“Χαιρετίζουμε τις συνομιλίες μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς” απαντά κυβερνητικός εκπρόσωπος στο Βερολίνο σε ερώτηση της Deutsche Welle μόλις λίγες ώρες μετά τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας στην Άγκυρα. Το επίσημο κείμενο σημειώνει στη συνέχεια – επί λέξει – οτι “η γερμανική κυβέρνηση έχει εργαστεί εντατικά για έναν τέτοιο διάλογο και έχει ενθαρρύνει προς αυτό και τις δύο πλευρές”. Το μήνυμα στο επίσημο ανακοινωθέν είναι σαφές: Για το Βερολίνο η παρούσα ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελεί και επιτυχία της γερμανικής διπλωματίας.
Η εκτίμηση αυτή δεν στερείται βάσης. Για χρόνια το Βερολίνο υποστηρίζει σταθερά- αλλά και διακριτικά- μια πολιτική διευθέτηση μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Η διπλωματική παρέμβαση του Βερολίνου έφτασε στο αποκορύφωμά της το 2020, όταν οι δυο χώρες έφτασαν στα πρόθυρα στρατιωτικής κλιμάκωσης στην ανατολική Μεσόγειο. Στο τέλος η κατάσταση εκτονώθηκε- και ως αποτέλεσμα μιας δυναμικής πολιτικής παρέμβασης της τότε καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ.
Ακόμη και υπό τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς η αποτροπή μιας κλιμάκωσης στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, ή, για να το θέσω θετικά, μια διαρκής αποκλιμάκωση μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας, παραμένει ένας σημαντικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής. Η γερμανική διπλωματία δραστηριοποιείται μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας σε διάφορα επίπεδα. “Είχαμε συνομιλίες με την ελληνική και την τουρκική πλευρά τις τελευταίες εβδομάδες, τις οποίες θα συνεχίσουμε”, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στο Βερολίνο λίγες ημέρες πριν από τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Γεραπετρίτη και Φιντάν.
Αρκετά αποτελεσματική ήταν αυτή η παρέμβαση τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν με πρωτοβουλία της Γερμανίας -και υπό την κάλυψη της μυστικότητας- ανώτεροι αξιωματούχοι από την Αθήνα και την Άγκυρα συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες και συμφώνησαν να επανεκκινήσουν τον παγωμένο διάλογο. Το Βερολίνο συνέβαλε σημαντικά στο να αφήσει η Τουρκία πίσω της την πολιτική του “Μητσοτάκης γιόκ” και Αθήνα και Άγκυρα να ξαναρχίσουν να συνομιλούν.
“Δεν παίρνει θέση” το Βερολίνο
Για την αποτίμηση του ρόλου της Γερμανίας είναι σημαντικό ότι δεν αποσκοπεί να επηρεάσει την ουσία των διαπραγματεύσεων. Έχει να κάνει με τη διαδικασία και όχι με την ουσία. Στόχος του Βερολίνου αποτελεί να καθίσουν οι δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αναζητήσουν από κοινού αμοιβαία αποδεκτές λύσεις. “Δεν παίρνουμε θέση, δεν είμαστε διαιτητές”, λέει διπλωμάτης στο Βερολίνο. “Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπάρξει γερμανική θέση. Τα μέρη πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία”.
Αυτή η ουδετερότητα, την οποία οι επικριτές αποκαλούν επίσης “πολιτική ίσων αποστάσεων”, αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχή διαμεσολάβηση. “Αν πούμε στους Τούρκους ότι κάνετε λάθος, πετυχαίνουμε ακριβώς το αντίθετο στην Άγκυρα και εντείνουμε τη διαμάχη”, προσθέτει ο Γερμανός διπλωμάτης.
Πέραν της ουδετερότητας, η διακριτικότητα αποτελεί η δεύτερη αρχή της γερμανικής διαμεσολάβησης. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν αποτελεί έκπληξη ότι πολύ λίγες λεπτομέρειες γίνονται γνωστές επισήμως για το ρόλο της Γερμανίας στα ελληνοτουρκικά. Ουδέποτε εκπρόσωπος της κυβέρνησης θα δήλωνε δημοσίως πώς να διαμορφωθεί μια λύση στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Παρ’ όλα αυτά, διπλωμάτες στο Βερολίνο δεν κρύβουν την προτίμηση για μια λύση μέσω διαιτησίας, κατά προτίμηση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. “Μας αρέσει η ιδέα να συζητήσουν και οι δύο πλευρές για θέματα που πρέπει να τεθούν ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου”, λέει γερμανός διπλωμάτης σε εμπιστευτική συνομιλία.
Ως κορυφαία οικονομική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία ενδιαφέρεται για σταθερές συνθήκες. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη και η Ανατολική Μεσόγειος έχουν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για το Βερολίνο. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η σημασία αυτή έχει αυξηθεί ακόμη περισσότερο. “Αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να διασφαλίσουμε μια καλή σχέση μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών στο Αιγαίο και είμαστε πάντα εταίροι σε αυτό”, δήλωσε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς στα μέσα Ιουλίου για να προσθέσει: “Θα παραμείνουμε σε αυτόν τον ρόλο”.
Στο Βερολίνο γνωρίζουν ότι δεν αναμένεται γρήγορη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. “Μπορεί να χρειαστούν δεκαετίες”, λέει ο συνομιλητής μου στο υπουργείο Εξωτερικών. “Στο μεταξύ, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δεν θα πυροβολούν ο ένας τον άλλον”.