Την ώρα που ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τα παρουσίαζε όλα, τη Δευτέρα, στη Βουλή, ως «καλώς καμωμένα», η Eurostat έδινε στη δημοσιότητα, με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Φτώχειας, στοιχεία τα οποία δείχνουν πως στη χώρα μας εξελίσσονται με ανησυχητικούς ρυθμούς συνθήκες φτωχοποίησης του πληθυσμού που την φέρνουν στις χειρότερες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με αυτά, πάνω από ένας στους τέσσερις Έλληνες -και για την ακρίβεια, το 27,5%- αντιμετωπίζει το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Το μεγάλο αυτό ποσοστό αποτελεί θλιβερή «παραφωνία» για ευρωπαϊκή χώρα, ειδικά αν συγκριθεί με το 21,9% μέσου όρου στην Ε.Ε. ή με ποσοστά υποπαλλαπλάσια, όπως αυτά της Τσεχίας (11,5%), της Σλοβακίας (13,8%) ή και της Σλοβενίας (14,3%). Μάλιστα, το 2020, η Ελλάδα βρέθηκε στην τρίτη χειρότερη θέση της Ε.Ε. μετά τη Ρουμανία (35,8%) και τη Βουλγαρία (33,6%).
Προς επιδείνωση του φαινομένου
Και ενώ τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν την εικόνα της φτώχειας όπως αποτυπωνόταν πέρσι, οι τρέχουσες εξελίξεις στην οικονομία είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές. Προδικάζουν μια βέβαιη επιδείνωση για το 2021. Αν ο καθοριστικός παράγοντας για το 2020 ήταν η πανδημία και τα εντόνως υφεσιακά περιοριστικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, τον τόνο της φτωχοποίησης που συντελείται φέτος τον δίνουν σε μεγάλο βαθμό και οι μεγάλες ανατιμήσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η δήλωση που έκανε στο Πρώτο Πρόγραμμα η αντιπρόεδρος της ΕΚΠΟΙΖΩ Παναγιώτα Καλαποθαράκου, ότι βλέπουμε φτωχοποίηση του μέσου καταναλωτή, αν σκεφτεί κανείς τις ανατιμήσεις σε συνδυασμό με την ανεργία και την ανύπαρκτη ή μηδαμινή αύξηση των μισθών. Για αυτό και προέκρινε άλλωστε ως φορέας τη μείωση του ΦΠΑ και την απόσβεση μέρους των αυξήσεων από τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
Απελπισία από τις ανατιμήσεις
Η γενικότερη εικόνα πάντως που μεταφέρουν οι φορείς των καταναλωτών είναι η απελπισία τους για τις σημαντικές αυξήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος, που αδυνατούν πολλοί να τους πληρώσουν, κινδυνεύοντας επιπροσθέτως και με διακοπή ρεύματος αν δεν πληρώσουν ή αν δεν ρυθμίσουν τις οφειλές τους.
Η κυβέρνηση δεν είναι άμοιρη ευθυνών για το τσουνάμι των ανατιμήσεων, καθώς παραμένει παθητικός θεατής στην ακρίβεια βασικών αγαθών του «καλαθιού της νοικοκυράς» όπως είναι, λόγου χάριν, ζυμαρικά, γαλακτοκομικά, έλαια και απορρυπαντικά, ενώ αρνείται πεισματικά να ελαφρύνει, παραμονές χειμώνα, τους καταναλωτές από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Σε ασφυξία η μεσαία τάξη
Οι εξελίξεις της διετίας που διανύουμε έρχονται να προστεθούν στην κρίση της τελευταίας δεκαετίας, η οποία έχει ήδη επιφέρει δραστικές περικοπές των εισοδημάτων και ειδικά μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων που απαρτίζουν τη μεσαία τάξη. Αυτά είναι που στη συντριπτική τους πλειονότητα διατηρούν τις υποχρεώσεις που προέκυψαν είτε από υπερβολικό δανεισμό είτε από αδυναμία εκπλήρωσής τους προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και την κοινή ωφέλεια. Οι υποχρεώσεις αυτές πάγωσαν προσωρινώς λόγω των προγραμμάτων στήριξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μεταθέτοντας απλώς τον χρόνο εκπλήρωσής τους. Σημειώνεται ότι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία αγγίζουν τα 150 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά το ιδιωτικό χρέος υπερβαίνει σήμερα τα 243 δισ. ευρώ και το 138% του ΑΕΠ.
Στο μεταξύ, παρά τη σταθερή άνοδο κατά 20 έως 40 ευρώ ετησίως του ποσού που δαπανούσαν τα ελληνικά νοικοκυριά μεταξύ 2016 και 2019 για κατανάλωση, ο συνδυασμός lockdown και φτωχοποίησης το καθήλωσε στα ιστορικά χαμηλότερα επίπεδα της εποχής ευρώ. Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές συρρικνώθηκε, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2020 στα 15.981,96 ευρώ ή 1.331,83 μηνιαίως, καταγράφοντας μείωση 9,9% από το 2019. Βρέθηκε δηλαδή όχι μόνο 788,57 ευρώ ή 37,2% κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα και τα 2.120,40 ευρώ μηνιαίως του 2008, αλλά και 644,11 ευρώ ή 32,6% χαμηλότερα από τα 1.975,94 ευρώ του 1999, καταγράφοντας έτσι αρνητικό ρεκόρ εποχής ευρώ. Με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 50% των νοικοκυριών δαπανά λιγότερα από 1.080 ευρώ τον μήνα, με τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία να δαπανούν το ένα πέμπτο (19,8%) του προϋπολογισμού τους για ενοίκιο.
Έτσι, τα φτωχότερα νοικοκυριά καταναλώνουν απλώς για να επιβιώσουν, καθώς το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,2% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% στο 29%.
Μπροστά σε αυτά τα φαινόμενα, η κυβέρνηση αντί να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος το αποδομεί, με τρανταχτό παράδειγμα, την ιδιωτικοποίηση τη ΔΕΗ, μιας εταιρείας η οποία δεν παράγει εμπόρευμα, αλλά κοινωνικό αγαθό.