Του Γιώργου Λακόπουλου
Για αυτονόητους λόγους τα κόμματα όταν πρέπει να επιλέξουν ηγεσία -μετά τον ιδρυτή τους- προσπαθούν να βρουν τον καλύτερο. Κατά κανόνα, με βασικό κριτήριο να ενισχύσει την επιρροή τους στο εκλογικό σώμα. Αν γι’ αυτό έχουν κανέναν καλύτερο, γιατί να βγάλουν άλλον; Συνεπώς ο καταλληλότερος είναι ο καλύτερος- τα υπόλοιπα ας τα κρίνουν οι ψηφοφόροι.
Στο ΠΑΣΟΚ αυτός ο κανόνας παραβιάσθηκε με την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη. Ήταν απλώς ένα στέλεχος του κομματικού σωλήνα. Εκτός από το κομματικό ασανσέρ δεν είχε άλλο πολιτικό εφόδιο. Στο ΠΑΣΟΚ όμως τον προτίμησαν δυο φορές μάλιστα. Και αυτό αποδεικνύεται ως βασική αιτία της κακοδαιμονίας τους-μετά τη συμφορά που άφησε πίσω του ο Γ. Παπανδρέου.
Ο σημερινός πρόεδρός τους ήταν «ένα παιδί της διπλανής πόρτας», χωρίς μεγάλους στόχους -που εκτός από την καριέρα στο κόμμα. Δεν έκανε σημαντικές σπουδές, δεν επιδίωξε διεθνή κυκλοφορία, δεν ήταν καλός ομιλητής, δεν ακτινοβολούσε και δεν είχε πολιτικό εκτόπισμα.
Δεν διόρθωσε καν τις ποιοτικές παραμέτρους του βιογραφικού του ακόμη και όταν ο Βενιζέλος τον έκανε γραμματέα του κόμματος και ευρωβουλευτή- πακέτο με την Εύας Καϊλή. Στα εφτά χρόνια που θήτευσε στο Ευρωκοινοβούλιο δεν διακρίθηκε σε κάτι. Όταν έγινε αρχηγός το ΠΑΣΟΚ τα στελέχη του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος έψαχναν το τηλέφωνο του για να τον συγχαρούν.
Ωστόσο στο ΠΑΣΟΚ παρότι το 2017 τον απέρριψαν, το 2021 τον προτίμησαν. Ακόμη και από τον Γ. Παπανδρέου, που κουβαλούσε βάρη, αλλά ήταν πρώην Πρωθυπουργός και πρόεδρος, είχε βαρύ όνομα, διεθνή κυκλοφορία και -έστω επιφανειακό- κοσμοπολιτισμό. Το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου, άλλαζε διαρκώς επίπεδο ηγεσίας -προς τα κάτω.
Το πληρώνει ακόμη: η εκλογική επίδοση του Ανδρουλάκη, καθώς έμενε πίσω η ανάμνησή του Μνημονίου ήταν καλύτερη από αυτή που παρέλαβε, κάτω από τον πήχη που ο ίδιος είχε βάλει.
Ακόμη και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ-που είχε αφαιμάξει το ΠΑΣΟΚ- κατέρρευσε οι επιδόσεις του έμειναν χαμηλά και πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μηδενική προσωπική ακτινοβολία
Έτσι μετά τις Ευρωεκλογές, ανακινήθηκε θέμα αντικατάστασής του – με διαφαινόμενη προτιμότερη επιλογή τον Παύλο Γερουλάνο: είχε μεστό προφίλ, αξιοπιστία και κουλτούρα που του επέτρεπε να «κοιτάζει στα μάτια» τον Μητσοτάκη. Σε αντίθεση με τη συμπλεγματική – ίσως και από την παρακολούθησης από τη ΕΥΠ- στάση του Ανδρουλάκη.
Η ιδέα για αντικατάσταση είχε βάση, καθώς στην καταμέτρηση του πρώτου γύρο ο απερχόμενος προεδρος κρίθηκε δραματικά μειοψηφικός– πέφτοντας κάτω από το 30%. Αλλά η μηχανική της πολιτικής έχει και άλλες παραμέτρους.
Λειτούργησαν ανοιχτά υπέρ του Ανδρουλάκη. Με πιο χαρακτηριστικό τον ενθουσιασμό του «συστήματος Μητσοτάκη» για την εμπλοκή της οικείας του Άννας Διαμαντοπούλου -ως ανάχωμα στον Γερουλάνο. Μετά βίας κρατήθηκε ο φίλος της ο Άδωνης να μην την ψηφίσει προσωπικά ο ίδιος. Την ψήφισαν όμως οπαδοί της ΝΔ, ενισχύοντας τη συμμετοχή, που καρπώθηκε τελικά ο Ανδρουλάκης με την επικράτησή του.
Ωστόσο η δεύτερη θητεία του δεν είναι τίποτε διαφορετικό από την πρώτη. Και παρά τον αέρα που του έδωσαν δημοσκοπικά οι μηχανισμοί που συναλλάσσονται με το Μέγαρο Μαξίμου-που τον προτιμάει ως αντίπαλο του- το ΠΑΣΟΚ κόλλησε στα ποσοστό που θα έπαιρνε ως… ΠΑΣΟΚ- χωρίς να έχει καν αρχηγό.
Με άλλα λόγια ο Ανδρουλάκης δεν εμπνέει την κοινωνία, ούτε τη Δημοκρατική παράταξη και η ηγεσία του δεν προσθέτει κατι. Μάλλον αφαιρεί.
Γιατί συμβαίνει αυτό, είτε ορατό δια γυμνού οφθαλμού: δεν είναι ηγετικός. Μέτριο βιογραφικό, μετριότερη δημόσια παρουσία, ξύλινος λόγος, παλαιομοδίτικο ύφος, πολιτικά ελλείμματα, ιδεολογικό κενό και μηδενική προσωπική ακτινοβολία.
Χωρίς καμία οραματική πρωτοβουλία, καμία νέα ιδέα και με κακούς χειρισμούς – που κατά κανόνα διευκολύνουν τον Μητσοτάκη- ακινητοποιεί το ΠΑΣΟΚ. Ενας εσωκομματικός συνδικαλιστής που μεγαλοπιάνεται και ράβει πρωθυπουργικά κοστούμια χωρίς να έχει το αντίστοιχο πολιτικό βάρος.
Στην περίπτωσή του ισχύει αυτό που είπε ο Νίκος Κοτζιάς στην αναμέτρηση Γ. Παπανδρέου με τον Βαγγέλη Βενιζέλο: «Θέλουμε αρχηγό και πρωθυπουργό έναν βλαχοδήμαρχο;”. Για τον Ανδρουλάκη χρησιμοποιούνται βαρύτεροι χαρακτηρισμοί στα καφενεία.
«Γερουλάνος θα λέμε και θα κλαίμε»
Χωρίς το χάρισμα της παραγωγής πολιτικής, χωρίς πολιτικές ικανότητες υπερβάσεων και προσέλκυσης στελεχών από την κοινωνία, περιστοιχιζόμενος από τη λεγομένη «σέχτα της Θράκης» -και τον αειθαλή Γιάννη Σουλαδάκη, από το ιστορικό ΠΑΣΟΚ-δεν είναι πρωθυπουργίσιμος. Ούτε ο ηγέτης, τον οποίο αναζητά η Δημοκρατική Παράταξη, που μετά τον Τσίπρα έμεινε ακέφαλη και στο έλεος του Μητσοτάκη.
Κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ παπαγαλίζουν τη θέση Ανδρουλάκη ότι πάει για πρώτο κόμμα. Αλλά κανείς από τους άλλους επιτελικούς δεν το βλέπει. Ακόμη και η -στην ουσία ξενόφερτη, μετά από 12ετη απουσία- Διαμαντοπούλου, που τον επισκιάζει, αποβλέπει στον εξοβελισμό του. Αν ο Χάρης Δούκας δεν είχε εμπλακεί, άκαιρα, στην προεδρική εκλογή τώρα πολλοί θα τον παρακαλούσαν να το κάνει.
Κυρίως όμως, αν το ΠΑΣΟΚ πριν τέσσερις μήνες είχε αναδείξει πρόεδρο τον Γερουλάνο, με την τροπή που πάντα πράγματα για την τη κυβέρνηση και τον Μητσοτάκη προσωπικά, τώρα δεν θα προλάβαινε να κόβει εισιτήρια. Στερνή μου γνώση να σε είχε πρώτα. Όπως λέει κομματικό στέλεχος: «Γερουλάνος θα λέμε και θα κλαίμε».
Αυτό απεικονίζει το εξωκομματικό κλίμα στο οποίο εκκολάπτονται ήδη κινήσεις για αλλαγής προέδρου, πριν από στις επομενες εκλογές για να αποφύγουν το χειρότερο. Αν η σιγουριά της ΝΔ για την πρώτη θέση τη ΝΔ -με οποιοδήποτε επικεφαλής- συνδυαστεί με πρωτοβουλία του Τσίπρα για νέο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ θα δώσει μάχη για τρίτη θέση. Και θα κλείσει άδοξα και τον νέο κύκλο του.