Του Γιώργου Παπανδρέου
«Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς …» Η βαθιά, βραχνή φωνή του Μίκη, αντηχεί στη μεγάλη και ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα. Η φιγούρα του με τα χαρακτηριστικά μαύρα ρούχα, γεμίζει τη σκηνή και τα μακριά εκφραστικά χέρια του διευθύνουν τους μουσικούς με χορευτικές κινήσεις, λαξεύοντας τον αέρα.
Για μένα, την οικογένειά μου, όλους εμάς που παλεύαμε ενάντια στη Χούντα, οι συναυλίες του Θεοδωράκη ήσαν μια ανάσα ελευθερίας. Αποτελούσαν μια συλλογική δόση ενέργειας που μας επέτρεπε να μην το βάλουμε κάτω, να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε, να πιστεύουμε ότι ενώνοντας τη δύναμή μας μπορούμε να επικρατήσουμε, να οικοδομήσουμε μια δημοκρατική Ελλάδα.
Ο Μίκης και η μουσική του δεν ήταν δυο ξεχωριστά πράγματα. Το πάθος, η αγάπη, ο πόνος, ο θυμός, η μελαγχολία, η αγανάκτηση απέναντι στην αδικία, συναισθήματα που εκφράστηκαν με τόση ένταση στις συνθέσεις του, χρωματίζοντας τα κείμενα των ποιητών, αποτύπωναν τις εμπειρίες του, ήταν κομμάτια από τη ζωή του. Και τι ζωή! Φυλακή, εξορία, βασανιστήρια, δοκιμασίες που έγιναν ανεκτές μόνο χάρη στην πίστη του σε αυτή την υπερβατική δύναμη που γεννιέται από την αλληλεπίδραση και την αλληλεγγύη των ανθρώπων.
Θυμάμαι, κάποια στιγμή η χούντα αποφάσισε την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Η ανακοίνωση έλεγε: «Αποφασίσαμε να απελευθερώσουμε όλους, από τον Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι και τον τελευταίο κρατούμενο». Ανάμεσα τους ήταν και ο Μίκης Θεοδωράκης. Όταν η μητέρα μου πήγε στις φυλακές να υποδεχθεί τον πατέρα μου συνάντησε τον Μίκη που ετοιμαζόταν να βγει. Χαιρέτησαν ο ένας τον άλλο με ένα χαμόγελο γεμάτο σημασία. Εξέφραζε την ανακούφιση της επιστροφής στον έξω κόσμο αλλά και την αγωνία για το μεγάλο και δύσκολο αγώνα που έπρεπε να συνεχιστεί.
Τα χρόνια που ακολούθησαν βρέθηκα με το Μίκη πολλές φορές. Συνήθως σε συναντήσεις με τους γονείς μου και άλλους αντιστασιακούς, σε διάφορες πόλεις και χώρες όπου είχαν καταφύγει οι εξόριστοι Έλληνες. Στις συναντήσεις αυτές οι συζητήσεις ήσαν γύρω από τον κοινό στόχο, να πέσει η Χούντα. Αλλά δεν έλειπαν και οι έντονες αντιπαραθέσεις για το πώς θα έπρεπε να είναι η επόμενη μέρα για την πατρίδα.
Οι συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κινητοποίηση του κόσμου, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.
Την εποχή που ζούσα εξόριστος στη Σουηδία, ήταν απίστευτη η αλληλεγγύη της σουηδικής κοινωνίας, των καλλιτεχνών, των διανοουμένων, των πολιτικών. Χρόνια αργότερα, όταν ως νέος βουλευτής συμμετείχα στην προεκλογική εκστρατεία του τότε Πρωθυπουργού της Σουηδίας, Ούλοφ Πάλμε, μετά τις ομιλίες η Άρια Σαγιονμάα τραγουδούσε Θεοδωράκη στο εκστασιασμένο πλήθος. Η μουσική του είχε γίνει κομμάτι της σουηδικής κουλτούρας.
Ο Θεοδωράκης εμπνεύστηκε και ενέπνευσε τους αγώνες πολλών λαών που πάλευαν και παλεύουν για τη δημοκρατία.
Όταν ακόμα ήταν στην εξορία, ο Μίκης οραματίστηκε και σχεδίασε μια μεγάλη συναυλία στο Σαντιάγκο για να τιμήσει τον Σαλβαδόρ Αλιέντε. Είχε μελοποιήσει στίχους από το έργο του στενού του φίλου Πάμπλο Νερούδα «Canto General».
Όμως το όνειρο αυτό δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί. Με τα τραγικά γεγονότα που έφερε το πραξικόπημα του Πινοσέτ, εκείνος έχασε το φίλο του και η Χιλή τη δημοκρατία.
Τελικά, η μουσική του για τη Χιλή, το «Canto General», παίχτηκε στην ελεύθερη πια, δημοκρατική Ελλάδα, σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τον Χιλιανό λαό που βίωνε ακόμα τη στυγνή δικτατορία.
Με τον πατέρα μου, τον Ανδρέα, ο Μίκης μοιραζόταν μια σκέψη δίχως σύνορα. Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να τον περιορίσει, η ψυχή του αγκάλιαζε όλες τις χώρες, και τις ηπείρους, όλους τους λαούς.
Πολλά χρόνια αργότερα, βρήκαμε με τον Θεοδωράκη κοινό έδαφος στην προσπάθεια προσέγγισης των δημοκρατικών δυνάμεων στην Ελλάδα και την Τουρκία για ένα μέλλον βασισμένο στην ειρήνη και τη συνεργασία. Θυμάμαι ήταν ενθουσιασμένος που είχε βρει στον Ζουλφού Λιβανελί μια αδελφή ψυχή που όχι μόνο μοιραζόταν το ιδανικό αυτό,αλλά και το εξέφραζε μέσα από τη μουσική. Η μουσική έριχνε τους τοίχους του δύσκολου ιστορικού παρελθόντος που εξακολουθούσε να μας κρατάει μακριά.
Η ελευθερία ήταν η πιο σημαντική λέξη για τον Μίκη. Ήταν βαθιά χαραγμένη στην καρδιά του. Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1925 στη Χίο, σε μια εποχή όπου ο φασισμός είχε αρχίσει να φουντώνει στη Γερμανία και την Ιταλία και όπου στην Ελλάδα ήταν οι μέρες της δικτατορίας του Παγκάλου. Επί περίπου εκατό χρόνια, ο Θεοδωράκης έζησε όλες τις διαφορετικές φάσεις που σημάδεψαν τη χώρα. Ήταν όμως στις πιο δύσκολες στιγμές της καταπίεσης, των τεράστιων προκλήσεων, που έδειξε τον καλύτερο εαυτό του, υφαίνοντας τη μουσική με την ιστορία.
Δεν πίστευε ότι η τέχνη ανήκει σε μια ελίτ. Το απέδειξε, μεταφέροντας το έργο των μεγάλων ποιητών στο λαό. Που όχι μόνο τραγούδησε αλλά και χόρεψε τις μουσικές του. Μια παράδοση που συνεχίζεται ακόμα.
Θα τον θυμάμαι πάντα να τραγουδάει με πάθος τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη:
Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή…
Είναι αλήθεια Μίκη, χρειάζεται πολλή δουλειά για να αλλάξουμε τον κόσμο.
Η μουσική σου θα συνεχίσει να μας εμπνέει, για να συνεχίσουμε τους αγώνες για ελευθερία, δικαιοσύνη και δημοκρατία.