όριο τιμών στο φυσικό αέριο για όλη την Ε.Ε., ο Σολτς αποφάσισε μόνο για εσωτερικό πλαφόν στη χώρα του.
Για να αποφύγει το πανευρωπαϊκό πλαφόν, η Γερμανία στηρίζει μία από κοινού αγορά αερίου στις διεθνείς αγορές, κι αυτή από του… χρόνου. Ομως το συγκεκριμένο ημίμετρο δεν ισοδυναμεί με γενικευμένο ανώτατο όριο τιμών, αξιολογεί το Ινστιτούτο Bruegel. Οπως εκτιμά, θα καλύπτει μόνο τη βασική κατανάλωση ενός «φειδωλού νοικοκυριού».
Τα 200 δισ. με τα οποία θα θωρακίσει την οικονομία της η Γερμανία αποτελούν κρατική βοήθεια, άρα θα πρέπει να ελεγχθούν και να εγκριθούν από τις Βρυξέλλες. Η Ε.Ε., κανονικά, απαγορεύει τις κρατικές δωρεές στις επιχειρήσεις. Το Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής βλέπει «μεγάλο κίνδυνο κατακερματισμού, διότι η επιδότηση Σολτς δημιουργεί μεγάλα πλεονεκτήματα για τις γερμανικές εταιρίες και τους καταναλωτές, που άλλες χώρες δεν μπορούν να προσφέρουν».
Οι εταιρίες στη Γερμανία, προστατευμένες στο εξής από τους αυξημένους ενεργειακούς λογαριασμούς, θα αυξήσουν το προβάδισμα έναντι των άλλων ευρωπαϊκών που θα αναγκαστούν να μειώσουν το κόστος, να περιορίσουν την παραγωγή, να υπερχρεωθούν και ή να μετεγκατασταθούν ή να κλείσουν.
Η εγωιστική και αντιευρωπαϊκή απόφαση της Γερμανίας θα προκαλέσει έναν αγώνα επιδοτήσεων μεταξύ των κρατών-μελών, που αναγκαστικά θα προσπαθήσουν κι αυτά να ξοδέψουν όσα μπορούν, εκτοξεύοντας τα επίπεδα του χρέους τους.
Έτσι μας έσυρε άνευ όρων πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Ουκρανικό
Ο ρόλος της Γερμανίας, όμως, στην τελευταία κρίση είχε κι άλλα οφέλη για το Βερολίνο. Η παθητικότητα Μακρόν και Ντράγκι έδωσε το πάνω χέρι αποκλειστικά στην Καγκελαρία για τους χειρισμούς του Ουκρανικού. Ετσι, η Ευρώπη σύρθηκε άνευ όρων πίσω από τις ΗΠΑ, με τις γνωστές οδυνηρές παρενέργειες.
Το αντάλλαγμα των ΗΠΑ ήταν να επιτρέψουν στη Γερμανία να επανεξοπλιστεί με 100 δισ. ευρώ, μια ιδέα που είναι λογικό να τρέμει όλη η Ευρώπη λόγω βεβαρημένου ιστορικού. Η Γερμανία, όμως, χρησιμοποιεί την Ευρώπη ως όχημα. Απολαμβάνει όλα τα οφέλη του ηγέτη, αλλά αποκρούει τις ευθύνες. Εχτισε τα δικά της θηριώδη πλεονάσματα επειδή επί δεκαετίες δεν ξόδευε για την άμυνά της και επειδή από το 1990 κατανάλωνε φτηνό ρωσικό αέριο στα εργοστάσιά της.
Εν αντιθέσει, η Ελλάδα αναγκάζεται να ξοδεύει διαρκώς περισσότερα ακόμα κι από τις ΗΠΑ για την άμυνά της, σε σχέση με το ΑΕΠ. Το Βερολίνο, εξοπλίζοντας σταθερά την Τουρκία και δείχνοντας ανοχή στην επιθετικότητα της Αγκυρας, φροντίζει ότι η Ελλάδα θα πληρώνει ασθμαίνοντας στο διηνεκές.
Εστω και καθυστερημένα, πάντως, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ έδειξε να αντιδρά: «Οι ΗΠΑ πωλούν υγροποιημένο αέριο στις χώρες της Ε.Ε. σε τετραπλάσια τιμή απ’ ό,τι στους Αμερικανούς βιομηχάνους. Αυτό θα αποδυναμώσει την Ευρώπη και θα αυξήσει την κυριαρχία των ΗΠΑ. Το Ουκρανικό δεν πρέπει να καταλήξει σε αμερικανική οικονομική κυριαρχία και αποδυνάμωση της Ε.Ε.».
Οι εκτεθειμένες τράπεζες και οι «φευγάτες» εταιρίες
Ο οίκος Fitch ανακοίνωσε στις 30 Αυγούστου ότι οι τράπεζες σε Ιταλία και Γερμανία είναι από τις πιο εκτεθειμένες στη Δ. Ευρώπη λόγω της διακοπής του ρωσικού αερίου. Κι επειδή το σοκ θα είναι ισχυρό, «ο Fitch είναι πιθανό να υποβαθμίσει τις προοπτικές του γερμανικού και ιταλικού τραπεζικού τομέα στην κατηγορία “Επιδείνωση”».
Ομως μετά τις τελευταίες εξελίξεις, οι πιο εκτεθειμένες είναι πλέον οι ιταλικές. Η Γερμανία, άλλωστε, κινήθηκε με αποκλειστικό γνώμονα να μη χάσει βιομηχανίες από το έδαφός της. Προτού αναγγελθεί το «πακέτο», πολλές εταιρίες είχαν αρχίσει να μεταφέρουν τμήματα των δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό.
Για παράδειγμα, η ιταλική Prysmian ανακοίνωσε ότι τα ενεργειακά κόστη στα έξι εργοστάσια που διατηρεί στη Γερμανία θα ανέβουν 600% σε σχέση με το 2020. Ετσι, μετέφερε ήδη την παραγωγή αγωγών καλωδίων με αέρια σε Ουγγαρία και Τσεχία, ενώ αγοράζει πλέον ανταλλακτικά από την Τουρκία για να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας.
Η νορβηγική Yara International και η γερμανική BASF, δύο γίγαντες στον τομέα των χημικών, μείωσαν δραστικά την παραγωγή αμμωνίας στην ηπειρωτική Ευρώπη λόγω των υψηλών τιμών αερίου.
Ο Σολτς πήρε την απόφαση για το δώρο των 200 δισ., όταν το 85% των πανίσχυρων αυτοκινητοβιομηχανιών στη Γερμανία ανακοίνωσε ότι θεωρεί τη χώρα μη ανταγωνιστική λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας και του ανασφαλούς εφοδιασμού. Το 22% των αυτοκινητοβιομηχανιών γνωστοποίησε την πρόθεσή του να μεταφέρει τις επενδύσεις του στο εξωτερικό. Μόλις το 3% δήλωσε ότι σχεδιάζει να επενδύσει στη Γερμανία.