Η μείωση των βασικών επιτοκίων της Fed μοιάζει με αντικατοπτρισμό: όσο πλησιάζει , τόσο πιο πολύ απομακρύνεται.
Ο πρόεδρος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας Τζερόμ Πάουελ ανακοίνωσε ότι τα επιτόκια θα διατηρηθούν αμετάβλητα μεταξύ 5,25% και 5,5%. Για έκτη συνεχόμενη φορά. Αυτό είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 2001.
Ο Πάουελ διέλυσε βέβαια κάθε σκέψη νομισματικής χαλάρωσης από τον Ιούνιο, αλλά και …αύξησης των επιτοκίων: «Νομίζω ότι είναι απίθανο το επόμενο βήμα να είναι μια αύξηση των επιτοκίων», δήλωσε ο επικεφαλής της Fed στη συνέντευξη Τύπου, μετά τη συνεδρίαση. Μετά τις πρόσφατες αυξήσεις στα στοιχεία για τον πληθωρισμό, ορισμένοι οικονομολόγοι και επενδυτές ανησυχούσαν ότι η Fed θα μπορούσε ακόμη και να αυξήσει ξανά τα επιτόκια.
Υψηλός πληθωρισμός, υψηλά επιτόκια
Οι ελπίδες ότι ο πληθωρισμός θα μπορούσε να υποχωρήσει, διαψεύστηκαν. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ είναι στο 3,5%, πολύ πάνω από τον στόχο της κεντρικής τράπεζας του 2%. Η Fed δεν έχει ακόμη θέσει υπό έλεγχο την ισχυρή άνοδο των τιμών. Δεδομένου του επίμονου πληθωρισμού, οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν αναμένουν μείωση των επιτοκίων πριν από τον Σεπτέμβριο
Αυτό που προκύπτει, ωστόσο, είναι ότι, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, η επαναφορά του πληθωρισμού στο 2% θα είναι περίπλοκη.
Η αμερικανική δημοσιονομική πολιτική παραμένει επεκτατική και το έλλειμμα πολύ πάνω από τους ιστορικούς μέσους όρους.
Την ίδια ώρα, το ποσοστό αποταμίευσης στις ΗΠΑ έχει πέσει στο 3,2% του διαθέσιμου εισοδήματος και είναι τώρα πολύ κοντά στο απόλυτο ιστορικό χαμηλό.
Μόνο τον προηγούμενο μήνα ήταν 3,6%. Την ίδια περίοδο του 2023 ήταν στο 5,6%. Ενώ το επιτόκιο στα στεγαστικά δάνεια 30 ετών ξεπερνά το 7%.
Το 43% των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων των ΗΠΑ δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν το ενοίκιο τους τον Απρίλιο. Και αν το 54% απέδωσε την αύξηση του μηνιαίου ενοικίου ως αιτία, το 68% των ερωτηθέντων μίλησε για πληθωρισμό και δραστική πτώση του εισοδήματος
Αυξανόμενες ανισότητες
Στα θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων ενόψει των προεδρικών εκλογών των Ηνωμένων Πολιτειών στο τέλος του έτους, ξεχωρίζει αναμφίβολα αυτό των αυξανόμενων εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των αμερικανικών οικογενειών. Καθώς ο πληθωρισμός συνεχίζει να επηρεάζει τα οικονομικά των πολιτών, το ζήτημα των εισοδηματικών ανισορροπιών μεταξύ διαφορετικών νοικοκυριών στις ΗΠΑ είναι αναμφίβολα μεγάλης σημασίας.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η κυβέρνηση Μπάιντεν επέκτεινε σημαντικά τα δημοσιονομικά κίνητρα υπέρ πολιτών και επιχειρήσεων, δίνοντάς τους επιταγές και επιδοτήσεις για την αντιμετώπιση της δύσκολης μακροοικονομικής κατάστασης.
Τα μέτρα στήριξης ήταν αξιοσημείωτα και επέτρεψαν ισχυρές αυξήσεις στο μέσο εισόδημα των αμερικανικών οικογενειών μέχρι το 2022.
Παρά το γεγονός αυτό, η διαφορά εισοδήματος μεταξύ των διαφόρων τύπων νοικοκυριών διευρύνεται ολοένα και περισσότερο, ανάλογα με την εθνικότητα, το επίπεδο εκπαίδευσης και την ηλικία.
Περίπου το 10% των οικογενειών των ΗΠΑ κατέχει το 74% του εθνικού πλούτου, ενώ το 40% κατέχει περίπου το 24% του πλούτου και, τέλος, το υπόλοιπο 50% μόνο το 2%.
Μία από τις πιο έντονες και επίσης πιο συζητημένες διαφορές αφορά την εθνικότητα. Μεταξύ 2019 και 2022, το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ των εγχρώμων και των λευκών οικογενειών, διευρύνθηκε ολοένα και περισσότερο, παρά το γεγονός ότι και οι δύο αντιμετώπισαν μεγάλες αυξήσεις στο εισόδημα την ίδια περίοδο.
Η διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών οικογενειών αυξήθηκε κατά 47.000δολάρια, φτάνοντας τις 242.000 δολάρια.
Σύμφωνα με έρευνα της Fed , το 65,6% των λευκών νοικοκυριών κατείχε επενδύσεις σε μετοχές το 2022, σε σύγκριση με μόνο το 39,2% των εγχρώμων νοικοκυριών.
Το θέμα των εισοδηματικών διαφορών παραμένει λοιπόν στο επίκεντρο της προσοχής των μέσων ενημέρωσης ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών.
Από το 2022, τα κίνητρα άρχισαν να τελειώνουν σε συνδυασμό με τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων, προκαλώντας ανισορροπίες και αποδεικνύοντας ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν ήταν παροδικά και με λίγες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
Τώρα που η αμερικανική κυβέρνηση βρίσκεται σε κατάσταση ακραίου χρέους που φτάνει τα 35 τρισεκατομμύρια δολάρια, θα είναι δύσκολο να υπάρξουν σημαντικά δημοσιονομικά κίνητρα με στόχο τη μείωση αυτών των χασμάτων. Γι’ αυτό μπορούμε να περιμένουμε ότι αυτές οι ανισότητες όχι μόνο θα συνεχίσουν να διατηρούνται, αλλά και να αυξηθούν .