Δεν πρέπει να έχουν υπάρξει πολλές διεθνείς σύνοδοι κορυφής όπου ένας αρχηγός κυβέρνησης μένει μακριά, από φόβο μήπως συλληφθεί για εγκλήματα πολέμου, ωστόσο η ομάδα Brics τα κατάφερε. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα απουσιάσει από τη συνάντηση Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Νότιας Αφρικής τον επόμενο μήνα στο Γιοχάνεσμπουργκ, επειδή οι οικοδεσπότες, ως συνυπογράφοντες στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, θα πρέπει να τον θέσουν υπό κράτηση βάσει εντάλματος για τις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Πιθανότατα, όμως, δεν θα χάσει και τόση πολιτική ουσία. Εκτός από αρκετές δόσεις επιθετικής ρητορικής ενάντια στον πλούσιο κόσμο, ένα από τα κύρια θέματα θα είναι η ένταση γύρω από τον ρόλο της Κίνας, που όλο και λιγότερο μπορεί να αποκρυβεί. Οι Brics δείχνουν πια εντελώς μονόπλευροι. Επινοημένη ως εργαλείο μάρκετινγκ από τους οικονομολόγους της Goldman Sachs το 2001, η ομάδα κατέστη πολιτική οντότητα όταν οι τέσσερις χώρες (η Νότια Αφρική εντάχθηκε αργότερα) πραγματοποίησαν την πρώτη τους σύνοδο κορυφής το 2009.
Ο Dan Ciuriak, πρώην αναπληρωτής επικεφαλής οικονομολόγος στο υπουργείο Εμπορίου του Καναδά και νυν ανώτερος συνεργάτης στη δεξαμενή σκέψης του Κέντρου για την Καινοτομία της Διεθνούς Διακυβέρνησης (CIGI), αναφέρεται με τρόπο διαφωτιστικό στην οικονομική θεμελίωση της ομάδας Brics. Σημειώνει ότι μόνο μια συγκυρία γεγονότων στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στη δεκαετία του 2000 έκανε την ομάδα να φαίνεται πως διέπεται από σχετική ισοτιμία, έστω σε επίπεδο φιλοδοξίας.
Την εποχή που η βιομηχανία χαμηλού κόστους της Κίνας επωφελούνταν από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ Ξιαοπίνγκ, η Ρωσία και η Βραζιλία έβγαιναν από το οικονομικό χάος (η Ρωσία μετά την πτώση του κομμουνισμού, η Βραζιλία από τη σταθεροποίηση του νομίσματος μετά το 1994), για να οδηγήσουν στην εμπορευματική έκρηξη της δεκαετίας του 2000. Η Ινδία βίωνε μια αναπτυξιακή ώθηση μετά την οικονομική φιλελευθεροποίηση που ακολούθησε την κρίση του ισοζυγίου πληρωμών το 1990-91. Τη Νότια Αφρική ενίσχυσε το τέλος του απαρτχάιντ το 1994.
Ομως, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 2000 και 2010, μόνο η Κίνα κατάφερε να κάνει κάποια σημαντικά βήματα προς το status του πλούσιου κόσμου, υιοθετώντας τεχνολογικές εξελίξεις ώστε να καταστεί οικονομία βασισμένη στη γνώση. Οι υπόλοιποι παρέμειναν κολλημένοι σε μοντέλα χαμηλής ανάπτυξης, εξαρτώμενα υπερβολικά από τα εμπορεύματα, με πολιτικά συστήματα που κυριαρχούνται από φαινόμενα δυσλειτουργίας και διαφθοράς. Η κινεζική οικονομία ανταγωνίζεται τώρα την αμερικανική -είναι μεγαλύτερη με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης- και τα μεγέθη και τα έσοδά της χρηματοδοτούν μια φιλοπόλεμη εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Η ιδέα ενός νέου νομίσματος των Brics, που διατυπώθηκε ιδιαίτερα από τον πρόεδρο της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, ουσιαστικά βρίσκεται στη σφαίρα της φαντασίας: το γουάν είναι το μόνο από τα πέντε διεθνή νομίσματα με σημαντικό ρόλο στο εξωτερικό. Τα κράτη των Brics δημιούργησαν τη σχετικά μικρή Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα (NDB), η οποία μέχρι στιγμής έχει χορηγήσει δάνεια 32,8 δισ. δολαρίων, ενώ η Κίνα πιθανότατα έχει δανείσει περίπου 1 τρισ. δολάρια διμερώς. Η Πρωτοβουλία της «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» (Belt and Road) δεν δημιουργεί μόνο υποδομές και ψηφιακά έργα, αλλά στοχεύει επίσης στην εμπορική και πολιτική ευθυγράμμιση. Ούτε είναι ακριβώς άνευ όρων η υποστήριξη της Κίνας προς άλλα μέλη των Brics. Ακόμη κι αν παραβλεφθεί ο μακροχρόνιος στρατιωτικός ανταγωνισμός με την Ινδία, το Πεκίνο έχει δώσει διπλωματική κάλυψη στον Πούτιν μετά την εισβολή στην Ουκρανία στην πραγματικότητα χρεώνοντάς την με αγορές ρωσικού πετρελαίου σε τιμές χαμηλότερες της παγκόσμιας αγοράς.
Γεωπολιτικά, η Κίνα επίσης προκαλεί ανισορροπία στην ομάδα. Βρίσκεται σε οικονομικό, τεχνολογικό και στρατηγικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, ενώ άλλα μέλη των Brics προσπαθούν να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον. Η Βραζιλία θέλει πρόσβαση στους Ευρωπαίους καταναλωτές ολοκληρώνοντας μια εμπορική συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και της νοτιοαμερικανικής ένωσης Mercosur. Η Ινδία μετέχει στη συμμαχία Quad με τις ΗΠΑ για την ασφάλεια σε Ασία-Ειρηνικό. Εάν το Πεκίνο προσπαθήσει να αναγκάσει τα άλλα μέλη των Brics να εγκαταλείψουν την αδέσμευτη στρατηγική τους και να ενταχθούν σ’ ένα στρατόπεδο βασισμένο στην Κίνα, οι πιέσεις στην ομάδα θα γίνουν έντονες.
Η Κίνα διατύπωσε την ιδέα της επέκτασης των Brics πέρυσι -η Νότια Αφρική ισχυρίζεται ότι περισσότερες από 40 χώρες ενδιαφέρονται να ενταχθούν- όμως άλλα μέλη, όπως η Βραζιλία, φάνηκαν σαφώς απρόθυμα. Εάν εισέλθουν κράτη που είναι υπόχρεα στην Κίνα μέσω δεσμών χρέους ή επενδύσεων, οι Brics θα μοιάζουν όλο και λιγότερο με ομάδα στραμμένη στον αναδυόμενο κόσμο και περισσότερο με fan club ενός επίδοξου ηγεμόνα. Εάν οι Brics παραμείνουν ομάδα πίεσης που την ενώνει η δυσαρέσκεια απέναντι στην αλαζονική ισχύ των ΗΠΑ, τις κυρώσεις ή τις στρατιωτικές επεμβάσεις, μπορεί να παραμείνει συνεκτική αλλά όχι ιδιαίτερα παραγωγική. Εάν η ομάδα προσπαθήσει να πάρει τις τύχες της στα χέρια της, οι διαφορετικές οικονομικές προοπτικές και τα στρατηγικά συμφέροντα εντός της θα γίνουν μια ισχυρή φυγόκεντρη δύναμη.
Όπως επισημαίνει ο Ciuriak, εάν σ’ έναν συνασπισμό αναδυόμενων αγορών που φιλοδοξούν να γίνουν προηγμένες οικονομίες, μόνο η μεγαλύτερη είναι πράγματι σε καλό δρόμο, τότε δεν υπάρχει συνοχή στο club. Είναι πλέον διαπιστωμένο ότι ο όμιλος Brics έχει κάνει πολύ δρόμο από τότε που συνήλθε για πρώτη φορά ως πολιτική οντότητα -σε επίπεδο ρητορικής και φιλοδοξίας. Ο ασύνδετος χαρακτήρας και η ανισορροπία πρόκειται να διανύσουν αρκετό δρόμο ακόμη.