«Η Γερμανία δεν είναι ασθενής. Έπειτα από μια πολύ επιτυχημένη περίοδο από το 2012 και μετά τα χρόνια της κρίσης, η Γερμανία είναι ένας κουρασμένος άνθρωπος έπειτα από μια νύχτα με λίγες ώρες ύπνου. Τα δυσμενή στοιχεία της οικονομίας είναι κατά κάποιον τρόπο το ξυπνητήρι και τώρα πίνουμε ένα καλό φλυτζάνι καφέ, δηλαδή διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Mετά θα συνεχίσουμε και πάλι να είμαστε πετυχημένοι»… Η δήλωση δεν προέρχεται από σατυρική εκπομπή. Είναι πραγματική τοποθέτηση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, στο πρόσφατο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, σε μια προσπάθεια να απαντήσει στην ερώτηση «τι τρέχει με την Γερμανία;».
Ο ίδιος υπουργός Οικονομικών είχε προηγουμένως εμποδίσει την κυβέρνηση να άρει το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους» που επιτρέπει νέο δανεισμό ύψους μόνο έως και 0,35% του ΑΕΠ, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2020-2023, καθιστώντας έτσι μονόδρομο τον προϋπολογισμό λιτότητας του 2024 – και όχι μόνο. Η οικονομία, η οποία δεν έχει συνέλθει από την πανδημία και παραμένει στάσιμη από το δ’ τρίμηνο του 2022, αντί για πακέτο ώθησης, «εξασφάλισε» μάλλον μεγαλύτερα εμπόδια στον δρόμο για την ανάκαμψη. Ο Πέτερ Μπόφινγκερ, καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ και πρώην «Σοφός» της γερμανικής οικονομίας, τολμά ακόμη και τις αναφορές – ταμπού: «Το πακέτο λιτότητας παρέχει αρνητική δημοσιονομική ώθηση ύψους 30 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αν και δεν είναι συγκρίσιμο σε κλίμακα, θυμίζει την προ-κυκλική πολιτική που ακολούθησε ο Χάινριχ Μπρούνινγκ ως καγκελάριος από το 1930 έως το 1932, ανοίγοντας τον δρόμο για τον εθνικοσοσιαλισμό», γράφει σε άρθρο του. Αν αναλογιστεί κανείς ότι εδώ και μήνες δεν υπάρχει επαγγελματική ομάδα που να μην διαμαρτύρεται, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση, η απόρριψη των θεσμών και τα ποσοστά της ακροδεξιάς, μάλλον ο κ. Μπόφινγκερ δεν είναι υπερβολικός. Για την Γερμανία άλλωστε, η οικονομία είναι τα πάντα και τα οικονομικά προβλήματα προκαλούν αναπόφευκτα πολιτική και κοινωνική αναταραχή – αλλιώς, η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
Μία ακόμη κρίση;
Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάθε περίπου 20 χρόνια, η Γερμανία αντιμετωπίζει μια κρίση που μοιάζει ανυπέρβλητη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, στη δεκαετία του ΄80, στις αρχές του 2000 και τώρα. Οι κρίσεις μέχρι τώρα διευθετούνταν είτε με αλλαγή κυβέρνησης είτε με – συχνά επώδυνες – μεταρρυθμίσεις. Η τρέχουσα κρίση όμως είναι μάλλον πιο βαθιά και πιο δομική. Έχει να κάνει με τη θέση της Γερμανίας στον κόσμο, με το μοντέλο ανάπτυξης που έχει επιλέξει και με την αποτυχία θεμελιωδών επιλογών του παρελθόντος, όπως η φτηνή ρωσική ενέργεια. «Τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας είναι προφανή και πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν. Υπερβαίνουν μια απλώς ισχνή ανάπτυξη», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής οικονομολόγος της ελβετικής τράπεζας J. Safra Sarasin, Κάρστεν Γιούνους και σημειώνει με ανησυχία ότι δεν βλέπει να συζητούνται οι κατάλληλες λύσεις. Με το βλέμμα στα αιτήματα των κλάδων που κατεβαίνουν σε κινητοποιήσεις, όπως οι σιδηροδρομικοί, τονίζει ότι «η μείωση των ωρών εργασίας και οι απότομες αυξήσεις μισθών δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση λύση στα προβλήματα». Σε συνδυασμό με τις δυσλειτουργικές υποδομές, το δυναμικό ανάπτυξης συνεχίζει να περιορίζεται, σχολιάζει ο κ. Γιούνους.
Πόσο έτοιμη όμως είναι η γερμανική οικονομία και η κοινωνία για σοβαρές αλλαγές; «Κάποιοι παρηγορούνται με το γεγονός ότι η οικονομία είναι “μόνο” στάσιμη και έχει μέχρι τώρα αποφύγει τα χειρότερα», εξηγεί στο ΑΠΕ ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING Κάρστεν Μπρζέσκι, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο το 2024 να είναι μία ακόμη χρονιά ύφεσης για τη γερμανική οικονομία. «Περιμένουμε ύφεση κατά 0,3% για φέτος και θα είναι η πρώτη φορά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 που η Γερμανία θα αντιμετωπίσει δύο διαδοχικές χρονιές ύφεσης, έστω και περιορισμένης», προσθέτει.
Αυτή ακριβώς η εικόνα είναι που επανέφερε έπειτα από 20 χρόνια τη συζήτηση για τον «ασθενή της Ευρώπης». Σύμφωνα με τον κ. Μπρζέσκι, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν προκάλεσαν την επιβράδυνση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας, αλλά αποκάλυψαν «απλώς» τις δομικές αδυναμίες της – την έλλειψη επενδύσεων στην ενεργειακή μετάβαση, στην ψηφιοποίηση, στις υποδομές και στην εκπαίδευση. Αυτό που θα χρειαζόταν τώρα, συνεχίζει, είναι ένας πλήρης κατάλογος νέων πολιτικών, από τη μία πλευρά για την «ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της ασφάλειας» των επιχειρήσεων και από την άλλη για τη βελτίωση της εφοδιαστικής αλυσίδας. «Για την πρώτη περίπτωση, σκεφτείτε ένα πλαφόν στην τιμή της ενέργειας για τη βιομηχανία, όχι για έναν χειμώνα, αλλά για αρκετά χρόνια, σε συνδυασμό με ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για την ενεργειακή μετάβαση. Αυτό θα απέτρεπε την αποχώρηση βιομηχανιών από τη χώρα», υποστηρίζει ο οικονομολόγος της ING και ζητά επιδοτήσεις στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, των μπαταριών και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ταυτόχρονα περιορισμό της γραφειοκρατίας και επενδύσεις στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση.
Το φάρμακο της λιτότητας «έληξε»
Η λιτότητα δεν φαίνεται λοιπόν να είναι το κατάλληλο φάρμακο για τη νέα κρίση της γερμανικής οικονομίας. «Η πολιτική λιτότητας της Γερμανίας είχε ως αποτέλεσμα οι υποδομές να καθίστανται όλο και πιο ξεπερασμένες και να επιβραδύνεται η ανάπτυξη», απαντά ο Κάρστεν Γιούνους και ζητά κι αυτός περισσότερες δημόσιες επενδύσεις. «Μου φαίνεται σα να έχει χαθεί τελευταία η εστίαση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα και θα πρέπει να επανέλθει, αν δεν θέλει η Γερμανία να βυθιστεί στη διεθνή μετριότητα», λέει χαρακτηριστικά. «Όσο η δημοσιονομική λιτότητα θα παραμένει ο κυρίαρχος τόνος, οποιαδήποτε αναμόρφωση της οικονομίας θα είναι σχεδόν αδύνατη», συμφωνεί ο Κάρστεν Μπρζέσκι και συμπληρώνει ότι με τους περιορισμούς του «φρένου χρέους», οι διαρθρωτικές αλλαγές θα πρέπει μάλλον να προέλθουν από τον κόσμο των επιχειρήσεων.
Την ώρα όμως που η Γερμανία προσπαθεί να συνέλθει από το απότομο ξύπνημα που της προκάλεσε η απομάκρυνση από τη Μόσχα, οι ΗΠΑ και η Κίνα επενδύουν σε τεχνητή νοημοσύνη, ηλεκτρικά αυτοκίνητα και άλλες τεχνολογίες αιχμής. Αλλά και στην Ευρώπη, όταν το Βερολίνο ανακοίνωνε μεταξύ άλλων κατάργηση της επιδότησης αγοράς ηλεκτρικού αυτοκινήτου, οδηγώντας σε αύξηση της τιμής κατά 25% και πλήττοντας κυρίως την Volkswagen, η Γαλλία έδινε επιδότηση 5.000-7.000 ευρώ για την αγορά ηλεκτρικού αυτοκινήτου με ενεργειακό αποτύπωμα κάτω από 14,75 τόνους CO2, αποκλείοντας έτσι αυτομάτως έξι μοντέλα που κατασκευάζονται στην Κίνα. Σε άλλο παράδειγμα, ο πολυαναμενόμενος – και επειγόντως αναγκαίος – εκσυγχρονισμός των γερμανικών σιδηροδρόμων θα πρέπει να περιοριστεί σημαντικά, λόγω της έλλειψης κονδυλίων που προκαλεί το «φρένο χρέους». Μια από τις λύσεις – μάλλον απελπισίας – που συζητούνται είναι η πώληση της θυγατρικής της Deutsche Bahn, DB Schenker, σε fund του Αμπού Ντάμπι. Η DB Schenker είναι όμως μεταξύ άλλων προμηθευτής της Bundeswehr και του ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου στρατηγικά σημαντικότατη. Δύσκολη εξίσωση για μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελεύθερων, ενόψει μάλιστα της ακροδεξιάς απειλής.
Η φτώχεια φέρνει γκρίνια και …AfD
Πολλοί, ειδικά στον ευρωπαϊκό Νότο, βλέπουν χαιρέκακα τη Γερμανία να κλονίζεται ως σύμβολο οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας στην Ευρώπη και να επιμένει στο ίδιο «φάρμακο» λιτότητας που χορήγησε κάποτε στους ίδιους με το ζόρι. Να συμπεριφέρεται σαν να μην μπορεί να ερμηνεύσει τα σημάδια των καιρών, ανάμεσά τους και την γιγάντωση των άκρων. Η Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) δεν έπεσε προφανώς από τον ουρανό. Το κόμμα που ιδρύθηκε το 2013 από μερικούς καθηγητές Οικονομίας που ζητούσαν το Grexit και ανέκαμψε μια φορά το 2015 με την προσφυγική κρίση και άλλη μία με την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, εκπροσωπεί σήμερα προνομιακά κυρίως τη μέση ανατολικογερμανική οικογένεια που δεν βλέπει ούτε οικονομική ούτε κοινωνική προοπτική και καταλογίζει για αυτό τις ευθύνες στο δυτικό «σύστημα». Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία υπερτόνισε διαφορές που προϋπήρχαν και σπρώχνονταν εδώ και χρόνια κάτω από το χαλί: στα ανατολικά ο κόσμος είναι λιγότερο «ανοιχτός», λιγότερο «πράσινος», λιγότερο «κοσμοπολίτης», λιγότερο «προοδευτικός», λιγότερο φιλοευρωπαίος και ατλαντιστής. Με μια επανένωση που σχεδόν 34 χρόνια μετά εξακολουθεί να μοιάζει περισσότερο με …εξαγορά (από τη Δυτική Γερμανία) και λιγότερο με συγχώνευση, με μια πολιτική που φαίνεται να αγνοεί τα πραγματικά προβλήματα, ήταν αναμενόμενο ότι αυτός ο κόσμος δεν θα έμενε πολύ καιρό χωρίς φωνή – έστω και φάλτσα.
Οι επαγγελματικοί κλάδοι που διαμαρτύρονται, σε συνδυασμό με την τυπική «γερμανική φοβία», την ανασφάλεια για την απώλεια ευημερίας και την αυξανόμενη αμφισβήτηση των δημοκρατικών θεσμών που καταγράφονται πλέον ξεκάθαρα στις έρευνες – επιτείνουν δυσανάλογα την εικόνα γενικότερης αναταραχής και δυσαρέσκειας. «Στο εξωτερικό ανησυχούν για την Γερμανία», έγραφε τις προάλλες η BILD, περιγράφοντας κατάσταση λίγο πολύ διάλυσης. Τα τρένα ακινητοποιημένα, τα αεροπλάνα καθηλωμένα, οι δάσκαλοι κακοπληρωμένοι, το ίντερνετ σέρνεται, τα τρακτέρ των αγροτών στο κέντρο του Βερολίνου. Χάος(;).
Πρέπει όμως πραγματικά να ανησυχούν π.χ. τα κράτη – μέλη της ευρωζώνης για ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση του συστήματος εξαιτίας της γερμανικής κρίσης; Η γερμανική οικονομία παραμένει η μεγαλύτερη της Ευρωζώνης, αλλά είναι πλέον κι αυτή με τις χειρότερες επιδόσεις, υπενθυμίζει η αντιπολίτευση. «Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούν οι ευρωπαίοι εταίροι», ξεκαθαρίζει ωστόσο ο Κάρστεν Γιούνους της J. Safra Sarasin Bank. «Το δημοσιονομικό πλαίσιο παραμένει πολύ σταθερό, όπως και ο τραπεζικός τομέας και τα ιδιωτικά νοικοκυριά. Μόνο η ικανότητα και η προθυμία παροχής οικονομικής υποστήριξης στους εταίρους της ΕΕ μπορεί να μειωθούν με την πάροδο του χρόνου», λέει ο ίδιος, με το βλέμμα στους …ίδιους χαιρέκακους που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Το μέλλον και ο πρωινός καφές
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν πάντως σήμερα ότι από τα μεγαλύτερα προβλήματα για την Γερμανία αποτελεί η τεράστια εξάρτησή της από το διεθνές εμπόριο. Η Κίνα, που έσωσε την παρτίδα πριν από 20 χρόνια, έχει στο μεταξύ εξελιχθεί από πελάτη σε ισότιμο ανταγωνιστή, ενώ το ενεργειακό κόστος που εκτοξεύθηκε όταν έκλεισαν οι ρωσικές βάνες, θα παραμείνει για αρκετά χρόνια υψηλό και ο εκσυγχρονισμός των απαρχαιωμένων υποδομών θα πάρει χρόνο. Την ίδια ώρα η προοπτική παράτασης του πολέμου στην Ουκρανία και επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και βέβαια η ισχυρή πιθανότητα η ακροδεξιά να επιβεβαιώσει τις δυνάμεις της στις κάλπες του 2024, περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα ανοιχτά ζητήματα. Στο παρελθόν, υπενθυμίζουν οι πιο αισιόδοξοι, η Γερμανία επέδειξε μεγάλη αντοχή και ευελιξία στην αντιμετώπιση κρίσεων. Στο παρελθόν όμως, η Γερμανία είχε να αντιμετωπίσει μια εντελώς διαφορετική εσωτερική και διεθνή πραγματικότητα. Και όσο το χρήμα έρρεε, αν και τα προβλήματα υπήρχαν, ουδείς τολμούσε να χαλάσει την ωραία ατμόσφαιρα.
Ο Όλαφ Σολτς είχε την ατυχία να βρεθεί στην καγκελαρία στην πιο δύσκολη στιγμή για τη χώρα του μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ακόμη μεγαλύτερη ατυχία σε αυτήν τη φάση να ηγείται ενός τρικομματικού – συχνά αλλοπρόσαλλου – συνασπισμού, ο οποίος δεν καταβάλλει πλέον καν προσπάθεια να κρύψει τις … «ασυμβίβαστες διαφορές» του. Η απογοήτευση όμως των πολιτών, η απομάκρυνσή τους από την πολιτική και ο περιορισμός των προσδοκιών για καλύτερες μέρες δεν είναι καλή συνταγή. Είναι νερό στον μύλο του λαϊκισμού και των άκρων και θα χρειαστούν πολλά περισσότερα από έναν δυνατό πρωινό καφέ για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Η Γερμανία και οι πολιτικοί της θα έπρεπε να το γνωρίζουν αυτό καλύτερα από όλους.