Μια εκδήλωση «κλειστή» αλλά και εντελώς διαφορετική πραγματοποιήθηκε και πριν από λίγες μέρες στην Αθήνα. Τη διοργάνωσε το γερμανικό κυβερνών Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του καγκελάριου Ολαφ Σολτς, ομιλητές ήταν Ελληνες πανεπιστημιακοί με κρατικές θέσεις, τη συντόνισε δημοσιογράφος της «Καθημερινής», το ακροατήριο ήταν επιλεγμένο και αντικείμενό της ήταν η παρουσίαση ειδικής έρευνας-μελέτης για την αντιμετώπιση της εκλογικής ανόδου της «άκρας Δεξιάς», όπως τη χαρακτήρισαν, στην Ελλάδα.
Από τον Ανδρέα Καψαμπέλη στην “Δημοκρατία”:
Δεν είναι τυχαίο ότι η εκδήλωση έγινε λίγες εβδομάδες πριν από τις κρίσιμες και σε ευρωπαϊκό επίπεδο εκλογές της 9ης Ιουνίου. Κι αν θεωρείται λογικό ο Κ. Μητσοτάκης να ανησυχεί σφόδρα από τις μαζικές διαρροές ψήφων της Ν.Δ. προς τα δεξιά -όπως δείχνουν και οι επιθέσεις που εξαπολύει-, το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι από πού κι ως πού το Βερολίνο νομιμοποιείται σε μία τέτοια ανοιχτή παρέμβαση και χειραγώγηση στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της χώρας μας…
Η γερμανική πρωτοβουλία εξελίχθηκε μέσω του κομματικού ιδρύματος Friedrich – Ebert – Stiftung, το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με το SPD και έχει τη δική του προϊστορία. Μάλιστα η ειρωνεία είναι ότι το FES άνοιξε εκ νέου το παράρτημά του στο Κολωνάκι κατά την περίοδο των Μνημονίων, τον Μάιο του 2012, έχοντας ουσιαστικά ρόλο «σταθμαρχείου» των Γερμανών στην Ελλάδα για να παρακολουθούν, αναλύουν και παρεμβαίνουν εκ του σύνεγγυς -όπως έπραξαν αναλογικά και άλλα τέτοια ιδρύματα- στις εγχώριες εξελίξεις. Από αυτή την άποψη οι Γερμανοί μοιάζουν να ξανάρχονται, αν και στην πραγματικότητα δεν έφυγαν ποτέ, επιμένοντας να έχουν τον πρώτο λόγο και στην -κατ’ ευφημισμόν- μεταμνημονιακή πορεία και προσανατολισμό της χώρας.
Κι αν πριν από 10 και πλέον χρόνια η γερμανική «μπότα» ήταν περισσότερο οικονομική, αυτή τη φορά έχει λούστρο πολιτικό. Αλλωστε, όπως φαίνεται, καθαρά σκοπός της έρευνας, υπό τον τίτλο «Η επαναδιεκδίκηση των ψηφοφόρων της άκρας Δεξιάς από τα καθιερωμένα κόμματα», είναι να δοθούν απροσχημάτιστα οδηγίες με τη μορφή «προτάσεων» στα (άλλα) κόμματα για το πώς θα αναχαιτίσουν ή και θα πάρουν πίσω ψήφους από την αποκαλούμενη Ακροδεξιά. Συγγραφείς της μελέτης, την οποία και παρουσίασαν, ήταν η καθηγήτρια του Παντείου Βασιλική Γεωργιάδου -ταυτόχρονα είναι πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) που χρηματοδοτείται από κρατικά κονδύλια- και η επιστημονική συνεργάτιδα του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών (ΚΠΕ) του Παντείου Τζένη Μαυροπούλου.
Καθώς μάλιστα από την εισαγωγή της έρευνας κιόλας δεν κρύβεται ο φόβος για το ρεύμα που απλώνεται πανευρωπαϊκά, είναι προφανές ότι αυτή η κλειστή συγκέντρωση αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης γερμανικής πρωτοβουλίας σε όλη την Ευρώπη «για τη χάραξη πολιτικών που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναχαίτιση της εκλογικής επέλασης της ΑΔ (άκρα Δεξιά) στα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά και στα συμπεράσματα.
Η ανησυχία γίνεται έκδηλη από τη διαπίστωση ότι «αρκετές από τις βασικές θέσεις της ΑΔ, π.χ. σχετικά με τη μετανάστευση ή τα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, ευρωπαϊκής διεύρυνσης και ολοκλήρωσης, έχουν διεισδύσει σε ένα ευρύτερο του ακραίου δεξιού πόλου πολιτικοϊδεολογικό φάσμα» και ότι «η κανονικοποίηση έχει ως αποτέλεσμα κόμματα και δυνάμεις της κατεστημένης πολιτικής σκηνής να υιοθετούν τη ρητορική, το στιλ και αρκετές από τις αυταρχικές και νατιβιστικές θέσεις της άκρας Δεξιάς». Γι’ αυτό και επιχειρούν να εντοπίσουν «τα ευάλωτα και ασταθή» σημεία «που δημιουργούν προϋποθέσεις επαναδιεκδίκησης μερίδας τουλάχιστον των ψηφοφόρων της άκρας Δεξιάς από τα κατεστημένα κόμματα και τις δυνάμεις του συνταγματικού τόξου».
Κάνοντας αναφορά σε «μείγμα πολιτικών με θολή δεξιόστροφη και αριστερόστροφη κατεύθυνση» αναγνωρίζουν επίσης ότι τα εν λόγω κόμματα «χαρακτηρίζονται από μία διαρκώς διευρυνόμενη εκλογική πολυσυλλεκτικότητα, γεγονός που σταδιακά αποστερεί από το προφίλ των ψηφοφόρων τους τα ιδιαίτερα και διακριτά χαρακτηριστικά που αυτό διέθετε κατά την πρώτη περίοδο εκλογικής ανάδειξης του συγκεκριμένου χώρου». Μάλιστα από τα ευρήματα της μελέτης προκύπτει ότι πλέον «η κύρια εκλογική δεξαμενή δεν εντοπίζεται στους “χαμένους του εκσυγχρονισμού”, αλλά περιλαμβάνει εκείνους που είτε βιώνουν απώλειες σε επίπεδο κοινωνικοοικονομικής θέσης είτε/και φοβούνται τον κίνδυνο τέτοιου είδους απώλειες να επισυμβούν».
Ειδικά για τη χώρα μας, το γενικό τσουβάλιασμα με τον όρο «Ακροδεξιά» περιέχει πάντως και αντιφάσεις, αφού στην ίδια την έρευνα αναγνωρίζεται ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων της αυτοτοποθετείται στο κέντρο και αριστερά του φάσματος. Αλλωστε ο Κ. Βελόπουλος τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι «η Ελληνική Λύση δεν είναι Ακροδεξιά».
Σημειώνεται επίσης το εντελώς οξύμωρο να καλούνται τα κεντροαριστερά κυρίως κόμματα να υιοθετήσουν -στο πλαίσιο της «αναχαίτισης»- θέσεις των θεωρούμενων ακροδεξιών, από την άνοδο των οποίων όμως αυτός που απειλείται περισσότερο στη χώρα μας είναι η Ν.Δ. και ο Κ. Μητσοτάκης. Ισως έχει ως προς αυτό τη σημασία του και το γεγονός ότι στην παρουσίαση το μόνο πολιτικό πρόσωπο που έδωσε το «παρών» – εκπροσωπώντας τον Νίκο Ανδρουλάκη– ήταν ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ Θανάσης Γλαβίνας, ο οποίος παρέλαβε και σχετικό αντίγραφο.
Κατά τους συντάκτες της έρευνας, στη χώρα μας «η κατάρρευση της Χρυσής Αυγής και των ΑΝ.ΕΛ., σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών, έφερε στην επιφάνεια ριζωμένες εθνικιστικές συμπεριφορές που ευνόησαν την εκλογική άνοδο της Ελληνικής Λύσης». Γίνεται επίσης αναφορά στους «Σπαρτιάτες» και στη ΝΙΚΗ, αλλά αναγνωρίζεται ότι η Ελληνική Λύση βρίσκεται πλέον σε «ανοδική τροχιά και σε απόσταση ασφαλείας». Τα ευρήματα εστιάζουν δε ιδιαίτερα σε αυτήν, με την παρατήρηση ότι «η πλειοψηφία του εκλογικού σώματός της τοποθετείται στο κεντροαριστερό φάσμα του οριζόντιου οικονομικού άξονα, συγκλίνοντας εν μέρει προς τη θέση του κόμματος που επίσης τοποθετείται αριστερότερα του κέντρου».
Ενδιαφέρον πάντως έχει και η διαπίστωση ότι στον οικονομικό άξονα «ο προσανατολισμός είναι αριστερόστροφος για την πλειονότητα των εκλογέων των κομμάτων πλην εκείνων της Νέας Δημοκρατίας». Κατά τους συντάκτες μάλιστα, «το εύρημα αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως εμπόδιο: από τη μια μεριά οι περισσότερο δεξιόστροφοι εκλογείς της Ν.Δ. να αποστατήσουν προς την Ελληνική Λύση, από την άλλη μεριά, ωστόσο, το συγκεκριμένο εύρημα θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι οι περισσότερο αριστερόστροφοι ψηφοφόροι της Ελληνικής Λύσης θα ήταν δυνατόν να μετακινηθούν προς τα υπόλοιπα κόμματα που τοποθετούνται από το κέντρο και προς τα αριστερά του άξονα Αριστεράς – Δεξιάς».
Για τη σύνταξη της μελέτης το παράρτημα του γερμανικού SPD διεξήγαγε και πανελλαδική έρευνα, «από την οποία τεκμαίρεται ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων στην Ελλάδα εγκρίνει κοινωνικές πολιτικές που θα ωφελούσαν την κοινωνία στο σύνολό της» και αυτό χαρακτηρίζεται «ένα επιπλέον επιχείρημα προς την κατεύθυνση της ύπαρξης δυνατότητας επαναδιεκδίκησης (σημαντικής) μερίδας εκλογέων που φέρεται να υποστηρίζει εκλογικά κόμματα της ΑΔ».
Oι προτάσεις-δόλωμα που στόχο έχουν να κατευνάσουν την οργή των ψηφοφόρων
Ξεχωριστό ενδιαφέρον υπό το πρίσμα αυτό παρουσιάζουν και οι «προτάσεις πολιτικής», όπως χαρακτηρίζονται κομψά οι γερμανικές υποδείξεις, που διατυπώνονται προς τα ελληνικά κόμματα στο κεφάλαιο με τα συμπεράσματα της έρευνας: «Το εκλογικό σώμα, κατά ένα μεγάλο μέρος, φέρεται ότι προκρίνει πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας, προστασίας και ενίσχυσης της απασχόλησης. Το γεγονός ότι οι πολίτες στο δείγμα μας εμφανίζονται να διαθέτουν, κατά πλειοψηφία, έναν αριστερόστροφο προσανατολισμό σημαίνει ότι το εθνικό κράτος πρόνοιας λογίζεται από αυτούς ως κομβικής σημασίας για τη δημιουργία ενός συνεκτικού πλέγματος πολιτικών που εστιάζουν στην κοινωνική ένταξη και προστασία. Με δεδομένο ότι η Ε.Ε. διαδραματίζει σημαντικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση, συμπληρώνοντας και προσανατολίζοντας τις δράσεις των εθνικών κρατών, είναι προφανές ότι πολιτικές που χαράσσονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο επίσης επιδρούν στους πολιτικούς προσανατολισμούς των πολιτών.
Η καταπολέμηση της φτώχειας, των εντεινόμενων ανισοτήτων λόγω, επιπροσθέτως, των κρίσεων που προηγήθηκαν (οικονομική κρίση, πανδημία), όπως και των συνεπειών από την ψηφιακή μετάβαση και την κλιματική αλλαγή απαιτεί τη χάραξη και εφαρμογή περισσότερο συμπεριληπτικών πολιτικών που θα αντιμετωπίζουν παλιά και νεότερα προβλήματα κοινωνικής ένταξης, τα οποία θίγουν ολοένα και μεγαλύτερα σύνολα πολιτών. Παρότι δεν φαίνεται να υπάρχουν ετοιμοπαράδοτες συνταγές για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς εκλογικής επέλασης, ωστόσο τα ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι συντονισμένες πολιτικές που προωθούν τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας εξασφαλίζουν κοινωνικές παροχές, πρόσβαση στα δημόσια αγαθά και δίκαιες αμοιβές και, επίσης, προτεραιοποιούν την ένταξη των νέων και ευάλωτων κοινωνικών κατηγοριών σε μια αγορά εργασίας με αξιοπρεπείς συνθήκες και αμοιβές είναι παράγοντες που μπορεί να λειτουργήσουν ευεργετικά προκειμένου να εκτονωθούν τα παράπονα, τα οποία λειτουργούν ως καταλύτες για την ενίσχυση της άκρας Δεξιάς».