Στην Γαλλία ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει πολλές συμπάθειες. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το ποσοστό των Γάλλων που θα ήθελαν να τον δουν νικητή στις επικείμενες αμερικανικές εκλογές μετά βίας προσεγγίζει το 15%, κάτι που φυσικά δεν αφήνει αδιάφορο το εγχώριο πολιτικό προσωπικό. Έτσι, ελάχιστα είναι τα πολιτικά πρόσωπα που έχουν δημοσίως ταχθεί υπέρ του Τραμπ, εκτός από κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις παραγόντων, προσκείμενων κυρίως στον χώρο της ακροδεξιάς, όπως για παράδειγμα ο πρόεδρος του κόμματος της Μαρίν Λεπέν Τζορντάν Μπαρντελά, ο οποίος δήλωσε πως εκτιμά τον Τραμπ «για τον πατριωτισμό του». Η ίδια η Μαρίν Λεπέν που κατά το παρελθόν είχε ταχθεί υπέρ του Τραμπ, προς το παρόν παραμένει σιωπηρή, λαμβάνοντας ίσως υπόψιν ότι ενώ του είχε ζητήσει να τον επισκεφθεί, ουδέποτε έλαβε την σχετική πρόσκληση.
Από την άλλη, βεβαίως, η τετραετία Μπάιντεν κάθε άλλο παρά ήταν μία ειδυλλιακή περίοδος στις σχέσεις της Γαλλίας με τις ΗΠΑ. Στο πολιτικό επίπεδο σημαδεύτηκε από την αιφνίδια αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανισταν, ενώ στο οικονομικό επίπεδο o αμερικανικός νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act), που επιδοτεί με δισεκατομμύρια δολάρια τις αμερικανικές επιχειρήσεις, έχει δημιουργήσει οξυμένα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στις γαλλικές και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Αυτό που πρωτίστως όμως ανησυχεί τους Γάλλους, ενόψει μίας πιθανής νίκης του Τραμπ στις εκλογές, είναι το τι μέλλει γενέσθαι με το ουκρανικό ζήτημα, το οποίο ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων έχει δηλώσει πως αν εκλεγεί Πρόεδρος θα το λύσει «μέσα σε 24 ώρες». Αν αυτό σημαίνει ότι θα το «λύσει» ο ίδιος σε συνεργασία με τον Πούτιν, ερήμην ενδεχομένως των Ευρωπαίων, ίσως δε ακόμη και των Ουκρανών, τότε η Γαλλία, που είναι η σημαντικότερη στρατιωτική δύναμη στην ΕΕ, και μαζί της όλη η Ευρώπη, θα βρεθούν ενώπιον πελώριων διλημμάτων. Ο κίνδυνος διχασμού εν προκειμένω της ΕΕ, αλλά και του ΝΑΤΟ, είναι απολύτως υπαρκτός, αφού τα κράτη μέλη τους θα πρέπει επί της ουσίας να αποφασίσουν «με ποιους θα πάνε και ποιους θα αφήσουν».
Τέλος, δεν είναι λίγοι αυτοί που διατυπώνουν ανησυχίες στην Γαλλία ως προς τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να υπάρξουν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή μετά τις αμερικανικές εκλογές. Στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ τα ακροδεξιά κόμματα βρίσκονται σε άνοδο, σε αρκετές χώρες είτε κυβερνούν, είτε συμμετέχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας, και σε περίπτωση επικράτησης του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ οι τάσεις αυτές θα ενισχυθούν, προς μεγάλη ικανοποίηση πρωθυπουργών, όπως η Μελόνι στην Ιταλία και ο Όρμπαν στην Ουγγαρία.
Οι μόνοι που, ωστόσο, δεν φαίνεται να συμμερίζονται τις ανησυχίες αυτές είναι οι θαμώνες του Harry’s Bar στο Παρίσι, στην περιοχή της Όπερας. Ένα αμερικανικό μπαρ που φέτος συμπληρώνει 100 χρόνια ζωής, το άνοιξε ένας αμερικανός στρατιώτης, ονόματι Harry Mac Elhone που πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και το οποίο και αυτή την φορά, όπως κάνει εδώ και έναν αιώνα, διοργανώνει τη δική του εκλογική δοκιμασία. Στήνει κάλπη ένα μήνα πριν την επίσημη ημερομηνία των αμερικανικών εκλογών και όσοι πελάτες του έχουν αμερικανικό διαβατήριο έχουν και δικαίωμα ψήφου. Η καταμέτρηση των ψηφοδελτίων γίνεται στο τέλος κάθε εβδομάδας από τον μπάρμαν και προς το παρόν η Κάμαλα Χάρις, λαμβάνοντας 302 ψήφους προηγειται του Ντόναλντ Τραμπ που έχει 265 ψήφους. Όπως βεβαιώνει ο σημερινός ιδιοκτήτης, δισέγγονος του πρώτου ιδιοκτήτη, τα εκλογικά αποτέλεσμα του Harry’s Bar πάντα επιβεβαιώνονται, με εξαίρεση τις αναμετρήσεις Κάρτερ – Φορντ το 1976 και Μπους – Κέρι το 2004.
Ανησυχία για τις γερμανοαμερικανικές σχέσεις σε περίπτωση νίκης Τραμπ
Αν στις εκλογές στις ΗΠΑ μεθαύριο ψήφιζαν οι Γερμανοί, δεν θα υπήρχε ούτε αγωνία, ούτε κανένα ντέρμπι.
Η Κάμαλα Χάρις θα είχε σίγουρη τη νίκη κι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα είχε καμία τύχη.
Τόσο ξεκάθαρη είναι η προτίμηση των Γερμανών στην υποψήφια των Δημοκρατικών και τόσο σαφής και απερίφραστη η απέχθεια για τον πρώην πρόεδρο και υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων – ή μήπως ο φόβος;
Προφανώς το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ δεν αφορά μόνο την ίδια τη χώρα. Ο πλανήτης έχει στραμμένο αυτές τις μέρες το βλέμμα στην Αμερική, όπου θα διεξαχθεί μια από τις κρισιμότερες αναμετρήσεις των τελευταίων δεκαετιών για την ανάδειξη του επόμενου -ή της επόμενης- προέδρου.
Με ανοιχτά μέτωπα στην Ουκρανία και στην Μέση Ανατολή, με τον παγκόσμιο εμπορικό ανταγωνισμό σε νέα όξυνση και την κλιματική κρίση να απαιτεί άμεση και συντονισμένη δράση, ο άνθρωπος που θα βρεθεί προσεχώς στο Οβάλ Γραφείο θα πρέπει να λάβει αποφάσεις άμεσα για την μελλοντική κατεύθυνση της υπερδύναμης και εταίροι, σύμμαχοι και ανταγωνιστές θα αντιμετωπίσουν, ή θα υποστούν, τις συνέπειες.
Αν μεθαύριο επέλεγαν οι Γερμανοί πρόεδρο των ΗΠΑ, το πιο πρόσφατο «Πολιτικό Βαρόμετρο» για λογαριασμό του ZDF υπέδειξε ότι το 83% θα ψήφιζε υπέρ της κυρίας Χάρις και ότι μόλις το 10% θα στήριζε τον κ. Τραμπ.
Η εικόνα ωστόσο άλλαξε όταν τέθηκε το ερώτημα «ποιος πιστεύετε ότι θα κερδίσει τις εκλογές». Σίγουρο για την επικράτηση της Κάμαλα Χάρις δήλωσε το 45%, ενώ το 38% εκτίμησε ότι θα κερδίσει ο αντίπαλός της.
Ενδεικτικό του κλίματος αβεβαιότητας είναι το γεγονός ότι στην αντίστοιχη μέτρηση πριν από δύο εβδομάδες, υπέρ της νίκης της σημερινής αντιπροέδρου εκφραζόταν το 72% και στη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ πίστευε μόνο το 23%.
Κατά την ίδια δημοσκόπηση, το 92% θεωρεί «σημαντικές» ως «πολύ σημαντικές» για τις διμερείς σχέσεις τις προσεχείς εκλογές, με το 71% να προβλέπει ότι οι γερμανοαμερικανικές σχέσεις, σήμερα σε μια από τις αρμονικότερες φάσεις τους, θα χειροτερέψουν σε περίπτωση εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ και το 72% να αναμένει μεταξύ άλλων αλλαγή πολιτικής και απομάκρυνση των ΗΠΑ από την περαιτέρω στήριξη της Ουκρανίας.
Αντιθέτως, η Κάμαλα Χάρις δεν έχει αφήσει αμφιβολίες: «Θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε την Ουκρανία για όσο χρειαστεί», δηλώνει, σε απόλυτο συντονισμό με τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς.
Ο Ντόναλντ Τραμπ από την άλλη πλευρά υπόσχεται ότι με τον ίδιο στον Λευκό Οίκο, ο πόλεμος θα λήξει πολύ σύντομα – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και για την τύχη των ουκρανικών εδαφών που κατέχουν σήμερα οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.
Ο ειδικός αναλυτής αμυντικής πολιτικής Νίκο Λάνγκε διατηρεί τις αμφιβολίες του για το ενδεχόμενο ο Ρεπουμπλικάνος να αλλάξει ριζικά πολιτική έναντι της Ουκρανίας. «Δεν ξέρουμε. Δεν μπορούμε να πούμε ότι αν κερδίσει ο Ντόναλντ Τραμπ, θα εγκαταλείψει την Ουκρανία στην τύχη της», εξήγησε στη DW ο κ. Λάνγκε.
Η εικόνα ίσως είναι πιο καθαρή στην περίπτωση του ΝΑΤΟ. Η αμερικανίδα αντιπρόεδρος τάσσεται σθεναρά υπέρ της διατλαντικής συνεργασίας και της Συμμαχίας. «Σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς, είναι σαφές ότι η Αμερική δεν μπορεί να υπαναχωρήσει», έχει δηλώσει επανειλημμένα η Κάμαλα Χάρις, η οποία τον Φεβρουάριο, στην Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, εκφράστηκε με ενθουσιασμό για τους ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δώσει ήδη από την πρώτη του θητεία δείγμα γραφής για τις απόψεις του σχετικά με την Συμμαχία: οι σύμμαχοι πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, να μην τα περιμένουν όλα από τις ΗΠΑ, ήταν η μόνιμη επωδός, στην οποία προστέθηκε η ευθεία αμφισβήτηση της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής (σ.σ. του άρθρου 5), ακόμη και η υποβάθμιση του ρόλου του ΝΑΤΟ και η απειλή αποχώρησης των ΗΠΑ από τους κόλπους του.
Σε κάθε περίπτωση, ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε στους Ευρωπαίους ότι πρέπει να μπορούν να αντεπεξέλθουν οι ίδιοι στις απειλές εναντίον της σταθερότητας και της ασφάλειας της ηπείρου και να μην αφήνουν σε τόσο μεγάλο βαθμό την τύχη τους στην Ουάσιγκτον. Ο Όλαφ Σολτς αποφάσισε ότι οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις οφείλουν να εκσυγχρονιστούν. Ταυτόχρονα όμως επαναλαμβάνει διαρκώς ότι οι ΗΠΑ έχουν ηγετική θέση στο ζήτημα της στήριξης των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και εξαρτά την μελλοντική στάση του Βερολίνου σε μεγάλο βαθμό από αυτήν της Ουάσιγκτον.
Πόλεμος και στο εμπόριο;
Αν στα θέματα αμυντικής και στρατηγικής συνεργασίας η κατάσταση είναι συγκεχυμένη, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη προδιαγράψει την πολιτική του για την οικονομία και το εμπόριο: θα προχωρήσει στην επιβολή επιπρόσθετων δασμών 60% στις εισαγωγές από Κίνα και 20% στις εισαγωγές από τον υπόλοιπο κόσμο – συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ.
Αυτό θα καθιστούσε αυτομάτως τα γερμανικά προϊόντα πολύ πιο ακριβά στις ΗΠΑ, με το πλήγμα να είναι βαρύτερο για την αυτοκινητοβιομηχανία και την φαρμακοβιομηχανία – και για τον αμερικανικό πληθωρισμό όμως, κάτι που δεν μοιάζει να απασχολεί τον πρώην πρόεδρο.
Σε προεκλογική ομιλία του ο κ. Τραμπ ξεκαθάρισε πρόσφατα ότι σκοπεύει να δώσει στις ξένες εταιρίες κίνητρα προκειμένου να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε αμερικανικό έδαφος και να προσλάβουν Αμερικανούς.
«Θέλω οι γερμανικές εταιρείες αυτοκινήτων να γίνουν αμερικανικές εταιρείες αυτοκινήτων. Θέλω να χτίσουν τα εργοστάσιά τους εδώ. Οι γερμανικές εταιρείες θα πρέπει να πληρώσουν τους χαμηλότερους φόρους, το χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, το χαμηλότερο ρυθμιστικό βάρος στις ΗΠΑ και να τους δοθεί δωρεάν πρόσβαση στην καλύτερη και μεγαλύτερη αγορά του κόσμου – αλλά μόνο αν παράγουν στις ΗΠΑ και απασχολούν Αμερικανούς. Διαφορετικά, πρέπει να περιμένουν υψηλούς δασμούς», διεμήνυσε.
Με τις ΗΠΑ στην κορυφή της κατάταξης των εμπορικών της εταίρων, η Γερμανία έχει κάθε λόγο να ανησυχεί.
Όπως ανέδειξε πρόσφατα το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών IFO του Μονάχου, το 44% των γερμανικών επιχειρήσεων εκφράζει ανησυχία ότι ενδεχόμενη προεδρία Τραμπ θα έχει δυσμενείς συνέπειες στο διμερές εμπόριο. Μόλις το 5% περιμένει θετικές εξελίξεις, ενώ το 51% δεν πιστεύει ότι η αμερικανική πολιτική θα επηρεαστεί από ενδεχόμενη εκλογή του.
Ήδη πάντως το Ινστιτούτο έχει υπολογίσει ότι αυτού του ύψους οι δασμοί θα σήμαιναν μείωση των γερμανικών εξαγωγών κατά σχεδόν 15%. Ο ερευνητής του Αντρέας Μπάουρ δεν κρύβει την ανησυχία του για τον κίνδυνο η προεδρία Τραμπ να σημάνει παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο.
Την άποψή του φαίνεται να συμμερίζεται και ο πρόεδρος της Ένωσης Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) Ζίγκφριντ Ρούσβουρμ, που δεν περιμένει φιλελευθεροποίηση των εμπορικών κανόνων των ΗΠΑ ούτε με την Κάμαλα Χάρις, αντιθέτως προεξοφλεί τη στροφή στην ενίσχυση της εσωτερικής παραγωγής και την καλύτερη αξιοποίηση των εργατικού δυναμικού όποιος κι εάν εκλεγεί μεθαύριο.
«Αστάθεια»
Έπειτα από 12 χρόνια στη θέση του συμβούλου εξωτερικής πολιτικής υπό την Άγγελα Μέρκελ, ο σημερινός επικεφαλής της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια Κρίστοφ Χόισγκεν είναι πιθανόν άνθρωπος κατάλληλος για κάνει προβλέψεις με ψυχραιμία και διορατικότητα.
«Στην εξωτερική πολιτική, είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να επικεντρώνονται περισσότερο στον εαυτό τους και στην περιοχή του Ειρηνικού. Τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν να κρατήσουν τη χώρα τους μακριά από διεθνείς συγκρούσεις όσο το δυνατόν περισσότερο, δεν θέλουν πλέον να παίζουν τον παγκόσμιο σερίφη. Αυτό ενώνει τα δύο κόμματα. Εμείς ως Ευρωπαίοι πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε περισσότερες ευθύνες εντός και γύρω από την Ευρώπη», εκτίμησε ο κ. Χόισγκεν σε συνέντευξή του στο δίκτυο RND, προειδοποιώντας πως είναι ζήτημα χρόνου να απαιτηθούν από την Γερμανία υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες. Στην πραγματικότητα, εξήγησε, δεν επιτυγχάνεται από το Βερολίνο ο στόχος του NATO για δαπάνες ύψους 2% του ΑΕΠ.
«Αλλά βασιζόμαστε στην αμερικανική υποστήριξη για να έχουμε αξιόπιστη αποτροπή και δεν πρέπει να αψηφάμε το γεγονός ότι ρωσικοί πύραυλοι από το Καλίνινγκραντ μπορούν να φτάσουν στο Βερολίνο σε πέντε λεπτά. Χωρίς την αμερικανική πυρηνική ομπρέλα, είμαστε ανοιχτοί στον εκβιασμό», πρόσθεσε.
Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων, σημείωσε, είναι η «αστάθεια» του Ντόναλντ Τραμπ. «Δεν μπορείς να βασιστείς πάνω του για τίποτα», είπε χαρακτηριστικά – μάλλον αυτό είναι που φοβούνται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο οι Γερμανοί, λάτρεις της ασφάλειας και της σταθερότητας.