Σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών έχουν επιδοθεί οι δυτικές κυβερνήσεις υπό τον φόβο της Ρωσίας, γεγονός που σηματοδοτεί τεράστιο κόστος και σκληρές αποφάσεις για τις χώρες που ήδη έχουν να αντιμετωπίσουν κλονισμένα δημόσια οικονομικά.
Παρά το γεγονός ότι οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες έφτασαν το ρεκόρ των 2,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις άρχισαν να εξετάζουν τι απαιτεί η ασφάλεια του 21ου αιώνα με μια επιθετική Ρωσία να ανακατεύεται στα ανατολικά της σύνορα, μια ασταθή Μέση Ανατολή και τους Κινέζους να τραβούν την προσοχή της Ουάσιγκτον προς τον Ειρηνικό.
Οι πολιτικοί πανηγύρισαν την πρόοδο στους στόχους του Οργανισμού της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) ώστε να αφήσουν στην άκρη το 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους για την άμυνα και να ξοδέψουν κάτι παραπάνω. Ωστόσο, αξιωματούχοι που επικεντρώνονται στην ασφάλεια λένε ότι οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί μπορεί να χρειαστεί να προχωρήσουν σε δαπάνες τύπου Ψυχρού Πολέμου έως και 4% προκειμένου να υλοποιηθούν τα σχέδια της συμμαχίας.
Εάν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι της Ομάδας των Επτά (G7) φτάσουν σε τέτοια επίπεδα, θα ισοδυναμούσε με περισσότερα από 10 τρισεκατομμύρια δολάρια πρόσθετων δεσμεύσεων την επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg Economics.
«Το “μέρισμα ειρήνης” μετά τον Ψυχρό Πόλεμο φτάνει στο τέλος του», δήλωσε η Jennifer Welch, επικεφαλής γεωοικονομική αναλύτρια. «Αυτό είναι πιθανό να έχει μεταμορφωτικό αποτέλεσμα στις αμυντικές εταιρείες, στα δημόσια οικονομικά και στις χρηματοπιστωτικές αγορές».
Η σκληρή πραγματικότητα για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους είναι ότι η πρόοδος του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία σημαίνει ότι πρέπει να ενισχύσουν δραματικά την άμυνά τους στην Ανατολική Ευρώπη, την ίδια στιγμή που αντισταθμίζουν τον κίνδυνο της Κίνας – την ώρα που αυξάνει τη στενή συνεργασία της με τη Ρωσία.
Ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ ήταν ξεκάθαρος σχετικά με τη φιλοδοξία του να θέσει την Ταϊβάν υπό τον έλεγχο του Πεκίνου, με τη βία εάν χρειαστεί.
Αυτές οι δίδυμες απειλές ωθούν τους δυτικούς ηγέτες – και κυρίως τους ψηφοφόρους τους – να αντιμετωπίσουν προβλήματα σχετικά με τους φόρους, την πρόνοια και το κοινωνικό κράτος καθώς προκειμένου να εξασφαλίσουν όπλα θα πρέπει να περικόψουν άλλες ανάγκες.
Η ανάλυση από το Bloomberg Economics δείχνει πώς το αυξανόμενο βάρος της προετοιμασίας για πόλεμο θα δημιουργήσει ένα νέο δημοσιονομικό προηγούμενο για τα περισσότερα μέλη του ΝΑΤΟ.
Ακόμη και μόνο η συμμόρφωση με το ελάχιστο 2% του ετήσιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της συμμαχίας για στρατιωτικές δαπάνες θα εμπόδιζε μεγάλο μέρος της εξυπηρέτησης του χρέους της ΕΕ μετά την πανδημία. Ένα ποσοστό 4% σε στρατιωτικές δαπάνες θα ωθούσε τα ασθενέστερα κράτη του μπλοκ να κάνουν επώδυνες επιλογές μεταξύ ακόμη μεγαλύτερου δανεισμού, σημαντικών περικοπών στον προϋπολογισμού ή, διαφορετικά, αυξήσεων φόρων.
Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες εάν οι επιπλέον δαπάνες χρηματοδοτηθούν μέσω των αγορών ομολόγων, με το δημόσιο χρέος της Ρώμης να εκτινάσσεται στο 179% έως το 2034, από 144% φέτος.
Ακόμη και οι ΗΠΑ, που ήδη διαθέτουν το 3,3% του ετήσιου ΑΕΠ τους για την άμυνα, θα έβλεπαν το χρέος τους να αυξάνεται στο 131% από 99% την επόμενη δεκαετία, εάν ωθούσαν τον στρατιωτικό προϋπολογισμό τους στο 4%.
Οι επιπτώσεις μπορεί να εμφανιστούν όταν το ΔΝΤ ανακοινώσει επικαιροποιημένες προβλέψεις για το χρέος την επόμενη εβδομάδα στις εαρινές συνεδριάσεις του.
Οι αξιωματούχοι του Ταμείου έχουν ήδη πει στις χώρες να ξεκινήσουν σταδιακά τη δημιουργία δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας.