Του Gideon Rachman
Μέχρι πριν από περίπου μία εβδομάδα φαινόταν πως ο Benjamin Netanyahu είχε πιθανότητες να διαψεύσει το ρητό που λέει πως «όλες οι πολιτικές καριέρες καταλήγουν σε αποτυχία». Ο έλεγχος που είχε στην εξουσία του Ισραήλ αποδυναμωνόταν. Ακόμα όμως και αν έχανε τη θέση του, ο Netanyahu και πάλι θα έφευγε από την πολιτική ως ο μακροβιότερος πρωθυπουργός του Ισραήλ -και ένας από τους σημαντικότερους.
Πέρυσι, ο Netanyahu εξασφάλισε μια ιστορική πρόοδο στις σχέσεις του Εβραϊκού κράτους με τον Αραβικό κόσμο. Οι Συμφωνίες του Αβραάμ ομαλοποίησαν τις σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν. Το Ισραήλ υπό τον Netanyahu είχε ειρήνη, ευημερία και έβγαινε από τη διεθνή απομόνωση. Η μακρά και συχνά αιματηρή σύγκρουση με τους Παλαιστίνιους δεν βρισκόταν πλέον στα πρωτοσέλιδα. Το πρωτοποριακό πρόγραμμα εμβολιασμού κατά της Covid-19 λουστράριζε ακόμα περισσότερο την εικόνα της χώρας. Υπήρχε μόνο το μικρό ζήτημα της αποφυγής της καταδίκης στη δίκη για διαφθορά και μιας πιθανής ποινής φυλάκισης -και η κληρονομιά του θα ήταν ασφαλής.
Την τελευταία εβδομάδα όμως, το σχέδιο του Netanyahu για τη διασφάλιση του μέλλοντος του Ισραήλ κατέρρευσε. Η ελπίδα του Ισραηλινού πρωθυπουργού πως το Παλαιστινιακό ζήτημα έχει μπει με ασφάλεια σε δεύτερη μοίρα, αποδείχθηκε πως ήταν μια ψευδαίσθηση. Μια διαμάχη που ξεκίνησε με συγκρούσεις μεταξύ της ισραηλινής αστυνομίας και μουσουλμάνων διαδηλωτών στην Ιερουσαλήμ κλιμακώθηκε -με εκτόξευση ρουκετών προς ισραηλινές πόλεις, με το Ισραήλ να βομβαρδίζει τη Γάζα και με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ Αράβων και Εβραίων να ξεσπούν σε όλο το Ισραήλ.
Με την ενθάρρυνση της κυβέρνησης Trump, η κυβέρνηση Netanyahu ακολούθησε αυτό που ορισμένοι αποκάλεσαν στρατηγική «έξω-μέσα». Επρόκειτο για την ιδέα πως το Ισραήλ θα επιδιώξει συμφωνίες με τον έξω κόσμο, πάνω απ’ όλα με τον Αραβικό κόσμο, για να συμβάλουν στην επίλυση της εσωτερικής σύγκρουσής του με τους Παλαιστίνιους. Αυτό ήταν το αντίστροφο της πιο παραδοσιακής προσέγγισης της σύγκρουσης με μια στρατηγική «μέσα-έξω» -σύμφωνα με την οποία το Ισραήλ έπρεπε πρώτα να διασφαλίσει έναν διακανονισμό με τους Παλαιστίνιους και μόνο τότε θα μπορούσε να περιμένει να επιτύχει μια διαρκή ειρήνη και διεθνή αποδοχή.
Η υπογραφή των Συμφωνιών του Αβραάμ παρουσιάστηκε ως απόδειξη πως η στρατηγική «έξω-μέσα» είναι αποτελεσματική. Το Ισραήλ ήλπιζε πως η Σαουδική Αραβία, η ισχυρότερη χώρα του Αραβικού κόσμου, θα ήταν η επόμενη που θα εδραίωνε διπλωματικές σχέσεις με τη χώρα.
Όσο για τους Παλαιστίνιους, η υβριστική ελπίδα στους κύκλους του Netanyahu ήταν πως αν στερηθούν της αραβικής και διεθνούς στήριξης, θα έχαναν τη βούληση για αντίσταση. Οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μπορούσαν να συνεχίσουν να στηρίζουν τον σκοπό τους, αλλά ο ευρύτερος κόσμος θα προχωρούσε, επιτρέποντας στο Ισραήλ να επιβάλλει τους δικούς του όρους σε έναν αποδυναμωμένο και διεσπαρμένο παλαιστινιακό πληθυσμό. Ορισμένοι Ισραηλινοί είκαζαν πως οι Παλαιστίνιοι μπορεί να καταλήξουν σαν τους Θιβετιανούς -έναν λαό οι εθνικές φιλοδοξίες του οποίου φαίνονται όλο και πιο μάταιες και ξεχασμένες.
Η βροχή των ρουκετών στις ισραηλινές πόλεις από τη Γάζα έχουν επιφέρει σοβαρή ζημιά όχι μόνο σε ιδιοκτησίες και πολίτες, αλλά επίσης και στη στρατηγική . Η ελπίδα πως οι πολιτικές του Netanyahu είχαν καταστήσει το Παλαιστινιακό ζήτημα άσχετο, μοιάζει τώρα ανόητη. Η διεθνής καταδίκη των ενεργειών του Ισραήλ έχει αναζωπυρωθεί, λόγω των θανάτων πολιτών στη Γάζα, μεταξύ των οποίων και πολλών παιδιών. Η περαιτέρω διπλωματική πρόοδος στο Ισραήλ φαίνεται απίθανη.
Το σοβαρότερο όλων είναι πως οι βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των Εβραίων και τον Ισραηλινοαράβων, που αντιπροσωπεύουν το 20% του πληθυσμού της χώρας, έχουν φέρει τη σύγκρουση εντός των συνόρων του ίδιου του Ισραήλ, οδηγώντας σε συζητήσεις περί εμφυλίου πολέμου.
Τα τελευταία χρόνια, πολλοί Ισραηλινοί πολιτικοί έφτασαν να ελπίζουν και να πιστεύουν πως οι Άραβες που μένουν εντός της χώρας δεν ταυτίζονται πλέον τόσο δυνατά με τον Παλαιστινιακό αγώνα. Αλλά η τρέχουσα κρίση έφερε μια νέα αίσθηση ενότητας μεταξύ των Παλαιστινίων στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη και στο ίδιο το Ισραήλ. Η ιδέα πως το Παλαιστινιακό πρόβλημα θα μπορούσε να κρυφτεί πίσω από έναν τοίχο δεν είναι πλέον αξιόπιστη. Αντιθέτως, η στρατηγική του Netanyahu μπορεί να αύξησε την απειλή για τη χώρα του -ανοίγοντας άθελά του ένα νέο μέτωπο, εντός του ίδιου του Ισραήλ. Αυτή η απειλή θα παραμείνει ακόμα και αν σταματήσει το σφυροκόπημα της Γάζας.
Το μεγάλο ελάττωμα στη στρατηγική «έξω-μέσα» ήταν ότι υπέθετε πως η απελπισία των Παλαιστινίων θα οδηγούσε σε αδράνεια. Στην πραγματικότητα, η αυξανόμενη τόλμη της ισραηλινής ακροδεξιάς -που είναι αποφασισμένη να προχωρήσει με περαιτέρω προσαρτήσεις παλαιστινιακών περιουσιών και γης- παρείχε τελικά τη σπίθα που πυροδότησε την τελευταία σύγκρουση. Η ακροδεξιά η ίδια είχε «φλερταριστεί» και νομιμοποιηθεί από τον Netanyahu, καθώς έψαχνε για συμμάχους στην προσπάθειά του να κρατηθεί στην εξουσία.
Για τον Netanyahu τον ίδιο, η τρέχουσα κρίση έχει ένα σημαντικό όφελος. Μετά την τέταρτη σερί ατελέσφορη εκλογική διαδικασία, οι αντίπαλοί του ήταν στο χείλος σχηματισμού κυβερνητικού συνασπισμού που τελικά θα τον έδιωχνε από την εξουσία. Οι διαπραγματεύσεις αυτές έχουν τώρα μπει στον πάγο -και έτσι ο Netanyahu φαίνεται τώρα πιθανό να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός.
Μια επιτυχημένη προσπάθεια να διατηρηθεί στην εξουσία -και να αποτρέψει τις υποθέσεις διαφθοράς εναντίον του- θα έδειχνε πως ο Netanyahu παραμένει ένας αριστοτέχνης πολιτικός τακτικιστής. Αλλά η άνοδος της βίας αυτή την εβδομάδα υπονόμευσε σοβαρά τον ισχυρισμό του πως είναι πολιτικός άνδρας.
Οι υποστηρικτές του υπερηφανεύονταν πως η διπλωματική στρατηγική του παρείχε έναν δρόμο για έξοδο από την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση -έναν δρόμο που δεν απαιτούσε καν επώδυνες παραχωρήσεις σε γη και σε δικαιώματα των Παλαιστινίων.
Αλλά ο δρόμος του Netanyahu για έξοδο από τη σύγκρουση μοιάζει τώρα με ένα επικίνδυνο αδιέξοδο.