Στο προεκλογικό σύµπαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκτελεί δύο περιστροφές: µία γύρω από αυτό που αποκαλείται πολιτικό κέντρο και ταυτόχρονα µία γύρω από τον εαυτό του. Το κέντρο αποτελεί για τον πρωθυπουργό τον ζωτικό χώρο από όπου έχει αντλήσει στελέχη (σηµιτικοί νεωτεριστές του δηµοσιογραφικού χώρου και του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ), ψηφοφόρους και πολιτική επιχειρηµατολογία ώστε να είναι συµβατός µε τον µέσο νοικοκύρη που ονειρεύεται µια χώρα η οποία θα τον εξαιρεί ευνοϊκά την ώρα που πατάσσει όλους τους άλλους. Στην άλλη του περιστροφή, γύρω από τον εαυτό του, ο Μητσοτάκης προσπαθεί να βρει τον τρόπο ώστε να σαγηνεύσει επικοινωνιακά – σκηνοθετικά και να κερδίσει τις εντυπώσεις. Ο Σταν Γκρίνµπεργκ φτάνει σύµφωνα µε πληροφορίες αυτή την εβδοµάδα στην Ελλάδα για να συµµορφώσει τον πελάτη του και να ανακόψει, όπως ελπίζει, την κατάρρευση.
Τίποτε όµως δεν είναι όπως παλιά. Ο Μητσοτάκης βρίσκεται σε περιστροφικό vertigo και είναι σε στάδιο που κάθε δήλωση χρησιµοποιείται σε βάρος του. Στα ποιοτικά στοιχεία που αποκαλύπτονται στις δηµοσκοπήσεις το ακροδεξιό ακροατήριο του Κυριάκου, αυτό που δηµιούργησε µε όπλα το µεταναστευτικό, την ασφάλεια και την «προδοτική στάση του Τσίπρα στις Πρέσπες», τον έχει εγκαταλείψει. Αδωνης Γεωργιάδης και Μάκης Βορίδης, οι οποίοι υπήρξαν πολιορκητικοί κριοί για τον χώρο δεξιότερα της Ν∆, ούτε θέλουν αλλά ούτε και µπορούν να παίξουν τον γνωστό ρόλο. Στη βόρεια Ελλάδα, όπου η Ν∆ πέφτει γύρω στο 25%, ο Κυριάκος Βελόπουλος, µε ή χωρίς κηραλοιφές, ζει το θαύµα να εµφανίζεται ως τρίτο κόµµα. Η δε Αφροδίτη Λατινοπούλου παίρνει την ακροδεξιά εκδίκησή της από τον Μητσοτάκη που την απέπεµψε το 2022, ξεπερνώντας το 2% στη βόρεια Ελλάδα.
Τα πολιτικά τέρατα που δηµιούργησε ο Μητσοτάκης µε την ακροδεξιά του ατζέντα τρώνε τα ποσοστά του ενώ τον εµφανίζουν και αναξιόπιστο εθνικοπατριωτικά. Ταυτόχρονα, ένα άλλο κοµµάτι της Ν∆ είναι θορυβηµένο και του αποδίδει προσωπικά την ευθύνη για όσα γίνονται και δεν γίνονται στη χώρα. Είναι πραγµατικά εντυπωσιακό ότι το 80% από εκείνους που έχουν ρωτηθεί στις δηµοσκοπήσεις θεωρεί ότι τα πράγµατα πάνε από το κακό στο χειρότερο στην ασφάλεια και στο θέµα της ακρίβειας. Μεγάλη πλειοψηφία επίσης (71%) συµφωνεί ότι οι χειρισµοί διαλεύκανσης της τραγωδίας στα Τέµπη είναι προβληµατικοί.
Στον πρωθυπουργικό ίλιγγο των πολιτικών περιστροφών οι καλά γνωρίζοντες όσα συµβαίνουν στο Μαξίµου προσθέτουν την πλήρη έλλειψη συντονισµού και συνεννόησης. Η συγκεκριµένη αδυναµία προκαλεί ανασφάλεια στον Μητσοτάκη, ο οποίος δεν µπορεί να διαχειριστεί τα συµφέροντα που τον ανέδειξαν στην εξουσία και υποκύπτει στη σεναριολογία (όλοι θέλουν να τον ρίξουν) και την καχυποψία. «Αν συνεχιστεί έτσι το πράγµα» σχολιάζει ένας από τους απογοητευµένους από την εξέλιξη των πραγµάτων κυβερνητικούς, «ο Μητσοτάκης θα καταλήξει στην είσοδο του Μαξίµου να ελέγχει τα καρτελάκια όσων µπαίνουν και βγαίνουν στο Μέγαρο».
Απέναντι στη δυσαρέσκεια που καταγράφεται πλέον, ο Μητσοτάκης επενδύει (και θα το κάνει στον µέγιστο βαθµό επικοινωνιακά) στο επιχείρηµα ότι δεν υπάρχει αντίπαλος. Ο µεγάλος αντίπαλος αυτήν τη στιγµή δεν είναι κάποιο κόµµα της αντιπολίτευσης, αλλά η κοινωνική αντιπολίτευση η οποία έχει αναπτυχθεί. Ακόµη και αν αυτή η κοινωνική αντιπολίτευση δεν βρει κοµµατικό αποκούµπι, είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσει εµπειρικά και οργισµένα τιµωρώντας αυτόν που αναµφίβολα φταίει. Καµία κυβέρνηση δεν έπεσε επειδή κάποια ισχυρή πλειοψηφία συµφώνησε µε πλήρη πολιτική συνείδηση για το πρόγραµµα κάποιου κόµµατος το οποίο επέλεξε. Η επιλογή στην κάλπη τις περισσότερες φορές είναι αποτέλεσµα πολλών παραγόντων, τους οποίους όµως πάντα διογκώνει η δυσαρέσκεια.
Το κέντρο δεν µπορεί να είναι τροφοδότης του Μητσοτάκη αφού έχει γκρεµιστεί ο πυλώνας του πολιτικού αφηγήµατος µε το οποίο το προσέγγιζε. Ενα κοµµάτι του αναµφίβολα ταυτίζεται πλέον µε τον Κυριάκο θεωρώντας τον εγγυητή του αδιατάρακτου προσωπικού βολέµατος, αλλά υπάρχει κι αυτό που ενοχλείται από την αλαζονεία και το εξόφθαλµο ψέµα. Οσοι παρακολουθούν αυτά που συµβαίνουν µε το έγκληµα στα Τέµπη και τη συγκάλυψη έρχονται αντιµέτωποι µε µια µάχη που δίνεται χωρίς ιδιοτέλεια από ανθρώπους που έχασαν τους συγγενείς τους. ∆εν πρόκειται για υπόθεση που επιδέχεται ερµηνείες σαν να ήταν πρόβληµα οικονοµίας ή εξωτερικής πολιτικής. Εδώ τα κουκιά είναι µετρηµένα και οι ευθύνες ξεκάθαρες. ∆εν θέλει κανένας να πλουτίσει ή να υπερασπίσει κάποια ιδεοληψία του. Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν δικαιοσύνη και παλεύοντας για το δίκιο στη δική τους υπόθεση αποκαλύπτουν ότι δεν υπάρχει πουθενά δικαιοσύνη. Ετσι η κοινωνία µοιράζεται µεν το δράµα τους, διαµορφώνει όµως ταυτόχρονα και συνείδηση που –ακόµη και αν δεν υπάρχει πρόθεση– δίνει την πολιτική διάσταση στα πράγµατα. Το αβίαστο συµπέρασµα είναι ότι δεν πληρώνει κανένας για τα εγκλήµατα, η ∆ικαιοσύνη είναι ελεγχόµενη και η κυβέρνηση βρίσκεται στο κέντρο αυτού του προβλήµατος.
Το ακόµη χειρότερο για τον Κυριάκο είναι ότι όσα συµβαίνουν µε τα Τέµπη δηµιουργούν µια κατάσταση που µοιραία επαναφέρει κι άλλες πλευρές της διακυβέρνησης από τη «Μητσοτάκης ΑΕ» οι οποίες «δεν απασχολούσαν τον κόσµο» κατά τις δηµοσκοπήσεις. Τα Τέµπη εν ολίγοις είναι ο καταλύτης αλήθειας και συνείδησης µε τον οποίο δίνεται απάντηση στο ερώτηµα «τι κυβέρνηση µας κυβερνά;».
Στα µειονεκτήµατα της εκλογικής µάχης για τη Ν∆ και τον αρχηγό της πρέπει να συνυπολογίσουµε ότι δεν µπορεί να κινηθεί µε βάση το αντιΣΥΡΙΖΑ µέτωπο. Ο κατασκευασµένος συνήθης ύποπτος για όλα «Αλέξης Τσίπρας» δεν υπάρχει στο εκλογικό προσκήνιο ώστε να τον ενοχοποιήσουν κατά τη γνωστή τους τακτική. Οι όροι αντιπαράθεσης είναι εντελώς διαφορετικοί. Το κοµµάτι του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο έπαιξε αρκετές φορές τον ρόλο αναχώµατος στο να υπάρξει εξωστρεφής και γειωµένη πολιτική από το κόµµα έχει αποχωρήσει και περιορίζεται σε πολιτικές κοινοτοπίες. Οσο πηγαίνουµε προς τις εκλογές απλώς θα επιτίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ για να βρίσκει θέση στα τηλεοπτικά πάνελ.
Ο Στέφανος Κασσελάκης, στον οποίο αποδίδεται ότι του λείπει η βαριά πολιτική συγκρότηση, φαίνεται ότι δεν χάνει παρότι το κόµµα έχει υποστεί διάσπαση και περίοδο ανωµαλίας. Αντιθέτως, σε µια πρωτόγνωρη για τον ΣΥΡΙΖΑ επικοινωνιακή πολιτική ο νυν αρχηγός του καίει προκαταβολικά όσα θεωρεί ότι µπορεί να χρησιµοποιηθούν εναντίον του (σπίτι στο Κολωνάκι, επιχειρήσεις, γνώσεις για την πολιτική) και απαιτεί απαντήσεις από αυτούς που οφείλουν αλλά δεν δίνουν (πόθεν έσχες Μητσοτάκη, χειραγώγηση της ∆ικαιοσύνης, συγκάλυψη εγκληµάτων).
Η πολιτική και πολύ περισσότερο οι εκλογές είναι διαδικασίες που τα εύσηµα δεν τα αποδίδει ο καθένας στον εαυτό του, τοποθετώντας τον στον θρόνο της υψηλής θεωρίας ή της καθαγιασµένης πρόθεσης, αλλά του τα αποδίδουν αυτοί οι οποίοι πείθονται και τελικώς τον ψηφίζουν. Επιπλέον, η πολιτική πρέπει να έχει την ιδιότητα να αρπάζεται από την ευκαιρία, αλλά και να επιβραβεύει αυτούς που τη δηµιουργούν. Περιµένοντας να ωριµάσει το φρούτο, µπορεί να έχει σαπίσει το δέντρο.