Τρεις παράμετροι ήρθαν το τελευταίο διάστημα να διαφοροποιήσουν τα δεδομένα στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Πρώτη –και σημαντικότερη– είναι οι τεράστιες αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος, οι οποίες «γονατίζουν» τους πολίτες. Καθημερινά, εκατοντάδες σπίτια λαμβάνουν υπέρογκους λογαριασμούς, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνουν ακόμα και τα… μηνιαία εισοδήματά τους, ενώ ο παραλογισμός της «ρήτρας αναπροσαρμογής» εντείνει το αίσθημα θυμού και αγανάκτησης των πολιτών.
Παρά το γεγονός ότι η ραγδαία αύξηση των τιμών του ρεύματος οφείλεται εν μέρει στις παγκόσμιες ανακατατάξεις που έφερε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ελληνική κυβέρνηση έχει τις δικές της ευθύνες, καθώς τα μέτρα που έχει μέχρι σήμερα λάβει αποδεικνύονται σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκή για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ακόμα και αν η κυβέρνηση επαναλαμβάνει τη διεθνή διάσταση της ενεργειακής κρίσης, όταν ο πολίτης ανοίγει τον λογαριασμό η πρώτη σκέψη που του έρχεται στο μυαλό δεν είναι ότι φταίει ο Πούτιν, αλλά ότι το κράτος τον αφήνει απροστάτευτο απέναντι στην αισχροκέρδεια των εταιριών, η οποία είναι επίσης μια απολύτως υπαρκτή διάσταση.
Οι υπερδιογκωμένοι λογαριασμοί έρχονται να προστεθούν στο μεγάλο κύμα ακρίβειας, διαμορφώνοντας ένα σκηνικό διαβίωσης που θυμίζει «μνημονιακές περιόδους» και σίγουρα δεν παραπέμπει με τίποτα ούτε στην επιστροφή στην κανονικότητα, που αποτελούσε τη βασική πολιτική υπόσχεση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ούτε και στους αναπτυξιακούς ρυθμούς, τους οποίους προβάλλει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Δεύτερη παράμετρος –σε μεγάλο βαθμό απόρροια της δυσαρέσκειας των πολιτών που προαναφέρθηκε– είναι τα ορατά σημάδια κυβερνητικής φθοράς. Όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί σαφές προβάδισμα, το οποίο, όμως, είναι συνεχώς μειούμενο. Αναλύοντας τα δημοσκοπικά ευρήματα παρατηρούμε μια σταθερή μηναία πτώση του κυβερνώντος κόμματος, η οποία δεν δείχνει – μέχρι στιγμής τουλάχιστον – να ανατρέπεται. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, είναι ότι η τελευταία δημοσκόπηση της Alco για το Open καταγράφει ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των πολιτών –της τάξης του 49%– κρίνει ότι τα μέτρα στα οποία έχει προχωρήσει η κυβέρνηση είναι απολύτως ανεπαρκή για τη στήριξη του εισοδήματός τους. Επίσης, ενδιαφέρον στοιχείο της συγκεκριμένης δημοσκόπησης είναι ο βαθμός απαισιοδοξίας που εκφράζεται, με το 60% των ερωτηθέντων να απαντούν ότι αναμένουν επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης, ενώ μόλις το 4% πιστεύει ότι θα βελτιωθεί.
Είναι προφανές ότι όσο η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόβλημα της ακρίβειας, η φθορά της θα συνεχίζεται, δημιουργώντας τα δεδομένα μιας νέας πολιτικής συγκυρίας, η οποία φαινόταν αδύνατη λίγους μήνες νωρίτερα.
Τρίτο σημαντικό γεγονός της περιόδου είναι η προσχώρηση του Νίκου Ανδρουλάκη στο αίτημα για διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Με δεδομένο ότι ο κ. Ανδρουλάκης είναι πιθανόν να εξελιχθεί σε ρυθμιστή των εξελίξεων, το γεγονός ότι ζητεί πλέον πρόωρο στήσιμο κάλπης –είτε αυτό είναι κίνηση τακτικής είτε αλλαγή πολιτικής γραμμής –είναι ένας παράγοντας που διαφοροποιεί το πολιτικό σκηνικό. Με το αίτημα για πρόωρη προσφυγή στην κάλπη, ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ τοποθετείται πιο ξεκάθαρα στο αντιπολιτευτικό μπλοκ και θέτει αμφιβολίες σε όσους τον βλέπουν ως πιθανό κυβερνητικό σύμμαχο της Νέας Δημοκρατίας μετά τις επόμενες εκλογές.
Συνυπολογίζοντας τα δεδομένα αυτά και προσθέτοντας την εκτίμηση ότι η ενεργειακή κρίση δεν είναι παροδικό φαινόμενο, αλλά θα ενταθεί το επόμενο διάστημα, μοιάζει πολιτικά ακατανόητη η επιμονή του Πρωθυπουργού για εξάντληση της τετραετίας. Τίποτα δεν δείχνει ότι σε έναν χρόνο από τώρα τα δεδομένα για τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνηση θα είναι καλύτερα από ό,τι είναι τώρα, ενώ υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι και η οικονομική κατάσταση θα είναι δυσχερέστερη και τα δημοσκοπικά δεδομένα χειρότερα.
Κι αν σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να προηγείται με ορατή διαφορά, η επιμονή του για κάλπες στο τέλος της θητείας σηματοδοτεί για τον ίδιο τον κίνδυνο να βρεθεί στις εκλογές χωρίς «ρεύμα».