Του Gideon Rachman
Οι διπλωμάτες που φτιάχνουν τις εξωτερικές πολιτικές της Δύσης είναι απασχολημένοι με τη Ρωσία και την Κίνα. Αλλά το διεθνές ερώτημα που ανησυχεί περισσότερο τους πολιτικούς αφέντες τους είναι η μετανάστευση. Όπως το θέτει ένας στενός σύμβουλος του προέδρου Τζο Μπάιντεν, «αν χάσουμε τις επόμενες εκλογές, θα είναι λόγω των νοτίων συνόρων και όχι της Ουκρανίας».
Η πολιτική πίεση που δημιουργείται από τη μετανάστευση αναμένεται να ενταθεί στις ΗΠΑ αυτήν την εβδομάδα με τη λήξη του Title 42 –μιας πολιτικής της εποχής της πανδημίας που επέτρεπε την ταχεία απέλαση μεταναστών που δεν διέθεταν έγγραφα, για λόγους δημόσιας υγείας. Οι Αμερικάνοι αξιωματούχοι προετοιμάζονται για την εισροή έως και 13.000 επίδοξων μεταναστών ημερησίως από τα μεξικανικά σύνορα –αριθμός υπερδιπλάσιος του τωρινού.
Ο Λευκός Οίκος αναπτύσσει στρατιώτες στα σύνορα για να δείξει την αποφασιστικότητά του. Αλλά ο Μπάιντεν προετοιμάζεται επίσης για πολιτικό σφυροκόπημα από τους Ρεπουμπλικάνους.
Το ζήτημα των προσφύγων και μεταναστών είναι «καυτό» και στην Ευρώπη. Η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, έκανε προεκλογική εκστρατεία υποσχόμενη να περιορίσει τις ροές από τη Μεσόγειο. Αλλά ο αριθμός των ανθρώπων που φτάνουν στην Ιταλία είναι αυτή τη στιγμή 300% υψηλότερος απ’ ότι την ίδια περίοδο πέρυσι. Σχεδόν 40.000 έχουν περάσει τα σύνορα μέχρι στιγμής φέτος και οι αριθμοί θα αυξηθούν με την βελτίωση του καιρού και των συνθηκών στις θάλασσες το καλοκαίρι. Όπως και στις ΗΠΑ, το τέλος των περιορισμών για την πανδημία παίζει μεγάλο ρόλο στην αύξηση των μεταναστών.
Στη Βρετανία, μια υπόσχεση να «σταματήσουν τα καράβια» των προσφύγων από το να περάσουν το Κανάλι της Μάγχης είναι μια από τις βασικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης για τη χρονιά. Οι αριθμοί μπορεί να είναι μικροσκοπικοί με βάση τα αμερικανικά δεδομένα, με 45.000 να φτάνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο πέρυσι, ωστόσο εξακολουθούν να γίνονται πρώτο θέμα στα ΜΜΕ.
Ο πόλεμος, η κοινωνική κατάρρευση και η φτώχεια είναι οι βασικοί παράγοντες που ωθούν τους πρόσφυγες. Αλλά η πικρή εμπειρία σε χώρες όπως η Λιβύη, ο Λίβανος, το Μαλί και το Αφγανιστάν έχει κάνει τις δυτικές χώρες όλο και επιφυλακτικές να δεσμεύσουν στρατιώτες για να προσπαθήσουν αν σταθεροποιήσουν διαλυμένα κράτη. Κανένας δεν είναι πιθανόν να προτείνει ξένη επέμβαση στο Σουδάν, καθώς ο εμφύλιος πόλεμος μαστίζει τη χώρα.
Η πραγματικότητα είναι πως οι περισσότεροι πρόσφυγες από χώρες όπως το Σουδάν, η Συρία, η Βενεζουέλα ή η Μιανμάρ είναι πιθανόν να καταλήξουν σε γειτονικές χώρες αντί για τις ΗΠΑ ή την ΕΕ. Η άφιξη εκατομμυρίων προσφύγων που προσπαθούν να διαφύγουν από τον πόλεμο ή την οικονομική κατάρρευση μπορεί στη συνέχεια να αποσταθεροποιήσει την χώρα υποδοχής. Η παρ’ ολίγον κατάρρευση του Λιβάνου ως κράτους οφείλεται εν μέρει από τον αγώνα της χώρας των 5,4 εκατομμυρίων κατοίκων να απορροφήσει εκατομμύρια Σύριους πρόσφυγες.
Η επισήμανση ότι οι φτωχότερες χώρες επωμίζονται το κύριο βάρος της φιλοξενίας των προσφύγων είναι απίθανο να βοηθήσει τους δυτικούς ηγέτες να κερδίσουν το πολιτικό επιχείρημα στο εσωτερικό. Η πίεση να «κάνουμε κάτι» είναι τεράστια- το ίδιο και η έλλειψη ρεαλιστικών λύσεων.
Οι δεξιοί δίνουν έμφαση στα τείχη και τις απελάσεις. Οι αριστεροί τείνουν να μιλούν αόριστα για οικονομική ανάπτυξη και «ασφαλείς και νόμιμες οδούς» για τη μετανάστευση. Η ανάπτυξη είναι πολύ πιο εύκολο να ζητηθεί παρά να επινοηθεί. Οι ασφαλείς και νόμιμες διαδρομές για τη μετανάστευση είναι σαφώς επιθυμητές – αλλά ο αριθμός των δυνητικών μεταναστών είναι πάντα πιθανό να υπερβαίνει τον αριθμό των προσφερόμενων θεωρήσεων.
Κυβερνήσεις όλων των ειδών προσπαθούν να συνάψουν συμφωνίες χαμηλού προφίλ με χώρες που θα μπορούσαν να δεχτούν να λειτουργήσουν ως ανεπίσημα κρατητήρια για τους πρόσφυγες – όπως η Τουρκία, το Μεξικό ή η Λιβύη. Με τον τρόπο αυτό, αυξάνουν το βάρος για τις χώρες αυτές και παραχωρούν τεράστια πολιτική επιρροή σε ηγέτες για τους οποίους συχνά δεν νιώθουν άνετα – όπως ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αλλά υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ότι οι πιο τιμωρητικές λύσεις λειτουργούν καλύτερα. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν πολύ πιο επιτυχημένος στη μείωση της νόμιμης μετανάστευσης παρά της παράνομης μετανάστευσης. Οι σκληρές πολιτικές της Αυστραλίας ενέπνευσαν την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Αλλά η αυστραλιανή απώθηση εξαρτήθηκε από τη συνεργασία πολύ πιο αδύναμων γειτόνων, όπως η Παπούα Νέα Γουινέα και το Ναουρού. Η Γαλλία δεν θα είναι τόσο διαλλακτική.
Οι ίδιες κοινωνίες που απαιτούν σκληρές λύσεις συχνά υποχωρούν από τις συνέπειές τους. Στις ΗΠΑ, οι δικηγόροι εξακολουθούν να αγωνίζονται να βρουν τους γονείς 545 παιδιών που χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους στο πλαίσιο της πολιτικής «μηδενικής ανοχής» του Τραμπ για την απέλαση.
Όταν μια χώρα καταφέρνει να εφαρμόσει σκληρές πολιτικές απέναντι στους πρόσφυγες, συχνά απλώς εκτοπίζει το πρόβλημα. Η παρενόχληση των προσφύγων από την Ουγγαρία το 2015 ήταν μέρος αυτού που έπεισε τη Γερμανία να ανοίξει τα σύνορά της. Μια επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας στη Γαλλία μόλις ακυρώθηκε μετά από διαμάχη για το μεταναστευτικό.
Αντί να τσακώνονται, οι χώρες πρέπει επειγόντως να συνεργαστούν. Για να έχει οποιαδήποτε πιθανότητα να λειτουργήσει, αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τις χώρες προέλευσης, τις χώρες διέλευσης και τις χώρες προορισμού. Και χρειάζεται ένα μείγμα φιλελεύθερων και συντηρητικών μέτρων. Η επιβολή του νόμου και οι πληροφορίες έχουν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν στην αντιμετώπιση των διακινητών ανθρώπων.
Και ενώ τα αόριστα λόγια περί ανάπτυξης δεν βοηθούν και πολύ κανέναν, τα στοχευμένα έργα μπορούν να αποδώσουν. Η Καμάλα Χάρις, η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, κατηγορείται συχνά ότι απέτυχε να λύσει το πρόβλημα στα νότια σύνορα της Αμερικής. Όμως, έχει συμβάλει στη δημιουργία κάποιων άσημων συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Κεντρική Αμερική – δίνοντας σε ορισμένους επίδοξους μετανάστες έναν λόγο να μην εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.
Η μείωση του αριθμού των προσφύγων με ανθρώπινο και αποτελεσματικό τρόπο απαιτεί έναν επίπονο συνδυασμό διπλωματίας, επιβολής του νόμου και στοχευμένης ανάπτυξης. Οι απελάσεις και τα τείχη κάνουν καλύτερα πρωτοσέλιδα, αλλά χειρότερη πολιτική.