Για τον Ερντογάν το πρόβλημα δεν ήταν η Σουηδία και η Φινλανδία, αλλά ο φιλοδυτικός προσανατολισμός της Τουρκίας

Kemal Kirişci

Στη χθεσινή ιστορική Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης, το ΝΑΤΟ υιοθέτησε εν τέλει μια νέα Στρατηγική Αντίληψη, έπειτα από 12 χρόνια, η οποία θα διαμορφώνει τις πολιτικές της συμμαχίας, όσο αυτή βαδίζει σε ένα όλο και πιο αβέβαιο ευρωπαϊκό περιβάλλον ασφάλειας. Ωστόσο, τη σύνοδο επισκίαζε απειλητικά η διαφαινόμενη αντίρρηση του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.

Οι αρχικές προσδοκίες πως ο Ερντογάν θα επέτρεπε «να τον καλοπιάσουν, να τον πείσουν και τελικά να τον ανταμείψουν για τη συνεργασία του» διαψεύστηκαν πλήρως. Η ύστατη προσπάθεια διαπραγμάτευσης και επίτευξης συμφωνίας την περασμένη εβδομάδα υπήρξε ανεπιτυχής, αναγκάζοντας έτσι τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ να εναποθέσει τις ελπίδες του για «τη συντομότερη δυνατή» επίλυση του αδιεξόδου μετά τη σύνοδο κορυφής.

Η αδιαλλαξία του Ερντογάν αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό σε εσωτερικές πολιτικές σταθμίσεις, όπως στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να αποσπάσει την προσοχή από τη δεινή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, καθώς και στην ανάγκη ενίσχυσης της φθίνουσας δημοτικότητάς του – μέσω της εκμετάλλευσης των διάχυτων εθνικιστικών και αντιδυτικών αισθημάτων. Όσο επαρκείς κι αν φαίνονται οι παραπάνω εξηγήσεις, το βαθύτερο αίτιο αποτελεί η δυσφορία του ίδιου του Ερντογάν με τη μακροχρόνια ροπή της Τουρκίας προς τη Δύση, η οποία συμβολίζεται από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ καθώς και στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Εργαλειοποιώντας το ζήτημα της ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, επιχειρεί να αποδυναμώσει – αν όχι να απαλείψει – την τάση αυτή, προκειμένου να εξαλείψει τους εναπομείναντες θεσμικούς ελέγχους στην μονοπρόσωπη εξουσία του.

Είναι σημαντικό οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ να αποφύγουν πολιτικές που εξυπηρετούν την “ατζέντα” του Ερντογάν μέχρι και τις εθνικές εκλογές τον Ιούνιο του 2023 – ειδάλλως ενδέχεται να ξεχάσουμε για πάντα μια Τουρκία με δυτικό προσανατολισμό. Έτσι, η Τουρκία θα μπορούσε να διατηρήσει ζωντανή την προοπτική ανασυγκρότησης της δημοκρατίας και της οικονομίας της και να υπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα ασφαλείας της ίδιας και του ΝΑΤΟ, εν μέσω αβέβαιων καιρών.

Τι ελλοχεύει πίσω από την αντίρρηση του Ερντογάν στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ

Ο Ερντογάν είχε δηλώσει αρχικά πως δεν βλέπει θετικά τις υποψηφιότητες Σουηδίας και Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, με το σκεπτικό ότι είχαν γίνει “καταφύγια” για τρομοκράτες. Αυτή ήταν μια αναφορά στην παρουσία και τις δραστηριότητες ατόμων και οργανώσεων σχετιζομένων με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) καθώς και με τους Γκιουλενιστές, οι οποίοι θεωρούνται ευρέως ως οι υποκινητές της απόπειρας πραξικοπήματος εναντίον του Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016. Η δήλωση αυτή έγινε στις 13 Μαΐου και ενδέχεται να αποτελούσε αρχικά μία προσπάθεια ώστε να στραφεί η προσοχή μακριά από δύο γεγονότα που απασχολούσαν την κλινή γνώμη εκείνη την περιόδο: αφενός από τη φυλάκιση της “αντιπάλου” του Ερντογάν, Τζανάν Καφταντσίογλου, στην οποία πιστώνεται ευρέως η ήττα του εκλεκτού υποψηφίου του Ερντογάν στις δημαρχιακές εκλογές της Κωνσταντινούπολης το 2019, και αφετέρου από τη βίαιη επέμβαση της ισραηλινής αστυνομίας κατά τη διάρκεια της κηδείας της δολοφονημένης Παλαιστινιο-αμερικανίδας δημοσιογράφου Shireen Abu Akleh, για την οποία ο Ερντογάν επέδειξε παγερή αδιαφορία. Εν συνεχεία κλιμάκωσε τις ενστάσεις του, προσθέτοντας ότι «όλες οι μορφές εμπάργκο όπλων», ιδιαίτερα από την πλευρά της Σουηδίας, εναντίον της αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας αντιβαίνουν στο «πνεύμα της στρατιωτικής συνεργασίας κάτω από τη σκέπη του ΝΑΤΟ».

Έκτοτε, ο Ερντογάν είχε καταστήσει σαφές ότι δεν θα παραιτείτο εύκολα από το βέτο του, εάν δεν ικανοποιούνταν αυτές του οι ενστάσεις. Ακολούθησε ένας καταιγισμός διπλωματικών επαφών, ώστε να καμφθούν οι «νόμιμες», όπως πολλάκις τις χαρακτήρισε ο Στόλτενμπεργκ, ανησυχίες της Τουρκίας, χωρίς όμως απτά αποτελέσματα. Το αδιέξοδο φαίνεται να προκύπτει από τους διαφορετικούς ορισμούς της έννοιας «τρομοκρατία» και από την επίμονη απαίτηση του Ερντογάν για την έκδοση προσώπων, συμπεριλαμβανομένων Σουηδών υπηκόων και μέλους του σουηδικού κοινοβουλίου. Εξυπακούεται ότι η άμεση υλική υποστήριξη, σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις αρκετών ειδικών και πρώην Τούρκων διπλωματών, η οποία παρέχεται στο PKK —το οποίο αναγνωρίζεται από την Τουρκία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση ως τρομοκρατική οργάνωση— είναι πράγματι προβληματική και πρέπει να σταματήσει. Η δυσκολία προκύπτει, ωστόσο, από τον ορισμό της τρομοκρατίας στην τουρκική νομοθεσία, ο οποίος υπερβαίνει την ποινικοποίηση της συμμετοχής σε βίαιες πράξεις και φτάνει να παραβιάζει τη θεμελιώδη ελευθερία του λόγου. Αυτή η ασαφής και συχνά επιθετική οριοθέτηση των όρων τρομοκρατία και τρομοκράτης, χρησιμοποιείται τακτικά από τον Ερντογάν και τα μέλη της κυβέρνησής του για να φιμώσουν και να καταπιέσουν τους επικριτές και τους αντιπάλους τους.

Η αδιάλλακτη στάση του Ερντογάν δεν θυμίζει σε τίποτα τα προηγούμενα χρόνια της διακυβέρνησής του, όταν φαινόταν να είναι προσηλωμένος στις φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες και όταν η Άγκυρα – με σημαντική αρωγή εκ μέρους των ΗΠΑ, της Φινλανδίας και της Σουηδίας- ξεκίνησε τις διαδικασίες ένταξής της στην ΕΕ. Η Τουρκία είχε καταφέρει να ενσωματωθεί πλήρως στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, επωμιζόταν τις ευθύνες διατήρησης της ειρήνης εκ μέρους του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή της, ενώ υποστήριζε επίμονα τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και την πολιτική των «ανοιχτών θυρών».

Πλέον όμως ο Ερντογάν έχει μετατρέψει το κοινοβουλευτικό σύστημα της Τουρκίας σε προεδρικό, χωρίς κανέναν ουσιαστικά θεσμικό έλεγχο και αντίβαρο στην εξουσία του. Ο κλιμακούμενος αυταρχισμός και η βίαιη καταστολή επικριτών και αντιπάλων έχει γίνει σήμα κατατεθέν της χώρας, έπειτα και από τη φυλάκιση του κοινωνικού ακτιβιστή Οσμάν Καβάλα και του πρώην αρχηγού του φιλοκουρδικού πολιτικού κόμματος HDP, Σελαχατίν Ντεμιρτάς. Παράλληλα, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα για επιβολή απαγόρευσης της πολιτικής δραστηριότητας στον Δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος επικρατεί στις δημοσκοπήσεις έναντι του Ερντογάν.

Το ΝΑΤΟ έχει γίνει ένας ακόμη δέκτης της δριμείας κριτικής του Ερντογάν, καθώς κατηγορεί τη Δύση για τα αυξανόμενα οικονομικά δεινά και την πολιτική απομόνωση της Τουρκίας. Το έναυσμα δόθηκε στον απόηχο της απόπειρας πραξικοπήματος του 2016, όταν βουλευτές του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) κατηγόρησαν το ΝΑΤΟ για ανάμειξη στο πραξικόπημα, χωρίς βέβαια να παρουσιάσουν ούτε ίχνος αποδεικτικών στοιχείων, φτάνοντας ακόμη και να το αποκαλέσουν «τρομοκρατική οργάνωση». Την άποψη αυτή στηρίζει κατά καιρούς και η τουρκική κυβέρνηση, παρόλο που ο ίδιος ο Ερντογάν δεν την έχει εκφέρει προσωπικά. Ωστόσο, η στενή σχέση του Ερντογάν με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, η απόφασή του να προμηθευτεί πυραύλους S-400 από τη Ρωσία – και η συνεπαγόμενη διπλωματική του διαμάχη με την Ουάσιγκτον – έχει βλάψει βαθιά την αξιοπιστία της Τουρκίας ως συμμάχου χώρας του ΝΑΤΟ. Η έντονη αμφισβήτηση για το κατά πόσο η Τουρκία έχει θέση στη συμμαχία οξύνθηκε περαιτέρω μετά την απειλή του Ερντογάν για απέλαση 10 δυτικών διπλωματών, επτά εξ αυτών από χώρες-μελη του ΝΑΤΟ, επειδή του ζήτησαν να εφαρμόσει μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) και να αποφυλακίσει τον Οσμάν Καβάλα. Αντ’ αυτού, ο Ερντογάν επέλεξε να απορρίψει κατηγορηματικά την απόφαση του ΕΔΔΑ καθώς και την πρωτοβουλία του Συμβουλίου της Ευρώπης για την επιβολή πειθαρχικών μέτρων κατά της Τουρκίας.

Αυτή η επίμονη αντιδυτική και αντιαμερικανική ρητορική βρήκε πρόσφορο έδαφος σε ένα μεγάλο μέρος Τούρκων πολιτών. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ο τουρκικός λαός αντιλαμβάνεται ως μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια της χώρας του τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Ρωσία. Σύμφωνα με τη Metropoll, μια εταιρεία έρευνας κοινής γνώμης, το 65% των ερωτηθέντων τον Απρίλιο του 2022 δεν εμπιστεύονταν το ΝΑΤΟ. Τον Ιανουάριο, το 39,4% προτιμούσε στενότερες σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία σε σύγκριση με το 37,5% που προτιμούσε στενότερες σχέσεις με την ΕΕ και τις ΗΠΑ.

Η γεωπολιτική πραγματικότητα που περιορίζει τον Ερντογάν

Στην πραγματικότητα, παρά τα αντιδυτικά αισθήματα που έχει καλλιεργήσει ο Ερντογάν, εξακολουθεί να διστάζει σημαντικά να διαρρήξει τις σχέσεις του με το ΝΑΤΟ. Οι διάφορες αντιπαραθέσεις του κατά τα τελευταία χρόνια δεν του έχουν δώσει την πολυτέλεια να ανακοινώσει την αποχώρηση της Τουρκίας από τη συμμαχία. Η πιο τολμηρή κίνηση εκ μέρους του, είναι απλώς να παραμένει σιωπηλός απέναντι στις προτροπές για αποχώρηση της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, κάτι που πρότεινε με θέρμη τον προηγούμενο μήνα ο πολιτικός του σύμμαχος Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο ηγέτης του υπερεθνικιστικού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης. Προς τέρψιν του δυτικού κοινού, επανέλαβε μάλιστα σε ένα πρόσφατο άρθρο του στο The Economist την αφοσίωσή του απέναντι στο ΝΑΤΟ και την επέκτασή του. Η ασάφεια γύρω από το εάν ο Ερντογάν είναι πρόθυμος ή ικανός να αποσπάσει την Τουρκία από το ΝΑΤΟ και την ευρύτερη Δύση καταδεικνύει τα όρια της εξουσίας του.

Το γεωπολιτκό γίγνεσθαι που πλαισιώνει την Τουρκία – και συγκεκριμένα, ο πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία – επιδεινώνει τα οικονομικά κακώς κείμενα της χώρας και επηρεάζει αρνητικά την εθνική της ασφάλεια. Σχεδόν το 58% του τουρκικού λαού εξακολουθεί να πιστεύει ότι το ΝΑΤΟ είναι απαραίτητο για την ασφάλεια της Τουρκίας. Η αντίρρηση του Ερντογάν στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ είναι ένα σύμπτωμα της αποστροφής του για τις αξίες που πρεσβεύει η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και σε άλλους δυτικούς θεσμούς, κυρίως στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτές οι αξίες και οι θεσμοί αποτελούν εμπόδιο στην προσωποπαγή διακυβέρνησή του καθώς και στον ιδεολογικό του στόχο να διαρρήξει τελικά την παραδοσιακή ροπή της Τουρκίας προς τη Δύση.

Το μέλλον της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα αποτελέσματα των επόμενων βουλευτικών εκλογών της χώρας. Η αντιπολίτευση έχει επανειλημμένα εκφράσει τη δέσμευσή της για αναβίωση της τουρκικής δημοκρατίας, ακόμη και αν στην εξωτερική πολιτική, μέχρι στιγμής, είτε έχει παραμείνει σιωπηλή είτε αναγκάστηκε να ακολουθήσει την εθνικιστική γραμμή του Ερντογάν.

Εν κατακλείδι, η παραμονή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ θα μπορούσε για άλλη μια φορά —όπως ακριβώς πριν από 70 χρόνια όταν εντάχθηκε για πρώτη φορά στη συμμαχία— να χρησιμεύσει ως μοχλός ενίσχυσης τόσο του φιλοδυτικού προσανατολισμού της Τουρκίας όσο και της δημοκρατίας της, ωφελώντας παράλληλα τη διατλαντική ασφάλεια, ειδικά σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, τις οπόιες η νέα Στρατηγική Αντίληψη του ΝΑΤΟ καλείται να αντιμετωπίσει.

ΠΗΓΗAvhal

Διαβάστε οπωσδήποτε

google news svg icon

Ακουλούθησε το Periodista.gr στο Google News για να μαθαίνεις όσα δεν τολμούν ή δεν θέλουν να γράψουν οι άλλοι.

Περισσότερα

Άρθρα
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Ιλιγγο προκαλούν τα χρήματα που βγάζει η εταιρεία του Νίκου Ευαγγελάτου

Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας Newsit Εταιρεία ΕΠΕ του...

Έκρυψαν το 8,3% του κόμματος Κασσελάκη σε δημοσκόπηση

Η Πυθία αποκαλύπτειΑναγνώστριες και αναγνώστες μου. Συντρόφισσες και σύντροφοι. Βρισκόμαστε...

Η άγνωστη μάχη ανάμεσα σε Μαρινάκη και Αλαφούζο πριν τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά

Η Πυθία αποκαλύπτειΑναγνώστριες και αναγνώστες μου.Το θέμα του Σαββατοκύριακου...